Της Εύας Στάμου
Η αντίληψη ότι σε μία μεγαλούπολη όλοι οι άνθρωποι μπορούν να κυκλοφορούν το ίδιο άνετα κι ελεύθερα στις γειτονιές της πόλης τους, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Η αλήθεια είναι ότι –όπως δείχνει πλήθος ερευνών που έχουν γίνει στην Ευρώπη την τελευταία πενταετία– ο λευκός, ετεροφυλόφιλος άντρας νιώθει περισσότερο ελεύθερος από οποιαδήποτε άλλη κατηγορία ερωτηθέντων να διερευνήσει και να ορίσει τον χώρο του.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα πτυχή αυτών των ερευνών αφορά την επιλογή χώρων διασκέδασης, σε συνάρτηση με τις παραμέτρους του φύλου, της φυλής, της εθνικότητας, της ηλικίας, της τάξης και των σεξουαλικών προτιμήσεων. Το γενικό συμπέρασμα των ερευνών φαίνεται να επαληθεύει αυτό που, κατά βάθος, γνωρίζουμε, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιούμε: οι λευκοί, ετεροφυλόφιλοι άντρες της μεσαίας και της ανώτερης τάξης ελέγχουν το χώρο στον οποίο όλοι ζούμε, εργαζόμαστε, ή διασκεδάζουμε. Οι υπόλοιπες ομάδες υφίστανται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό κάποιου είδους αποκλεισμό ή γκετοποίηση: ο περιορισμός των λευκών γυναικών της μεσαίας τάξης, για παράδειγμα, είναι ήπιας μορφής, ενώ ο περιορισμός των μαύρων γυναικών από το Πακιστάν που ζουν στα Ευρωπαϊκά κέντρα, μπορεί να πάρει την ακραία μορφή τής κατ’ οίκον απομόνωσης.
Νέοι και μεσήλικοι λευκοί άντρες διαλέγουν να ψυχαγωγηθούν σε χώρους που προσφέρουν καινούργιες περιπέτειες, εμπειρίες και γνωριμίες, ακόμα κι αν ενέχουν ρίσκο ή κίνδυνο, όπως τα ποδοσφαιρικά γήπεδα ή τα “κακόφημα” στέκια νυχτερινής διασκέδασης. Οι λευκές, ετεροφυλόφιλες γυναίκες, αντίθετα, επιλέγουν για την ψυχαγωγία τους χώρους πιο “ακίνδυνους”, κλειστούς, προστατευμένους από εκδηλώσεις βίας οποιασδήποτε μορφής, όπως ένα κλειστό εμπορικό κέντρο ή ένα γυμναστήριο. Οι γυναίκες αυτής της κατηγορίας δίνουν μεγάλη σημασία στην εικόνα που έχουν οι άλλοι γι αυτές και φοβούνται το κουτσομπολιό, γεγονός που ενισχύει την επιθυμία τους να συχνάζουν σε “δημοφιλή” ή “καθωσπρέπει” μέρη διασκέδασης. Οι γκέι άνδρες και οι λεσβίες προτιμούν να επισκέπτονται χώρους στους οποίους αισθάνονται αποδεκτοί και ασφαλείς, όπως είναι ένα φιλικό σπίτι, ένα γκέι μπαρ ή ένα φιλικό προς αυτούς εστιατόριο. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να μας κάνει εντύπωση το γεγονός ότι όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε πολλές Ευρωπαϊκές πόλεις, ολόκληρες γειτονιές χαρακτηρίζονται “φιλικές προς τους γκέι” με σκοπό, όχι να αποκλείσουν τους ετεροφυλόφιλους, αλλά να εξασφαλίσουν από τη μία ότι οι γκέι που επιλέγουν να ζήσουν ή να διασκεδάσουν εκεί θα νιώθουν ασφαλείς και ευπρόσδεκτοι, και από την άλλη να αποθαρρύνουν ανθρώπους που δεν αποδέχονται την γκέι σεξουαλικότητα. Οι άνθρωποι διαφορετικού χρώματος, κουλτούρας και εθνικότητας επιλέγουν χώρους στους οποίους έρχονται σε επαφή με ανθρώπους με κοινά γνωρίσματα ούτως ώστε να τονίσουν την ιδιαιτερότητα της πολιτισμικής τους ταυτότητας και της γλώσσας τους και να προστατευτούν από ξεσπάσματα επιθετικότητας και ρατσισμού από άλλες φυλετικές και κοινωνικές ομάδες.
Είναι κοινός τόπος των περισσότερων ερευνών, ότι διαφορετικές κοινωνικές και φυλετικές ομάδες αισθάνονται ότι κινούνται σε ένα εχθρικό περιβάλλον από το οποίο επιχειρούν διαρκώς να προστατευτούν. Το τελευταίο διάστημα, λόγω της έξαρσης της πολιτικής βίας και της κοινής εγκληματικότητας, οι κάτοικοι της Αθήνας, αλλά και των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων, αισθανόμαστε με τον ίδιο τρόπο: αντιλαμβανόμαστε το δημόσιο χώρο ως κάτι εχθρικό, και προσπαθήσουμε να κλείσουμε το περιβάλλον έξω από τη ζωή μας. Η άποψη αυτή όμως, αν και ευρέως διαδεδομένη, είναι εντελώς ουτοπική.
Όταν οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν για το “περιβάλλον” εννοούν συνήθως τον φυσικό περίγυρο, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι το περιβάλλον δεν συνίσταται αποκλειστικά από το τοπίο που φαίνεται από το παράθυρό μας, από έναν ανεξάρτητο χώρο δηλαδή, τον οποίο ατενίζουμε από μακριά. “Περιβάλλον” δεν είναι μόνο ο φυσικός κόσμος, αλλά και το πνευματικό και πολιτιστικό πεδίο, και όλοι οι άνθρωποι που εμπλέκονται σε αυτό. Πρόκειται λοιπόν για ένα ενιαίο σύστημα, ένα πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει ανθρώπους και χώρους. Η διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα άτομα και στη φύση είναι αυτό ακριβώς που οδηγεί στη δραστηριοποίηση ενός πλήθους παραγόντων που δημιουργούν το υλικό, πνευματικό, και πολιτιστικό πλαίσιο. Ακόμα και το διαδίκτυο, με το πλέγμα συνδέσεων, σχέσεων κι επαφών που δημιουργεί, αποτελεί σήμερα αναπόσπαστο μέρος του περιβάλλοντός μας.
Αν υιοθετήσουμε αυτόν τον συλλογισμό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι ο χώρος μέσα στον οποίο διαδραματίζεται η ζωή όλων μας επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τόσο τις δυνατότητες εξέλιξής μας, όσο και την ποιότητα της ζωής μας. Η καθημερινότητά μας, η διάθεση και η ψυχική μας ισορροπία εξαρτώνται άμεσα από την αισθητική του φυσικού και πολιτιστικού πλαισίου. Η διαβίωση σε χώρους περιορισμένους, χωρίς επαρκές φως και αέρα, και ταυτόχρονα αποξενωμένους τόσο από τη φύση όσο κι από την τέχνη, χώρους όπου η έλλειψη ασφάλειας και η βία τείνουν να γίνουν ο κανόνας, οδηγεί στην απόκτηση μιας σειράς “συμπτωμάτων” που χαρακτηρίζουν κυρίως τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Κάποια μόνο από τα συμπτώματα αυτά, εύκολα αναγνωρίσιμα από όλους μας, είναι ο μόνιμος εκνευρισμός, το άγχος χωρίς συγκεκριμένη αιτία, η διαρκής αίσθηση σωματικής και ψυχικής κόπωσης, η απαισιοδοξία, η περιορισμένη δημιουργικότητα, οι φοβίες, η επιθετικότητα. Γι’ αυτό και στις οικολογικά αφιλόξενες μεγαλουπόλεις που ζούμε, η τέχνη σε όλες τις μορφές της, δεν είναι πολυτέλεια αλλά ένας σοβαρός τρόπος αναπλήρωσης της απουσίας αισθητικής απόλαυσης που θα μας παρείχε η καθημερινή επαφή μ' έναν όμορφο φυσικό περίγυρο.
Ειδικά στην περίπτωση των μεγάλων ελληνικών αστικών κέντρων τα τελευταία χρόνια ο μόνιμος πληθυσμός βιώνει την εξής ανατροπή: οι πλέον βαλλόμενες και καταπιεσμένες ομάδες, δηλαδή οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, έχουν καταλάβει συγκεκριμένες γειτονιές στις οποίες φοβάται να κινηθεί ακόμα και η κοινωνική ομάδα των νέων και μεσήλικων λευκών ανδρών που παραδοσιακά “ελέγχει” τις περισσότερες συνοικίες της πόλης. Αυτή ακριβώς η αντιστροφή της “φυσιολογικής” κατάστασης που επικρατεί στην πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών πόλεων, διευκολύνει στη χώρα μας την άνθηση ακραίων εθνικιστικών ομάδων, την προπαγάνδα μερίδας του τύπου, την ιδεολογική σύγχυση, και την ασυνάρτητη αντίληψη ότι αν καταφέρουμε να απαλλαγούμε από τους μετανάστες, θα εξαλειφθεί εν μία νυκτί τόσο η εγκληματικότητα, η γκετοποίηση κι ο κοινωνικός αποκλεισμός, όσο και η έντονη δυσφορία που νιώθουμε διαβιώνοντας σε αισθητικά αφόρητες τσιμεντουπόλεις.
Είναι γεγονός ότι η εισροή των μεταναστών επιδείνωσε προϋπάρχοντα προβλήματα και πρόσθεσε καινούργια, όπως είναι γεγονός ότι η ανάγκη ενός νομοθετικού μεταναστευτικού πλαισίου που θα προστατεύει ντόπιους κατοίκους, οικονομικούς μετανάστες και πρόσφυγες είναι απόλυτα επιτακτική. Το λάθος είναι να συνδέουμε αποκλειστικά την μετανάστευση με την χαμηλή ποιότητα ζωής στις μεγαλουπόλεις, θεωρώντας μοναδικούς υπεύθυνους για αυτήν τους “ξένους εισβολείς”.
Η προσπάθεια να διασφαλιστεί η δίχως κινδύνους και περιορισμούς κίνηση όλων των κατοίκων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, οικονομικής κατάστασης, σε κάθε σημείο της πόλης τους, είναι βασικό ζητούμενο κάθε πολιτισμένης κοινωνίας - δίχως όμως να ξεχνάμε ότι ακόμη και στις πιο “αναπτυγμένες” πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου παραμένει ένα άπιαστο ιδεώδες.
http://evastamou.blogspot.com/
Άλλα κείμενα της Εύας Στάμου στο bookpress.gr: