Της Εύας Στάμου
«Αν θέλετε να γράψετε έργα βιώσιμα, πηγαίνετε κατ’ ευθείαν ν’ αντλήσετε τις εμπνεύσεις σας από την μεγάλη την αστείρευτη πηγή που λέγεται λαϊκή ψυχή. Τα πρότυπά σας δεν πρέπει να είναι τύποι ξενίζοντες, που δεν έχουν αυθύπαρκτον ζωή και η ζωή τους είναι μίμησις, αλλά πρέπει να είναι τύποι και μορφές γνησίως ελληνικές.»
Η προτροπή αυτή υπέρ της ελληνικότητας δεν προέρχεται από τον πρόσφατο λόγο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη ΔΕΘ, αλλά από την ομιλία του Ιωάννη Μεταξά κατά την απονομή των λογοτεχνικών βραβείων του 1940. Αν και το ακροατήριο του δικτάτορα σε κείνη την περίσταση αποτελείτο κυρίως από πνευματικούς άνδρες κι όχι από δημοσιογράφους, τραπεζίτες, κι εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων, το μήνυμά του εκκινά από τον ίδιο ρητορικό τόπο με τον λόγο του Αντώνη Σαμαρά: την επίκληση της “ελληνικότητας”.
Η «ελληνικότητα» αποτελεί έναν από τους πιο δυσερμήνευτους όρους για τον λόγο ότι διαφορετικοί άνθρωποι, ξεκινώντας από πολύ διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, του προσδίδουν διαφορετικές σημασίες. Αποτέλεσμα αυτής της πολυσημίας είναι ότι το καίρια ζητήματα της ιστορίας, της φιλοσοφίας, των τεχνών, ή της λογοτεχνίας προβάλλονται κάποιες φορές με τρόπο υπεραπλουστευτικό, ωθώντας στην άκριτη αποδοχή ή αντίθετα στην ισοπεδωτική απόρριψη οποιασδήποτε αναφοράς σε ζητήματα ελληνικότητας. Μια ιδιαίτερα περίπλοκη και σημαντική συζήτηση που συστηματοποιήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, κορυφώθηκε με την λεγόμενη γενιά του ’30, και συνεχίζεται υπό διαφορετικές μορφές ως τις μέρες μας, συχνά αγνοείται για χάρη μιας διανοητικά ρηχής αλλά εύκολα εξαργυρώσιμης -με ποικίλα “συντηρητικά” ή “μετανεωτερικά” ιδεολογικά πρόσημα- ρητορική της “ελληνικότητας”.
Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τον επίμαχο όρο «ελληνικότητα», είναι να προσέξει πώς ακριβώς λειτουργεί σε συγκεκριμένα πολιτισμικά, κοινωνικά, πολιτικά πλαίσια. Αντί ν’ αναζητούμε δηλαδή, την άυλη ουσία του, μάλλον είναι γονιμότερο να δούμε πώς, πότε κι από ποιους χρησιμοποιείται, και για να καλύψει ποιες επικοινωνιακές ανάγκες. Η πλήρης ανάλυση όλων αυτών των παραμέτρων είναι έργο τεράστιο, αφού εμπλέκει όλες σχεδόν τις ανθρωπιστικές επιστήμες - από την γλωσσολογία και τις πολιτισμικές σπουδές, ως την ιστορία της λογοτεχνίας και την κριτική της ιδεολογίας. Εδώ θα περιοριστώ σε λίγες μόνο παρατηρήσεις.
Ο Αντώνης Σαμαράς μίλησε περί ελληνικότητας σαν να πρόκειται για μία εσκεμμένα παραγκωνισμένη ποιότητα, της οποίας η επαναφορά στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής θα λύσει από μόνη της τα τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα. Για να λειτουργήσει αυτή η υπόθεση χρειάζεται να ισχύουν τουλάχιστον δύο πράγματα: πρώτον, ότι η ελληνικότητα δεν είναι απλό χαρακτηριστικό, αλλά μια ποιότητα, κάτι δηλαδή με εγγενή αξία. Δεύτερον, πως ό,τι προκάλεσε τα προβλήματα δεν έχει σχέση με την ποιότητα της “ελληνικότητας”. Ισχύει όμως κάτι από αυτά τα δύο;
Όσον αφορά το πρώτο “δεδομένο” οι πολιτικοί συνήθως ακολουθούν μία από τις παρακάτω συνταγές: η πρώτη είναι να αφήνουν τον όρο ανεξήγητο ώστε το κάθε μέλος του ακροατηρίου να προβάλει σε αυτόν ό,τι επιθυμεί: με τον τρόπο αυτό ο ομιλητής κερδίζει την ευρύτερη δυνατή αποδοχή για κάτι που δεν έχει πραγματική αξία, εφόσον στερείται περιεχομένου. Η δεύτερη είναι να παρουσιάζει την ελληνικότητα με βάση όχι το τι σημαίνει, αλλά με βάση το τι δεν είναι: το ξένο, το αλλότριο, το διαφορετικό, κ.ο.κ. Η τακτική αυτή πετυχαίνει στο μέτρο που το ακροατήριο είναι ήδη πεπεισμένο πως οτιδήποτε ξένο ισοδυναμεί με το κακό, και πως καθετί ελληνικό είναι οπωσδήποτε καλό. Η τρίτη συνταγή είναι να ταυτίζουν την ελληνικότητα με την αρετή (εντιμότητα, καλοσύνη, αξιοπρέπεια, εργατικότητα, αυτοθυσία, γενναιότητα) με τρόπο που να υπονοεί ότι αν κάποιος δεν διαθέτει ελληνικότητα δεν μπορεί να διαθέτει τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Ένα παρεπόμενο αυτού του συλλογισμού είναι ότι οποιαδήποτε άλλη κοινωνία, λαός ή οργανισμός που συναλλάσσεται με τη χώρα μας δεν μπορεί να κινείται από αγαθές προθέσεις εφόσον δεν διαθέτει αυτές τις αρετές όπως οι γνήσιοι Έλληνες. Εννοείται ότι την ίδια ρητορική περί “Ιταλικότητας” ακολουθούν οι Ιταλοί από τον καιρό του Μουσολίνι έως τον Μπερλουσκόνι, οι Βρετανοί όταν μιλούν για “Βρετανικότητα” από τον Λόυντ-Τζορτζ ως τον Ντέιβιντ Κάμερον, κ.ο.κ.
Κυριολεκτικά μιλώντας, το δεύτερο “δεδομένο” της ρητορικής της ελληνικότητας συνεπάγεται πως αν κάτι είναι ελληνικό τότε δεν παράγει προβλήματα αλλά τα λύνει - αφού με τόσες αρετές οι κάτοχοι της ελληνικότητας δεν θα μπορούσαν να ευθύνονται για τα δεινά τους. Προφανώς, κάθε καταπατητής δασικών εκτάσεων, κάθε φοροφυγάς με καταθέσεις στο εξωτερικό, κάθε αθλητικός παράγοντας που στήνει αγώνες, και κάθε μιζαδόρος δημοσίων έργων, εφόσον έχει το ίδιον της ελληνικότητας, δεν φέρει ευθύνες για όλα αυτά που αντιμετωπίζουμε - αντιθέτως, προβλήματα δημιουργούν μόνο οι αρνητές της ελληνικότητας.
Είναι πιθανώς καθησυχαστικό για ένα εθνικό ακροατήριο να ακούει πως για ό,τι πήγε στραβά φταίνε βασικά “οι άλλοι”. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι αυτού του είδους η ρητορική δεν μπορεί να αποτελεί τη βάση μιας ρεαλιστικής πρότασης ούτε σε επίπεδο έλλογης πολιτικής, ούτε σε επίπεδο πολιτισμού.
http://evastamou.blogspot.com/