Της Εύας Στάμου
Από τη Γαλλία ως τη Ουγγαρία, και από την Ελλάδα ως τη Φινλανδία αυτό που φαίνεται να χαρακτηρίζει τους οπαδούς των ακροδεξιών κομμάτων είναι η νοσταλγία για ένα ειδυλλιακό παρελθόν, η επιθυμία επιστροφής στα παλιά, «λευκά», ομοιογενή Ευρωπαϊκά κράτη, πριν την εποχή της οικονομικής κρίσης και της εκτεταμένης μετανάστευσης. Η νοσταλγία αυτή όμως, όπως και το παρελθόν που επικαλείται, είναι επινοημένη.
Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι σύμφωνα με την ακροδεξιά η κοινωνία στην οποία οι ίδιοι μεγάλωσαν περιείχε ήδη «τον εχθρό» –τους κομμουνιστές, τους άθεους, τους κεντρώους, τους αμερικανόφιλους, ή τους ομοφυλόφιλους– και μέγιστο χρέος του εθνικιστικού μετώπου είναι να αποβάλλει από την πατρίδα κάθε «ξένο» σώμα.
Αυτό που ήρθε να προστεθεί τα τελευταία χρόνια στην εθνικιστική μαγιά, είναι η μισαλλόδοξη ρητορική όσον αφορά το ζήτημα της μετανάστευσης, με ιδιαίτερη έμφαση στην απειλή του Ισλάμ – στη Γαλλία, άλλωστε, η Ισλαμοφοβία που έχει αντικαταστήσει τα τελευταία χρόνια τον αντισημιτισμό έδωσε πριν λίγες μέρες στην Μαρίν Λεπέν ποσοστά που άγγιξαν το 19%, τοποθετώντας το κόμμα της στην τρίτη θέση.
Όντως, τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει ή επιδεινώσει η μαζική εισροή μεταναστών είναι σημαντικά, και οι επιπτώσεις τους μπορεί να είναι δραματικές για την ποιότητα ζωής, ακόμη και την επιβίωση, τόσο των παράνομων μεταναστών όσο και των μόνιμων κατοίκων της Αθήνας, της Πάτρας, κι άλλων μεγάλων πόλεων. Το πώς στέκεται όμως κανείς απέναντι σε ένα κοινωνικό πρόβλημα εξαρτάται από την ηθική του ευαισθησία, την ιστορική του γνώση και την πολιτική του αντίληψη.
Εξαρτάται επίσης σε μεγάλο βαθμό από την διάθεσή του να κατανοήσει πραγματικά τι φταίει για διάφορα ζητήματα, από την παντελή έλλειψη υποδομών, ή την άτακτη δόμηση ιδιωτικών και δημόσιων κτηρίων στις ελληνικές πόλεις, μέχρι το παρεμπόριο και τις πρακτικές επάνδρωσης των σωμάτων ασφαλείας, ή της ξενοφοβικής και ρατσιστικής ιδεολογίας που ευδοκιμεί στον κατασταλτικό βραχίωνα της αστυνομίας.
Η άκρα δεξιά στην Ελλάδα προϋπήρχε οποιουδήποτε διακρατικού ταξιδιωτικού συμφώνου, ή της παράνομης μετανάστευσης των τελευταίων ετών. Η παράβλεψη αυτής της τόσο απλής όσο και δυσάρεστης αλήθειας μπορεί να οδηγεί σε λάθος συμπεράσματα για την έντονη δημοσκοπική παρουσία ακροδεξιών και Νεοναζιστικών σχημάτων, όπως της Χρυσής Αυγής.
Μπορεί οι λόγοι που επικαλούνται για την προτίμησή τους όσοι φλερτάρουν με την Χρυσή Αυγή να είναι η «κατάληψη» του ιστορικού κέντρου της Αθήνας από τους μετανάστες, αλλά οι αιτίες της αντιδημοκρατικής επιλογής τους είναι πολλές και δεν εντοπίζονται μόνο στο παρόν.
Η λεγόμενη «κοινωνική δράση» ακροδεξιών ομάδων την περίοδο της μεταπολίτευσης είναι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ιδιαίτερα πλούσια: περιλαμβάνει απόπειρες ανθρωποκτονίας, σωματική κακοποίηση δημοσιογράφων, ξυλοδαρμούς μαθητών και φοιτητών, και πλήθος εμπρησμών ή άλλων καταστροφών σε πολιτικά γραφεία. Η παντελής άγνοια, όμως, από πολλούς νέους, βασικών στοιχείων για τη βίαιη δράση του ακροδεξιού κινήματος στη χώρα μας παρέχει πρόσφορο έδαφος σε όσους προσπαθούν να τους εκμεταλλευτούν προκειμένου να ικανοποιήσουν προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες. Ο συνδυασμός της επικράτησης θεωριών συνωμοσίας και της διαστρέβλωσης της ιστορικών γεγονότων (η οποία χαρακτηρίζει τα μανιφέστα φασιστικών ομάδων και που πλέον έχει παρεισφρήσει στην καθημερινή «παιδεία» που προσφέρουν εθνικιστικά μπλογκ και κάποιοι τηλεοπτικοί σταθμοί), δίνει μια ψευδή, παραμορφωτική εικόνα της πραγματικότητας που ευνοεί τα παρανοϊκά σενάρια με τα οποία τροφοδοτείται συστηματικά το ακροδεξιό κοινό. Κορυφαίο παράδειγμα αυτών των σεναρίων είναι η άρνηση του ολοκαυτώματος που εκφράζεται μέσα από την απόφαση της Χρυσής Αυγής να μην καταθέτει στεφάνι στις εθνικές επετείους για τα θύματα της Ναζιστικής κατοχής στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο.
Ο χειρισμός από επιτήδειους ατόμων ανώριμων και αδύναμων –ηθικά αλλά και διανοητικά όπως έχει συχνά καταδειχθεί σε δίκες ακροδεξιών– οδηγεί στην στρατολόγηση διαρκώς νέων μελών που χωρίς να έχουν μια σαφώς διαμορφωμένη ιδεολογία, νιώθουν έντονα την επιθυμία, από τη μία να αντισταθούν στο υπάρχον σύστημα που τους έχει θέσει στο περιθώριο, κι από την άλλη να ανήκουν σε κάποια ομάδα που μπορεί να τους παρέχει άμεσα οφέλη. Τα ακροδεξιά γκρουπ προσφέρουν στους νεαρούς αυτούς την ευκαιρία να εκτονώσουν τα αισθήματα θυμού, αδικίας και μειονεξίας που νιώθουν, στρέφοντάς τους κατά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, υποδεικνύοντάς τους τον «αληθινό εχθρό».
Έτσι κι αλλιώς οι νεαροί αυτοί προέρχονται από οικογένειες που κινούνται σε ένα κοινωνικό περιβάλλον χωρίς σύνθετο ή ανεπτυγμένο σύστημα αξιών, με μόνο πολιτικό κριτήριο το ευκαιριακό βόλεμα των ημέτερων. Μην έχοντας την ευκαιρία να αναπτύξουν την κοινωνική τους συνείδηση και να ευαισθητοποιηθούν όσον αφορά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, αναζητούν εύκολες απαντήσεις και γρήγορες λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας και την αίσθηση ότι ελέγχουν οι ίδιοι δυναμικά το παρόν και το μέλλον τους. Εδώ εμφανίζονται οι ακροδεξιές ομάδες οι οποίες αναλαμβάνουν την «εκπαίδευσή» τους με ολέθρια για τους ίδιους και το πολιτικό μας σύστημα αποτελέσματα.
Επιπλέον η τάση μερίδας του τύπου, αλλά και κάποιων πολιτικών, να «ντύνουν» βιαιοπραγίες και άλλες παραβιάσεις του ποινικού κώδικα από «αγανακτισμένους» πολίτες μ’ ένα μανδύα «επαναστατικότητας», οδηγεί στην ιδεολογική νομιμοποίηση και τον εξωραϊσμό της βίας στα μάτια πολλών ατόμων που δρουν στον ακροδεξιό χώρο.
Χρήσιμα κείμενα
Βασιλική Γεωργιάδου, Η άκρα δεξιά και οι συνέπειες της συναίνεσης, Καστανιώτης, 2008.
Σταύρος Ζουμπουλάκης, Ανίερη συγκυβέρνηση, Πόλις, 2011.
Σταύρος Σταυρίδης, Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2010.
http://evastamou.blogspot.com/