
Της Εύας Στάμου
Το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου μια τεράστια ανθρώπινη αλυσίδα που προκαλούσε την έκπληξη των περαστικών, πεζών και τροχοφόρων, περικύκλωσε την εκκλησία στην κεντρική πλατεία του Χάρβαρντ, όπου παρουσιάστηκε το πρόσφατο βιβλίο του Σαλμάν Ρασντί με τίτλο Joseph Anton: Α Memoir*.
Η παρουσίαση του Ρασντί στο Χάρβαρντ ήταν από τα πλέον διαφημισμένα γεγονότα της φθινοπωρινής σεζόν. Τα εισιτήρια για την εκδήλωση κόστιζαν τριανταπέντε δολάρια ενώ η συνηθισμένη τιμή για παρόμοιες εκδηλώσεις δεν ξεπερνά τα πέντε. Θέμα της πρωτότυπης αυτοβιογραφίας του Ρασντί είναι οι περιπέτειες του συγγραφέα τα δώδεκα χρόνια που διήρκεσε η καταδίωξή του από το Ισλαμικό καθεστώς της Τεχεράνης, που το 1989 τον καταδίκασε σε θάνατο για το βιβλίο του Σατανικοί Στίχοι.
Το κοινό - ένα κράμα φοιτητών, πανεπιστημιακών και βιβλιόφιλων που κατέφτασαν από όλα τα σημεία της Βοστόνης - υποδέχεται τον Ρασντί με ενθουσιασμό. Η συζήτηση με την Κινέζα συγγραφέα Gish Jen αρχίζει με αναφορές στην φήμη του ως ‘γυναικά’, ίσως για να σπάσει ο πάγος. Ο Ρασντί μοιάζει να ντρέπεται, αυτοσαρκάζεται και κάνει χιούμορ με το κοινό που ανταποκρίνεται θετικά.
Πολύ γρήγορα η συζήτηση περνάει στις περιπέτειες του, κατά τη διάρκεια του δωδεκάχρονου αποκλεισμού του. Τα περιστατικά που περιγράφει είναι από ενδιαφέροντα έως γαργαλιστικά. Αναφέρεται στην Σκότλαντ Γιάρντ, τις συζητήσεις του με άντρες των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας, της Γαλλίας, και της Αμερικής, σε αστεία περιστατικά που συνέβησαν ανάμεσα στον ίδιο και τους αστυνομικούς που τον συνόδευαν σε κάθε του βήμα, στα ακραία μέτρα που αναγκαζόταν να λαμβάνει καθημερινά προκειμένου να προστατεύσει εκτός από τον εαυτό του, τον γιο, την οικογένεια, τους φίλους, και τους στενούς συνεργάτες του.
“Επέλεξα την τεχνική του τρίτου προσώπου”, λέει ο Ρασντί, “διότι αισθανόμουν ότι η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι ιδιαίτερα ναρκισιστική για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο. Αν το κείμενο ήταν μυθοπλασία δεν θα είχα πρόβλημα να χρησιμοποιήσω το πρώτο πρόσωπο.” Και συνεχίζει: “Η νουβέλα μου αφορά συνηθισμένους ανθρώπους που βρέθηκαν σε ασυνήθιστες καταστάσεις. Τα ΜΜΕ ωραιοποίησαν το συμβάν μόνο και μόνο επειδή βρισκόμουν υπό την προστασία της μυστικής αστυνομίας αντί να τονίζουν την πρωτόγονη, μεσαιωνική, παράλογη επίθεση που δέχτηκα. Η ιστορία μου ήταν μια περιθωριακή ιστορία μέχρι που έγινε η ιστορία του μέσου ανθρώπου λόγω της επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους. Μια ιστορία που απ’ έξω φαίνεται ενδιαφέρουσα, μα από μέσα είναι τρομαχτική και απόλυτα περιοριστική”.
Με εξαίρεση μια σύντομη αναφορά στα υπέροχα φοιτητικά του χρόνια στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και στη φιλία του με τον Ε.Μ. Φόρστερ, η κουβέντα επικεντρώνεται στα γεγονότα από την περίοδο της φατά. Δεν γίνονται ιδιαίτερες αναφορές στη διαδικασία της συγγραφής και είναι πλέον φανερό ότι το κοινό αντιμετωπίζει τον Ρασντί περισσότερο σαν διασημότητα και λιγότερο ως τεχνίτη της γραφής.
Διαβάζοντας το βιβλίο θαυμάζω την αριστοτεχνική γλώσσα για την οποία είναι γνωστός ο Ρασντί, όμως οι τόσες λεπτομέρειες για τα προσωπικά του, τους φίλους, τους συνεργάτες από τον εκδοτικό χώρο, τις γυναίκες της ζωής του με κουράζουν. Έχω την εντύπωση ότι τα περιστατικά που αφηγείται αφορούν έναν στενό κύκλο ανθρώπων που ζουν στο κεντρικό Λονδίνο, κι ότι σε κάποιες περιπτώσεις κινούνται στο επίπεδο του κουτσομπολιού.
Οι παράγραφοι που αναφέρονται στην εφηβεία και τα δύσκολα μαθητικά χρόνια του συγγραφέα, τα σχόλιά του για τον ρατσισμό και την αίσθηση αποξένωσης που είναι επόμενο να βιώνει κάθε μετανάστης που έρχεται από τον τρίτο κόσμο στην Ευρώπη (ο Ρασντί έφτασε στη Βρετανία από τις Ινδίες σε ηλικία 14 ετών) είναι αυτά που αποζημιώνουν τον λάτρη της σύγχρονης πεζογραφίας.
Τα κεφάλαια, δηλαδή, όπου αντί για τις μακροσκελείς περιγραφές, επικρατεί η ενδοσκόπηση, έχουν μεγαλύτερη αξία για τον συστηματικό αναγνώστη της λογοτεχνίας που δεν αναζητά απλά “μια περιπέτεια για συνηθισμένους ανθρώπους σε ασυνήθιστες καταστάσεις”, όπως είπε χαρακτηριστικά ο Ρασντί, αλλά που ενδιαφέρεται πραγματικά για το πώς διαμορφώθηκε η ταυτότητα του συγγραφέα μέσα στα χρόνια.
* Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση Έλλης Συλογίδου. (ΣτΕ)