Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Θυμάμαι την καθημερινή εκείνη του Φεβρουαρίου, τη μέρα της κηδείας του Γιώργου Ιωάννου, μια μέρα με κρύο και χιονόνερο, καθώς πηγαίναμε προς στην Αγιά Σοφιά, πριν από χρόνια. Εικοσιεννιά χρόνια. Να όμως που η οικογένειά του κράτησε όλα αυτά τα χρόνια το σπίτι του στα Εξάρχεια –οδός Δεληγιάννη– πληρώνοντας ενοίκια και ανατιμήσεις, μέχρι που ήρθε η ιμερτή μέρα και δόθηκε λύση στο πρόβλημα. Το αρχείο του σημαντικού συγγραφέα, η μόνη κληρονομιά, στεγάσθηκε στον γενέθλιο τόπο και άνοιξε την Κυριακή απόγευμα για το κοινό, στον έκτο όροφο του Βαφοπούλειου.
Στα εγκαίνια ήρθε κόσμος πολύς που διάβαζε και αγαπούσε τα βιβλία του. Ήρθαν να τον χαιρετήσουν στο σπίτι του. Απαγγέλθηκαν ποιήματα και ακούστηκαν ηχητικά ντοκουμέντα και ομιλίες και μουσική απόδοση ποιημάτων, όλα αυτά στο μικρό θεατράκι και μετά άρχισε να στριμώχνεται ο κόσμος στα ασανσέρ για τον έκτο, για το αρχείο. Μεγάλη έκπληξη ο σοφά διευθετημένος χώρος. Το γραφείο του “ποιητή”, τα βιβλία του, οι πίνακες, το κρεβάτι με τη μπάντα στον τοίχο, τα χειρόγραφα των έργων του, φωτογραφίες, δίσκοι, αφίσες ήταν τα πράγματα και σήμαιναν κάτι που έπρεπε να αποκρυπτογραφήσουμε. Περιδιαβάζαμε μουδιασμένοι νιώθοντας το δικό μας αίμα, βαθιά μέσα μας τη ζεστή συγκίνηση, κάνοντας εδώ κι εκεί πηγαδάκια – σίγουρα δεν παράπεσαν τα πράγματα στο Μοναστηράκι κι ούτε στο Μπιτ παζάρ, όπως συμβαίνει με τα κατάλοιπα λιγότερο τυχερών συγγραφέων, είχε παρατηρήσει ο γνωστός δημοσιογράφος στην επιμελημένη του παρουσίαση.
Και τώρα μόνοι, Γιώργο Ιωάννου...
Και τώρα μόνοι, Γιώργο Ιωάννου, σκεφτόμουν. Όπως εκείνος επισκεπτόταν –κατά τα γραφόμενά του– την προσφυγική Παναγία, τη Ρευματοκρατόρισσα, στην Αχειροποίητο, σε δυσκολίες και χαρές, και τα λέγανε σαν να πήγαινε επίσκεψη σε καμιά θεία του, «να χαϊδευτεί», ή στη γιαγιά του, έτσι κι εμείς να ερχόμαστε επίσκεψη, να συναντούμε τη γραφή σου, το σοβαρό και μελετημένο ύφος σου και τα θυμόσοφα σχόλια.
Η Δήμητρα, η μικρή αδερφή του ποιητή, μια ωραία μελαχρινή κυρία με κάτασπρα μαλλιά, είχε καθίσει κουρασμένη σε μια από τις πολυθρόνες στο σαλονάκι και νιώθοντας τόσο οικεία επιτέλους στο νέο αυτό αγαπημένο σπίτι, απαντούσε χαμογελώντας στις ερωτήσεις μου. Ναι, από την Ανατολική Θράκη ήταν και έκαναν –η οικογένειά της– γλυκά, σοροπιαστά στην «πατρίδα», εξ ου και το παρατσούκλι του πατέρα, «Σορολόπης», που κατάληξε να γίνει το επίθετό τους – αλλά ο Γιώργος δεν ήθελε, ντρεπόταν στο δημοτικό, και το αλλάξαμε. «Ελάτε για καφέ, θα σας πω κι άλλα...».