
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Μεγάλα κίτρινα σύννεφα πάνω σε καθαρό γαλάζιο φόντο και στίγματα, χιλιάδες μικρά μαύρα στίγματα – σήκωναν οι άνθρωποι το κεφάλι τους και κοίταζαν. Πουλιά που πετούσαν χαμηλά πέρα δώθε μαυρίζοντας το γαλάζιο, αποικίες πουλιών που είχαν βγει για το ταξίδι τους. Το ημερολόγιο έδειχνε τέλος Ιανουαρίου, νοτιάς και αλκυονίδες ημέρες, ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δένδρο περίμενε υπομονετικά πελώριο έξω από τον κάδο των σκουπιδιών, στη στάση του λεωφορείου, πράσινο ακόμα.
Οι γιορτές είχαν περάσει και οι εικόνες της εκδρομής στην Καστοριά με φίλους τις ημέρες των Φώτων είχαν ξεθωριάσει από καιρό, εκτός από την εικόνα της Τατιάνας.
Εκκλησία και αριστερά, ένα συνέδριο που άκουσα γι’ αυτό κι αυτή η μνήμη κακοφόρμισε και μέσα από το μυστηριώδη μηχανισμό των ονείρων έγινε ένα κουβάρι μπερδεμένο συνειρμών: Οι επαναστάτες ιερωμένοι της Λατινικής Αμερικής και η δικαιοσύνη που είναι σαν τα φίδια, δαγκώνει τους ξυπόλυτους - φέτος έτος φιδιού στο κινέζικο ωροσκόπιο κι ο θάνατος του Μάτεσι, με τη Μητέρα του Σκύλου και τη Ραραού να τριγυρνάει μπαίγνιο της κοινωνίας, πόση σχέση είχε με την Τατιάνα;
Είχαμε σταματήσει στη Σιάτιστα για καφέ και μας τη σύστησαν να μας ξεναγήσει στα αρχοντικά. Το αρχοντικό της Πούλκως γεμάτο σκαλωσιές μπροστά στα ωραία ζωγραφισμένα του παράθυρα -ανακαινίζεται, μας είπαν- κι εκείνη θα μας έδειχνε το υποστατικό απέναντι. Κι έτσι βρέθηκε να μας διηγείται αυτό το ανήκουστο που έκανε να ξυπνάει και να σηκώνεται μ’ αυτό τον καημό του μουσείου και να μαζεύει σε μπαζότοπους πράγματα που πετούσαν οι συγχωριανοί της. Τώρα τα πράματα είχαν αλλάξει αλλά έναν καιρό χτυπούσαν τενεκέδες όταν περνούσε αυτή, με την παράξενη λόξα. Είχε πάρει δάνειο κι αγόρασε αυτό το παλιούρι δίπλα στο αρχοντικό και το αναστήλωσε γιατί από δώδεκα χρονώ κορίτσι είχε αρχίσει να ψάχνει στα μπαούλα που πετούσαν οι συντοπίτες της. Τι έψαχνε να βρει, την ταυτότητά της, μιαν υπέρβαση, τι; Ο πατέρας της πρώτος πίστεψε σ’ αυτήν και την παρότρυνε και ο άντρας της επίσης ως σήμερα. Έξυσε με νυστέρι τις μεσάντρες και αποκαλύφθηκε η ζωγραφική που υπήρχε, ένα παλίμψηστο. Σήμερα είναι μια επισκέψιμη παραδοσιακή κατοικία, ένα ιδιωτικό λαογραφικό μουσείο Χρ. Τσιότσιου και Τατιάνας Ντέρου που λειτουργεί από το 2007 ως υποστατικό του αρχοντικού που ήταν στην ίδια αυλή.
«Όταν ξεκίνησα να μαζεύω η τοπική κοινωνία το κατέκρινε από άγνοια. Μετά από εικοσιπέντε χρόνια όμως αναθεώρησε». Τώρα της φέρνουν λαογραφικό υλικό. Της κάνουν δωρεές.
«Ένα μικρόβιο είναι, είχα το μικρόβιο», έτσι μας εξήγησε γελώντας αυτό το πάθος της κι ο Φίλιππος από την παρέα μας την άγγιξε να δει αν ήταν αληθινή, και καναδυό δάκρυσαν. «Τι είν’η πατρίδα μας, μην ειν’οι κάμποι...» άρχισε να απαγγέλλει η Αγγελική από μέσα της. Και βέβαια αυτοί οι άνθρωποι είναι η πατρίδα, με την ευθύνη και την όρεξη για ομορφιά, «οι άνθρωποι που κουβαλάν τις μεγάλες πέτρες», φιλοσόφησε η Μαρία. «Είχα χρόνο να τα συγκεντρώσω στο μαντρί με τα πρόβατα για αποθηκευτικό χώρο, μέχρι που βρήκε τη θέση της η συλλογή αυτή, μετά από εικοσιπέντε χρόνια. Πρόκειται για αντικείμενα που βρέθηκαν στη Σιάτιστα του 18ου αιώνα που άκμαζε τότε λόγω του εμπορίου με την κεντρική Ευρώπη , την Αυστρουγγαρία».
Σκέφτηκα τα βιβλία του Θέμελη με ιστορίες που διαδραματίζονται σε κείνο το γεωγραφικό χώρο. Αλλά άλλο ήταν το βιβλίο που διάβαζα αυτές τις μέρες.
Πώς πηγαίνουμε σινεμά και βλέπουμε τις ηρωίδες να παριστάνουν δήθεν καθημερινές γυναίκες, και να ’ναι όμορφες πάνω από το μέσο όρο, πραγματικές σταρ, και να μιλάνε και να σκέφτονται σαν βιβλία; Στη βραβευμένη «Υπόσχεδη Γάμου» του Γιώργου Συμπάρδη (Μεταίχμιο 2011) τίποτε τέτοιο δεν ισχύει. Εδώ λογοτεχνική ύλη είναι η οχληρή πραγματικότητα, όχι η δήθεν τάχα μου πραγματικότητα αλλά ακριβώς αυτή που δεν θέλεις να ξέρεις. Οι άνθρωποι που δεν καταδέχεται να τους κάνει ήρωες κανείς συγγραφέας, αυτοί είναι η ήρωες του Συμπάρδη στο τελευταίο του μυθιστόρημα. Διαβάζεις βέβαια απολαμβάνοντας και απνευστί να δεις τι έγινε παρακάτω, κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα των κεφαλαίων, αλλά ενδόμυχα δεν είσαι σίγουρος ότι είναι λογοτεχνία όλα αυτά, μάλλον είναι ζωή που κάποιος μπήκε στον κόπο να την φυλακίσει διατάσσοντάς την με συνέπεια και οικονομώντας την σε κεφάλαια –και όχι λίγα–, τετρακόσιες ογδόντα τρεις σελίδες στο σύνολό τους, μιλώντας για λογαριασμό των ηρώων που πηγαινοέρχονται, συναντιούνται πριν και μετά τη δουλειά στο νοσοκομείο, στο μετρό, στο ταξί, τρώνε «βρώμικα», ή φαγητά μαγειρεμένα που τους έχουν ετοιμάσει και τους περιμένουν σκεπασμένα με ένα πιάτο από πάνω, κοιμούνται και ξυπνάνε, προβληματίζονται, καυγαδίζουν στους δρόμους και τους συνοικισμούς της Αθήνας. Ο Ζαχαρίας, ένας άνθρωπος χωρίς ειρμό και προσανατολισμό ή ο Στέλιος κι ο μικρόκοσμός τους, η Στέλλα, η Όλγα, η Βιβή και στο τέλος μάλλον απροσδόκητα και η Ματίνα και η χαμοζωή τους. Κι ούτε καν μια επική φτώχια ή ένας λυρικός τόνος, ένας κόσμος που παλεύει με αξιοπρέπεια –οράματα και ιδεολογίες– πέφτει και σηκώνεται όπως στα βιβλία του Άγγελου Τερζάκη ή του Δημοσθένη Βουτυρά, παλιότερα, και του Χρήστου Οικονόμου σήμερα.
Οι ήρωες εδώ είναι τόσο αφόρητα καθημερινοί και μέτριοι που δεν μπορείς παρά να σκεφτείς πως αυτή βέβαια πρέπει να είναι η υποδόρια κριτική του συγγραφέα για την δύσοσμη κοινωνία σε κρίση όπου ζούμε κι αναπνέουμε τα τελευταία χρόνια. Κι όλα αυτά με γλώσσα και ύφος σωστά μελετημένα που αρμόζουν στους άντρες και τις γυναίκες της ιστορίας, χωρίς περιττές ψυχολογικές αναλύσεις, με την ήρεμη διαδοχή των περιστατικών μιας βραδυφλεγούς τραγωδίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσας την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.