Της Εύας Στάμου
Ο κάθε λαός έχει την ψυχολογία και την ψυχοπαθολογία του. Και τα δυο εκδηλώνονται τόσο μέσα από μια σειρά χαρακτηριστικών που αφορούν τη συμπεριφορά σε δημόσιο χώρο: την επικοινωνία και τις κοινωνικές συμβάσεις που καθορίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, τις τάξεις, τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες και επαγγελματικές κατηγορίες, όσο και από τον τρόπο που οι πολίτες ορίζουν τη συλλογική και ατομική τους ταυτότητα: πώς περιγράφουν δηλαδή τους εαυτούς τους ως πολίτες της χώρας, πώς αντιλαμβάνονται το συλλογικό παρόν και παρελθόν, τις κοινές επιδιώξεις για το μέλλον, τη σχέση τους με τους θεσμούς, την εξουσία, τις σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες και τις σχέσεις της χώρας τους με άλλα κράτη.
Ένα από τα βασικά ψυχολογικά γνωρίσματα που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική σκέψη των Ελλήνων -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αποτελεί γνώρισμα και άλλων λαών- είναι η έντονη προσωπολατρία, η ατέρμονη αναζήτηση όχι ανθρώπων που θα φροντίσουν να λειτουργήσουν σωστά οι θεσμοί, αλλά ενός ηγέτη που στο πρόσωπό του θα συγκεντρώνονται όλα τα θετικά χαρακτηριστικά - με προεξέχον αυτό του ανδρισμού. Ο στιβαρός αυτός «πατέρας», που καταρχάς θα πρέπει να εμπνέει εμπιστοσύνη τόσο στους Έλληνες πολίτες όσο και στις πολιτικές ηγεσίες των άλλων χωρών, θα καθοδηγήσει τον λαό, θα προστατεύσει τα συμφέροντά του και τελικά θα σώσει τη χώρα από τους εχθρούς της, αφού αυτός με την ευφυΐα, τον δυναμισμό, και τον «τσαμπουκά» του θα την βγάλει από τα όποια αδιέξοδα.
Η αναζήτηση σωτηρίας στο πρόσωπο ενός ηγέτη σε συνδυασμό με την τάση μας να προβάλουμε ως λαός μια ομοιόμορφη εικόνα, αγνοώντας ή σκόπιμα αποκλείοντας μειονοτικές ομάδες από την επίσημη εκδοχή της Ιστορίας (Ρομά, Εβραίοι, Βλάχοι, Αρβανίτες), η ανασφάλεια και το κόμπλεξ που ακόμη εκφράζουμε απέναντι στους Τούρκους –και το οποίο μπορεί εύκολα μεν να εξηγείται αφού έχει τις ρίζες του σε ταπεινώσεις και προδοσίες του παρελθόντος αλλά σε κρίσιμες στιγμές αποτελεί σταθερή πηγή εκμετάλλευσης από διάφορους Εθνοπατέρες– και το μόνιμο άγχος μας ότι οι Ευρωπαίοι μάς υποτιμούν, μην αναγνωρίζοντας το ρόλο που οι πρόγονοί μας έχουν παίξει στην ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού, μας παρασύρουν συχνά να επαναλαμβάνουμε λάθη του παρελθόντος, κάνοντας κύκλους κι επιστρέφοντας κάθε τετραετία στους ίδιους πολιτικούς αρχηγούς, στα ίδια κόμματα, στην ίδια ανώριμη αντίληψη περί εξουσίας.
Γι’ αυτό, όταν ακούμε από μερίδα του τύπου αλλά και τους ίδιους τους πολίτες ότι απορρίπτουν τους θεσμούς, ότι η Ελληνική Δημοκρατία έχει αποτύχει, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι στην ουσία δεν αναφέρονται στο πολιτειακό και συνταγματικό μας πλαίσιο καθεαυτό, αλλά σε πρόσωπα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων τους – αφού, δυστυχώς, αρκετοί από άγνοια και κάποιοι άλλοι από επίβουλη σκοπιμότητα, τείνουν να συγχέουν τα πρόσωπα με τους θεσμούς.
Τον τελευταίο μήνα μεγάλος αριθμός πολιτών κάθε ηλικιακής ομάδας δηλώνει με την καθημερινή, ενεργή παρουσία του την απογοήτευσή και τη δικαιολογημένη αγανάκτησή του στην Πλατεία Συντάγματος (αλλά και σε πολλές άλλες πλατείες της χώρας). Πολλά έχουν γραφτεί και ακουστεί για το «κίνημα της πλατείας», καθώς και για τα διαφορετικά γκρουπς που συναποτελούν τους αγανακτισμένους διαδηλωτές. Όπως καθετί καινούργιο και διαφορετικό, συγκεντρώνει από τη μία θετικά σχόλια και από την άλλη έντονη δυσπιστία από μερίδα του τύπου και των πολιτών. Οι αντιδράσεις κυμαίνονται από την κολακεία της πλατείας, ως την πλατειο-φοβία και την απόρριψη.
Το γεγονός και μόνο ότι οι διαδηλωτές δεν υποκινούνται κομματικά, ούτε επιδιώκουν την προστασία των κομμάτων είναι από μόνο του πολύ θετικό και σηματοδοτεί μια στροφή σε έναν πιο ώριμο τρόπο πολιτικής σκέψης και δράσης, σύμφωνα με τον οποίο ο πολίτης αποδέχεται τις ευθύνες του και πάνω από όλα αρνείται να χρησιμοποιήσει τη μεσολάβηση των προσωποπαγών μηχανισμών για να κάνει τα αιτήματά του να ακουστούν.