
Του Παναγιώτη Γούτα
Επισκεπτόμενος ένα bazaar βιβλίων στην πόλη μου, έπεσα πάνω στο λεύκωμα του Ηλία Πετρόπουλου με τον τίτλο «Ελλάδος κοιμητήρια» (Κέδρος, 2005). Η νέα του τιμή εξευτελιστική. «Ποτέ ο θάνατος δεν ήταν τόσο φτηνός!» σκέφτηκα και το αγόρασα. Ξεφυλλίζοντάς το, μέσα από εκατοντάδες ασπρόμαυρες φωτογραφίες κοιμητηρίων (τραβηγμένες είτε από τον ίδιο τον συγγραφέα είτε από φίλους του, κυρίως συγγραφείς) ένιωσα το χέρι του θανάτου να μου αγγίζει τον ώμο.
Η παράθεση των ενοτήτων των φωτογραφιών σχετιζόταν με τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε ο συγγραφέας. Έτσι, ως υπότιτλο της ενότητας «Αθήναι και Πειραιάς», διαβάζουμε τη σημείωση: «2-7-2002: σειρά κωλικών νεφρού (αρχίζω να κολλάω τις λεζάντες)». Με πρώτη φωτογραφία την Κοιμωμένη του Βιτσάρη (φωτογραφημένη το 1967) αρχίζει η παράθεση των νεκρικών εικόνων, να διαδέχεται η μία την άλλη. Οικογενειακοί τάφοι και Μαυσωλεία. Επιτύμβιες στήλες διαφόρων ειδών. Τάφοι με προτομές. Αστικοί και μεσοαστικοί τάφοι. Τάφοι του παλιού νεκροταφείου στην Βαγγελίστρα της Θεσσαλονίκης. Σαρκοφάγοι και αρχαίες στήλες. Τάφοι σε επαρχιακά νεκροταφεία. Έρημα κοιμητήρια, μικρά και μεγάλα. Νησιώτικα μνήματα γεμάτα άρκλες. Αλλά και φέρετρα, γραφεία κηδειών, επιτάφιοι και φερετροποιεία.
Οι στάχτες του, ύστερα από επιθυμία του, θα ριχτούν στους υπονόμους του Παρισιού.
Τα κιβουρτζίδικα της Θεσσαλονίκης, απέναντι στο φαρμακείο του Πεντζίκη, σε ευκρινή φωτογραφία του 1915, στην οδό Εγνατίας. Και νεκροφόρες, δεσποτικοί τάφοι, κηδειόσημα. Μέχρι φωτογραφίες με κομμένα κεφάλια ληστών ή ανταρτών από την εποχή του Εμφυλίου. Και στο τέλος, ενδεικτικά, πίνακες ζωγράφων ή έργα γελοιογράφων, που σατιρίζουν ή διακωμωδούν τον θάνατο, σχετίζοντάς τον με πρόσωπα της πολιτικής επικαιρότητας περασμένων δεκαετιών. Στις ενότητες ακολουθούν, ως υπότιτλοι, και άλλες φράσεις του συγγραφέα για την πρώτη και δεύτερη εγχείριση στις οποίες υποβλήθηκε, μέχρι τη σοκαριστική διαπίστωση της σελίδας 253: «26-7-2002 – συνάντηση με τον γιατρό: Πάσχω από καρκίνο!». Λίγους μήνες μετά, το 2003, θα πεθάνει και οι στάχτες του, ύστερα από επιθυμία του, θα ριχτούν στους υπονόμους του Παρισιού.
Το λεύκωμα του Πετρόπουλου, ο οποίος ταξινομούσε με απίστευτη νοικοκυροσύνη εικόνες και τόπους θανάτου, ενώ επιδεινωνόταν η κατάσταση της υγείας του και οδηγούνταν στο μοιραίο, είναι μια άρτια διατριβή θανάτου. Παντού είναι αποτυπωμένο το ιδιαίτερο βλέμμα του συγγραφέα, αιχμηρό, πάντα αιρετικό αλλά και κάπως θλιμμένο, εμβαθύνοντας και επικεντρώνοντας στο αναπόφευκτο ενός τέλους που πλησιάζει. Είναι μια ελεγεία, ένας ύμνος στην ανθρώπινη ματαιότητα. «Πάνω από το Χάρο κανείς δε στέκει· ούτε ο Θεός» σημειώνει ο Πετρόπουλος ως μότο στην πρώτη χρωματιστή σελίδα του λευκώματος. Κι εγώ θυμάμαι τον τίτλο μιας συλλογής ενός αγαπημένου, θανόντα ποιητή, του Γιάννη Βαρβέρη, που επίσης τον απασχόλησε έντονα ο θάνατος στο αξιολογότατο έργο του, ίσως και λόγω της φιλάσθενης κράσης του και του νοσοφοβικού χαρακτήρα του. Ο θάνατος το στρώνει.
Όμως ο θάνατος το στρώνει και στην ελληνική λογοτεχνία, παλιότερη και νέα, αφού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέματά της. Ο Μέγας ων, όπως τον αποκαλούσε ο Βαφόπουλος στα ποιήματά του. Τι να πρωτοθυμηθούμε και από πού να πρωτοξεκινήσουμε; Τα Εγκώμια της Μεγάλης Εβδομάδας και τα Τροπάρια του Ιωάννη Δαμασκηνού που χρησιμοποιούνται στη νεκρώσιμη ακολουθία, είναι λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά αριστουργήματα, σπάνιας δύναμης και έντασης. Ο Παλαμάς με τον συγκλονιστικό του «Τάφο», συνομιλεί με τον πεθαμένο, τετράχρονο γιο του, τον Άλκη, σ' ένα εκτενές ποίημα που προκαλεί ρίγος. Ο Ρίτσος με τον «Επιτάφιό» του, τα θανατόφιλα κρεβάτια του Βαφόπουλου και οι πεισιθανάτιοι στίχοι του Καρυωτάκη, επίσης. Ο Σολωμός με τα κεριά, τις νεκρικές μορφές και τα χλομά πρόσωπα των ηρώων του, ύμνησε κι αυτός τον θάνατο. Ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου, το ίδιο. Ο μέγας Σαχτούρης, που ο θάνατος του τηλεφωνούσε καθ' οδόν. Ο Γιώργος Κάτος, που, μεθυσμένος, πηδούσε το τοιχάκι των κοιμητηριών της Αναστάσεως του Κυρίου, για να συνομιλήσει με τον πεθαμένο πατέρα του. Ένα σπαραχτικό ποίημα της Ζωής Σαμαρά για την πεθαμένη κόρη της, κι αυτό φτάνει αβίαστα στη μνήμη. Η συλλογή «Όροφος μείον ένα» της καλής θεσσαλονικιάς ποιήτριας Ευτυχίας Λουκίδου για αγαπημένα και συγγενικά πρόσωπα που λιώνουν αργά από ακτινοβολίες, σε νοσοκομεία και αντικαρκινικά κέντρα, χτυπημένα από την επάρατο νόσο, είναι, αν μη τι άλλο, ένα αληθινό βιβλίο. Η συνομιλία του Περικλή Σφυρίδη με τον πεθαμένο πεθερό του αλλά και τον πρόωρα χαμένο Αλμπέρτο Ναρ, τον καλό πεζογράφο της πόλης μας και φίλο του συγγραφέα, κι αυτά συγκλονιστικά. Το «Των κεκοιμημένων» του Μίγγα και τα γράμματα του Ηλία Κουτσούκου στην πεθαμένη μάνα του, βιβλία αξεπέραστα. Κι άλλα κι άλλα πολλά που η ανάκληση στη μνήμη είναι πάντα συγκινητική αλλά και επώδυνη.
Ο θάνατος μάς ξεπερνά όλους, σκέφτομαι, κλείνοντας το λεύκωμα. Ο θάνατος σκέπει τους πάντες και τα πάντα. Είναι η πιο οδυνηρή πραγματικότητα, η πιο σκληρή αλήθεια της ύπαρξής μας. Το περιπαιχτικό δίστιχο που τραγουδούσαμε, όντες ανέμελοι έφηβοι, κάνοντας καζούρα στους πεθαμενατζήδες της πόλης, που ξενυχτούσαν στα γραφεία τελετών περιμένοντας την επόμενη κηδεία για να βγάλουν τον επιούσιο, δε νομίζω πως απαλύνει ούτε αποφορτίζει την όλη κατάσταση. Το «Δεν θα πεθάνουμε ποτέ / κουφάλα νεκροθάφτη!» αποτελεί, πλέον, μια ουτοπική ψευδαίσθηση, μια ξεθυμασμένη νεανική πλάκα, ένα ανίσχυρο, εφηβικό ξόρκι, που δεν πιάνει, δεν φοβίζει πια κανέναν. Όλοι κάποτε θα πεθάνουμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ωστόσο, μέσα στον ζόφο και στη θανατίλα που μας περιβάλλουν, θα τολμήσω να αποφορτίσω το κλίμα με ένα μικρό πεζό μου που σκάρωσα, μόλις φέτος το καλοκαίρι, επισκεπτόμενος το μαγικό Ναύπλιο. Αν ζούσε ο Ηλίας Πετρόπουλος, θα του το ταχυδρομούσα ως συμπλήρωμα στο λεύκωμά του, για μελλοντική επανατύπωση, συνοδευόμενο φυσικά από τις σχετικές φωτογραφίες:
Πηγαίνοντας στο Ναύπλιο για βραδινή περιήγηση, η ματιά μου σκάλωσε σε μία επιγραφή. «Γραφείο τελετών, ο Τζίμυς. Ανοιχτά όλο το εικοσιτετράωρο». Άθελά μου ήρθε στον νου μου μια άλλη επιγραφή γνωστού θεσσαλονικιώτικου οίκου τελετών. «Γραφείο τελετών, ο Μπαμπούλας. Από το χίλια εννιακόσια τόσο στην πόλη μας». Σκέφτηκα πως, εδώ, ο θάνατος είναι πιο σκαμπρόζικος και ανάλαφρος απ' ό,τι στον Βορρά. Έχει κάτι το ανέμελο, το νεανικό και το μοντέρνο. Είναι τελείως διαφορετικό να σε απιθώνει απαλά στο χώμα ένας κάποιος Τζίμυς, από το να σε θάβει ο Μπαμπούλας!