
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Γνωριστήκαμε στην Διεθνή έκθεση βιβλίου, στην πόλη μου, μπρος στο σταντ του Ροδακιού όπου είχες εκδώσει τότε το Γιατρό από τη Βιέννη κι εγώ Στη μάνα του νερού. Ανταλλάξαμε τα βιβλία μας με αφιέρωση, εγώ γεμάτη προσδοκίες για την τύχη του πρώτου βιβλίου κι εσύ συγκρατημένη - είχες πίσω σου δρόμο μακρύ στην ποίηση και στη ζωγραφική, στη δραματουργία και στο παραμύθι, στα διηγήματα, στις μεταφράσεις και στο μυθιστόρημα. Πολυβραβευμένη, καταξιωμένη, μια τυχερή γυναίκα.
Επικοινωνούσαμε με μηνύματα ηλεκτρονικά που γεφυρώνονταν με επισκέψεις ανάμεσα στα άλλα ταξίδια σου ξανά και ξανά στη Θεσσαλονίκη, καλεσμένη κάθε τόσο από συλλόγους και σε συνέδρια ή σταθερά καλεσμένη στη Διεθνή Έκθεση. Και μια δική μου επίσκεψη υπήρξε μια φορά, στη Λευκωσία, μαζί και μια παρουσίαση του βιβλίου μου στον ΚΟΧΛΙΑ, στο δικό σου βιβλιοπωλείο, από σένα βέβαια με τη γνωστή σου γενναιοδωρία, και αυτή την παράξενη ακτινοβολία ενός πνευματικού ανθρώπου με γνώση και καλοσύνη.
Και τα μηνύματα συνεχίστηκαν - ευχές και ποιήματα και φωτογραφίες ταξιδιών και μικρά κείμενα ή ανήσυχες αιτιάσεις κάποτε- από μένα κυρίως για τη δύσκολη δημιουργικότητα τη δική μου ή τον αρνητισμό των εκδοτών. Τα νέα βιβλία μας που προκύψανε τα ανταλλάξαμε και πάλι.
Μου έστειλες ζωγραφισμένες χειροποίητες -όπως τις έλεγες- ευχές για το νέον έτος και σου έστειλα τον Ιούνιο την κριτική στα Νέα -δεν την είχες δει;- για τις Δεκαοκτώ Αφηγήσεις, από το ΡΟΔΑΚΙΟ και πάλι. Στη μέρα της γυναίκας μου έστειλες φέτος Το προζύμι, ενώ πέρυσι την ίδια μέρα μου είχες στείλει το ποίημα για την επέτειο του θανάτου της μητέρας - Δεν της πήρα λουλούδια.
Και μετά ήρθε κεραυνός η είδηση του θανάτου σου από τροχαίο στο Φαγιούμ, στην Αίγυπτο που αγαπούσες να μελετάς κι όλο εκεί ήθελες να γυρνάς πάλι και πάλι, στην Αίγυπτο του αγαπημένου αλεξανδρινού που αυτός ήταν το πρώτο σου ηδονικό διάβασμα όταν ήσουνα παιδί και σου άρεσε να αντιγράφεις τους ποιητές. Μια Πέμπτη, στις 7 Φεβρουαρίου 2013 - κι ας έμοιαζες άτρωτη έτσι ήρεμη, ευλογημένη θαρρείς, μητέρα και γιαγιά και κοσμοπολίτισσα και καταξιωμένη συγγραφέας και ανήσυχη και δημιουργική: μια πανοπλία αγάπης απέναντι στη συνηθισμένη κακοτυχία και φθορά. Μια πανοπλία που, τελικά, δεν τη φόρεσες πολύ. Αλίμονο.
Τι μεγάλη λύπη, τι μεγάλη απώλεια για τους δικούς σου ανθρώπους και για την Κύπρο, έναν τόπο όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη, για τους φίλους σου στον κόσμο όλο. Τώρα είσαι ακόμα στα κοινωνικά δίκτυα με τις φωτογραφίες και τα λόγια σου, ένα ανοιχτό βήμα να ερχόμαστε και να ανταλλάσσουμε λύπη και ποιήματα. Xτες μάλιστα, στις αναγγελθείσες μέλλουσες εκδηλώσεις στο facebook ήταν καρφιτσωμένα τα γενέθλιά σου, σαν να μην έφυγες ποτέ, στις 23 Μαΐου.
Ξεφυλλίζω τα ποιήματά σου – Προς αμυδράν ιδέα, Ποιήματα 2003-2013.
Μια πρώτη εκτύπωση από το ΡΟΔΑΚΙΟ, παλιά μήτρα των ποιημάτων σου και σήμερα πάλι της νέας υπό έκδοσιν συλλογής.
Είναι μια δίγλωσση έκδοση -αγγλικά, ελληνικά–, η μετάφραση από τα ελληνικά της Ξένιας Ανδρέου. Τα της Κύπρου, Τα Αλεξανδρινά, Περίπλους, Τα Αμετάφραστα, οι επιμέρους ενότητες.
Ταξιδιώτης, flaneur, αναζητάς αδιάκοπα την ταυτότητά σου στις χώρες της Ευρώπης, στην Αίγυπτο ή στην Τουρκία και στον μυστηριακό κόσμο της Ανατολής ή σταθερά στις κοινότητες της Κύπρου, συνομιλώντας με τους λαϊκούς ανθρώπους, κερδίζοντας ολοένα σε ωριμότητα, ήρεμη καλοσύνη και σοφία. Ωστόσο, «μη νομίζετε, φίλοι από το βορρά,/ ότι αυτό που συνέβηκε το’ 74 / δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου/, κάθε μέρα.».*
*Για τους φίλους του Βορρά
Φτιάχνεις τα ποιήματά σου με απλά χωμάτινα υλικά της καθημερινότητας, της ιστορίας και της μνήμης με έναν ήρεμο στοχασμό στο τέλος, κερδίζοντας έμπνευση από τις ασταμάτητες διαδρομές σου στο χώρο και στο χρόνο. Τα σκηνοθετείς μετά αφήνοντας για το τέλος πάντοτε μια συγκινημένη σκέψη σαν κατακλείδα.
«…Όταν είδε στο Google Earth τη χαρουπιά / όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος / κι έτρεχε / πρώτα στο θάμνο με τα σκίνα / και μετά στη θάλασσα /
Για να μην κάψει τα πόδια του / έκλαψε πικρά.».*
Δεν ενδίδεις στην παραγραφή της μνήμης και την αλλοτρίωση, «αυτό που λένε νεκρή ζώνη δεν υπάρχει», γιατί « Στο σκοινί με τα ρούχα της μνήμης / μικρές φανέλες σκάζουν στον ήλιο.». Εσύ ανένδοτη κοιτάζεις νοσταλγικά μέσα σου «τον αιωρούμενο κήπο / που ήταν η Κερύνεια...»
Γιατί οι γυναίκες ξέρουν οι Χριστιανές και οι Τουρκάλες «αυτό που οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν» - « και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους / και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής».**
Υπάρχει το αύριο. «Αύριο / θα ανατείλει ο ήλιος στην ώρα του...», παρόλο που στον ΠΕΔΟΥΛΑ, «Στριφογυρίζουν τα κλήματα / στις έρημες αυλές / φυτεμένα από άλλες γενιές / σκαρφαλώνουν στις σιδεριές / σε μια άναρχη διάταξη, / ένα χάος από κλαδιά, ξερά τσαμπιά,/ χωρίς πουλιά /, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, / κατεβαίνουν προς το πλακόστρωτο / με τα σάπια κίτρινα φύλλα / μάρτυρες μιας ζωής που τέλειωσε./»
Στα ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΑ η γυναίκα περιδιαβαίνει στις ημέρες του ταξιδιού με τις αισθήσεις ζωντανές ζωγραφίζοντας εικόνες μιλώντας μας εμπιστευτικά σε πρώτο πρόσωπο «…τα καροτσάκια πουλούν / φούλια , γλυκοπατάτες, αχιβάδες με λεμόνι, σπόρια /. Νοικιάζουν πατίνια για τα παιδιά.»
Ή σε άλλο ποίημα, «ήπια σαλέπι με καβουρδισμένα αμύγδαλα / φουντούκία, σταφίδες.»
Στον ΠΕΡΙΠΛΟΥ, τα μπλε παπούτσια ενός άντρα, προφανώς ενός αγαπημένου άντρα, είναι ένα ποίημα που παραπέμπει σε ένα τότε που φέρνει δάκρυα ασταμάτητα και ίσως συνδέεται με το ποίημα επιστρέφοντας, όπου «και ο έρωτας μου φαίνεται / υπόθεση πια μακρινή / Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση» και λιγότερο με το ποίημα Περασμένα μεσάνυχτα, όπου «...η αίσθηση της μοναξιάς σχεδόν ηδονική...».
Εδώ διαβάζω και το ποίημα Δεν της πήρα λουλούδια, αποθέωση της αγαπημένης μητέρας γυναίκας αεικίνητης «μες τις καλές τις μέρες», «με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της», κι αυτό είναι αρκετό. Εξάλλου οι γυναίκες και στο Βουκουρέστι «...φροντίζουν να ανατέλλει ο ήλιος στη σωστή ώρα / κάθε μέρα.»
Περιδιαβάζοντας ζωγραφίζει εικόνες, όπως ΣΤΟ ΚΑΙΡΟΥΑΝ, «και το γεροντάκο (είδα)/ που περνούσε σε φοινικοβελόνες / ένα-ένα τα γιασεμιά. /Τα πουλιά έπιναν νερό από τις παλάμες των νεκρών» ή μένει έκθαμβη μπροστά στο μυστήριο του κόσμου, στη Μπενάρες.
*Η χαρουπιά στο Google
**Το προζύμι
Κάποτε σταματά την αγχωμένη περιδιάβαση: ΚΑΝΕΝΑ ΑΛΜΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ, μεγαλύτερο απ’ τη φθορά, «μόνο βήματα αργά/ που μου επιτρέπουν να παρατηρώ / τον κάλυκα του αιφνιδιάσει άνθους / πώς τεντώνεται/ τις τελευταίες ακτίνες/ να αγγίξει/ του φωτός…». Να μη μας αιφνιδιάσει το αναπότρεπτο τέλος.
Με τα Συρόμενα φύλλα φαίνεται η ανάγκη για μια νέα ταξινόμηση /καθώς προχωρούμε προσεκτικά / στην αρχή διστακτικά / σε μια καινούρια διάταξη, μέχρι το ποίημα, Σαν λιμπελούλα, όπου διακηρύσσεται δοξαστικά η πίστη σε έναν ευτυχισμένο έρωτα επιτέλους, μια συνεχή ευτυχία / που πεταλίζει γύρω μου / σαν λιμπελούλα.
Αλλά «…καθώς το μαλακό φως του φθινοπώρου / άναβε τους φοίνικες στο παράθυρο» - ακριβή μεταφορά για την δειλινή εκείνη μεταιχμιακή ώρα - μια εμπνευσμένη παρομοίωση μετά για μια ερωτική σχέση βραδυφλεγή και δύσκολη της παρακμής των ημερών μας, που δυσκολεύεται να μεταδώσει τη φλόγα και την έκρηξη, «που (όμως) ξαφνικά ανάβει και φωτίζεται / όπως οι φοίνικες στο παράθυρο, / αφήνοντας όλα τ’ άλλα στο σκοτάδι», ξημερώνει.
Αντίο ή Γεζούλ και πάλι αντίο.

Νίκη Μαραγκού,
Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2013