Της Εύας Στάμου
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη (Γιώργος Σεφέρης, Αργοναύτες)
Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ταυτότητά τους ως μία αξία σταθερή που δεν μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Ο αναλλοίωτος τρόπος με τον οποίο βλέπουν τον εαυτό τους, τους κάνει να μην εμπιστεύονται ανθρώπους των οποίων η ταυτότητα μοιάζει μετέωρη ή ευμετάβλητη, όπως τους μετανάστες, χωρίς να συνειδητοποιούν ότι όλοι θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να βρεθούμε στη θέση τους.
Άλλωστε η πεποίθηση ότι το τι είμαι και το πώς είμαι δεν θα μπορούσαν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να είναι διαφορετικά, συνάδει με την έλλειψη φαντασίας. Αυτή η ανικανότητα ορισμένων να θέσουν νοητά τον εαυτούς τους σε ριζικά διαφορετικούς κοινωνικούς, ή επαγγελματικούς ρόλους, τους εμποδίζει να βιώσουν ενσυναίσθηση για τους άλλους.
Η «διαφορετικότητα», αν και πολυχρησιμοποιημένος όρος, ελάχιστες φορές κατανοείται ορθά – με αποτέλεσμα άλλοτε να θεωρείται ως απολύτως αρνητικός κι άλλοτε ως οπωσδήποτε θετικός.
Σε ένα εντελώς γενικό επίπεδο, κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός: κι αυτό γεννά το παράδοξο ότι όλοι έχουμε κάτι κοινό: είμαστε διαφορετικοί από τους άλλους. Δεύτερον, ανάμεσα σε άτομα της ίδιας ομάδας η διαφορετικότητα λαμβάνει συχνά θετικό πρόσημο, χαρακτηρίζοντας τα μέλη που ξεχωρίζουν με τις ικανότητές τους, και γι αυτό αξίζουν αναγνώριση ή επιβράβευση. Τρίτον, η διαφορετικότητα έχει την έννοια της απόκλισης από το κοινώς αποδεκτό ή από τον μέσο όρο. Ο διαφορετικός έχει την “υποχρέωση” να αλλάξει όχι μόνο τις συνθήκες που τον καθιστούν αλλιώτικο μα και τον ίδιο του τον εαυτό ώστε να πλησιάσει την “κανονικότητα” των άλλων. Σε αντίθετη περίπτωση η ευθύνη θεωρείται αποκλειστικά δική του. Γι αυτό δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί θεωρούν ότι οι οικονομικοί και πολιτικοί μετανάστες είναι οι ίδιοι υπαίτιοι για την θέση στην οποία βρίσκονται και για την “τύχη” τους.
Πριν επικρίνουμε οποιονδήποτε όμως επειδή αποκλίνει από κάποιον κοινωνικό κανόνα, θα ήταν ίσως χρήσιμο να σκεφτούμε τι νομιμοποιεί αυτόν τον κανόνα.
Ποια είναι τα επιχειρήματα, οι διαδικασίες, ή το περιεχόμενο των πεποιθήσεων που οδήγησαν στην διαμόρφωση ενός κανόνα για το ποιος αποτελεί μέλος μιας ομάδας -- και στην συγκεκριμένη περίπτωση, τι κάνει κάποιον Έλληνα πολίτη, ή απλά “άξιο” να ζει και να εργάζεται στη χώρα μας. Ίσως διαπιστώσουμε ότι οι συνιστώσες ενός τέτοιου υπόρρητου κανόνα, εκτός νομικού πλαισίου, σπάνια αποτελούν την κατάληξη ενός ορθολογικού στοχασμού για το τι είμαστε, και συχνότερα αποτελούν παράγωγο μιας μακράς και περίπλοκης διαδικασίας εσωτερίκευσης διαφόρων, ενίοτε αντιτιθέμενων, ιδεωδών.
Το κοινό πολιτικό και νομικό καθεστώς που ενώνει όσους ζουν και δουλεύουν σε αυτή τη χώρα, η κοινή γλώσσα κι η κοινή κουλτούρα που διαμορφώνουμε και μοιραζόμαστε στο παρόν, θεωρείται από ορισμένους ότι δεν επαρκούν για να έχει κάποιος το δικαίωμα να ζει νόμιμα στη χώρα μας, αφού ισχυρίζονται ότι αυτό που έχει πρωτεύουσα σημασία είναι η κοινή ιστορία. Το περιεχόμενο της “κοινής” ιστορίας” μπορεί να εκλαμβάνεται μάλιστα με πολύ περιορισμένο τρόπο, ώστε να θέτει την θρησκευτική πίστη ως κύριο κριτήριο, ενώ στις ακραίες εκφάνσεις της η άποψη αυτή επικαλείται ως γνώμονα μετοχής στην κοινή ιστορία την “καθαρότητα” της φυλής που διασφαλίζει η επίπλαστη ουσία ενός εθνικού DNA .
Το ερώτημα όμως είναι τι συμβαίνει με όσους αφενός δεν πιστεύουν σε πλασματικές ουσίες, αφετέρου προβληματίζονται για τον ορθό τρόπο εξέλιξης μιας κοινωνίας ανοικτής στην διαφορετικότητα. Ενδεικτικό της αμηχανίας που συνεχίζει να κυριαρχεί σε αυτό το πεδίο είναι το γεγονός ότι η μετανάστευση αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα από τα παροδικά θέματα με τα οποία κάποιες στιγμές κατακλύζεται η ειδησεογραφία, ενώ κάποιες άλλες στιγμές σχεδόν εξαφανίζεται από την μιντιακή επικαιρότητα, λες και όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την μετανάστευση έχουν ως διά μαγείας επιλυθεί. Οι μέρες μνήμης και οι συναφείς εκδηλώσεις συνεχίζονται, αλλά σε μία Ευρώπη που πλήττεται από την χρηματοπιστωτική κρίση, δυστυχώς το μεταναστευτικό έχει παραγκωνιστεί ως ένα θέμα που υποτίθεται ότι δεν αφορά όλους μας. Γι αυτό, αν και ακούγεται κοινότοπο, η Παγκόσμια Ημέρα του Μετανάστη, αποτελεί μια σημαντική αφορμή για να σκεφτούμε όχι μόνο ποιος είναι ο “ξένος” αλλά και ποιοι είμαστε εμείς που με την ψήφο μας, τις πράξεις μας, ή την αδιαφορία μας, καθορίζουμε σε μεγάλο βαθμό την δυνατότητα κάποιων ανθρώπων να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία και να αναπτυχθούν ως ισότιμα μέλη της.