old-old-books

Παλαιοβιβλιοπωλεία της Αθήνας στον 21ο αιώνα: Αφηγήσεις, αστική συνείδηση και νοσταλγία

Της Παυλίνας Μάρβιν

Το παρόν κείμενο νομίζουμε πως θα μπορούσε, σε μια ουσιωδώς πιο ανεπτυγμένη μορφή του, να αποτελέσει ένα μικρό κεφάλαιο στην σύγχρονη ιστορία της Αθήνας. 

Η ιστορία των παλαιοβιβλιοπωλείων, ελάχιστα μελετημένη και συζητημένη [1], συνδέεται άρρηκτα με τη διάδοση της τυπογραφίας στην Ελλάδα, την προϊστορία και ιστορία τόσο των εκδόσεων όσο και των βιβλιοπωλείων της πρωτεύουσας, με την υπόθεση της αστικής συνείδησης, με εκείνην της κουλτούρας, με την μνήμη και τη νοσταλγία.

 «Είσαι νεοϋορκέζος τη στιγμή που για σένα οτιδήποτε υπήρξε εδώ πρωτύτερα είναι πιο αληθινό και ατόφιο από αυτό που υπάρχει εδώ τώρα», επισημαίνει ο αμερικανός συγγραφέας Colson Whitehead στο μυθιστόρημά του City Limits, υπογραμμίζοντας τη σημασία του παρελθόντος για την αστική ταυτότητα. Παρακολουθώντας το βιβλίο να δημιουργείται, να διακινείται, να πωλείται, να αγοράζεται, να διαβάζεται, να μεταπωλείται και να

old1ξαναδιαβάζεται, παρακολουθούμε μια εξαιρετικά σύνθετη και συμπυκνωμένη κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της πόλης[2]. Το ενδιαφέρον και η αγάπη για παλαιά ή χαμένα βιβλία μας παραπέμπουν επίσης στην ανάγκη για διαμόρφωση ή/ και διατήρηση μιας ταυτότητας, σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει. Τι είναι όμως τα παλαιοβιβλιοπωλεία; Είναι βέβαια βιβλιοπωλεία, που εμπορεύονται όμως έντυπα «από δεύτερο χέρι», συχνά παλαιά, εξαντλημένα και σπάνια, κάποτε μάλιστα αθησαύριστα. Εμπορεύονται βέβαια και μεταχειρισμένα πλην όμως πρόσφατης έκδοσης κείμενα, τα οποία αν και πολλάκις καταλαμβάνουν μεγάλο χώρο στο κατάστημα (είναι πολύ ευκολότερο να βρεθούν, είναι φθηνότερα, εξασφαλίζουν κάποια σταθερά έσοδα, ταιριάζουν και με την δική μας, σύγχρονη επιτακτικότητα για ανακύκλωση και επαναχρησιμοποίηση) θα μας απασχολήσουν λιγότερο εδώ. Εν προκειμένω, τα παλαιοπωλεία, ως οικήματα σπάνιων και ενίοτε ξεχασμένων εντύπων, και οι επισκέπτες τους, συχνά ως νοσταλγοί που θεραπεύουν την νοσταλγία τους μέσω της αναπόλησης (reminisence therapy) επιβεβαιώνουν την προϋπόθεση για την μετατροπή των αντικειμένων σε ιστορικά αντικείμενα: δεν είναι άλλη από την πραγματική[3] ή απειλητική αίσθηση της απώλειάς τους, γράφει ο Αντώνης Λιάκος στο βιβλίο του «Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;», και παρακάτω σημειώνει: «Η ταφή του παρελθόντος οδηγεί στην γέννηση της ιστορίας».

 

 logoΜια ιστορία των αρχαιοπωλών και, εν προκειμένω, των παλαιοβιβλιοπωλών στην μετεπαναστατική Ελλάδα, θα μας έλυνε πολλές απορίες σε σχέση με το «από πού ξεκίνησαν όλα αυτά», με την πορεία των ανθρώπων και των εμπορευμάτων που πέρασαν από τον χώρο, με τις αλλαγές που συντελέστηκαν σε ό,τι πλαισίωσε το παλαιό βιβλίο αλλά και στην ουσία της ανάλυσης επ’ αυτού. Μια τέτοια γενεαλογία-ευχής έργον δεν είμαστε σε θέση τώρα να παρουσιάσουμε ούτε καν εν συντομία. Θα χρειαστεί ενδελεχής επιτόπια έρευνα (διότι στα παλαιοβιβλιοπωλεία πολλοί τίτλοι αλλά και πολλές προσωπικές ιστορίες εξ’ όσων φιλοξενούνται δεν εντοπίζονται πουθενά αλλού), αξιοποίηση ιδιωτικών και δημόσιων αρχείων για τον ελληνικό τύπο, και βέβαια μπόλικη προφορική ιστορία: μαρτυρίες από βιβλιοπώλεις, συλλέκτες, εκδότες, συγγραφείς και βιβλιόφιλους που θα λειτουργήσουν αλληλοσυμπληρούμενες. Προς ώρας, θα αρκεστούμε σε μια βραχεία ανάλυση της σύγχρονης, σημερινής θα λέγαμε, πραγματικότητας των παλαιοβιβλιοπωλείων στην Αθήνα, στο μέτρο που αυτά συνδέονται με την αστική συνείδηση. Τα στοιχεία που συναποτελούν το παρόν εγχείρημα δεν είναι εξ’ ολοκλήρου βιβλιογραφικά. Τρεις μαρτυρίες παλαιοβιβλιοπωλών, του Νίκου Χρυσού (Παλαιοβιβλιοπωλείο, Ιπποκράτους 135), του Κώστα Σπανού (Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων) και του Κώστα Αναστόπουλου (Αλφειός), πλούσιες και πολύ διαφορετικές, όπως και οι χαρακτήρες των παλαιοβιβλιοπωλείων τους, καθόρισαν τις θεματικές αλλά και τις παρατηρήσεις της εργασίας. Όμως πράγματι, κατά την απομαγνητοφώνηση των προαναφερθεισών συνεντεύξεων, τμήματα των οποίων σχολιάζονται παρακάτω, έγινε κατανοητή, μεταξύ άλλων, και η προτροπή του Paul Thompson από το εγχειρίδιο για την προφορική ιστορία «Φωνές απ’το παρελθόν», να «διαβάζουμε» τις συνεντεύξεις σαν βιβλιογραφία. Ο Στέφαν Τσβάιχ, γράφει σχετικώς στην νουβέλλα του παλαιοβιβλιοπώλη Μέντελ «"Τότε[4] μόνο κατάλαβα τι θαύμα του μνημονικού είχα συναντήσει στο πρόσωπο του Γιάκομπ Μέντελ, μιαν αληθινή εγκυκλοπαίδεια, έναν δίποδο κατάλογο βιβλιοθήκης. Απόμεινα ν αντικρίζω ενεός το βιβλιογραφικό αυτό φαινόμενο, το τυλιγμένο στο άσημο, και μάλιστα κάπως ρυπαρό κουκούλι ένός μικροκαμωμένου παλαιοβιβλιοπώλη άπό τή Γαλικία, πού εχοντάς μου άραδιάσει περί τα ογδόντα ονόματα, άδιάφορα δήθεν άλλα με εσωτερική ικανοποίηση για τα προσόντα του, πήρε να καθαρίζει τα γυαλιά του. [...]"

 

 

 

 

 

 

 

 

«Δεν είναι ένας απλός παλαιοβιβλιοπώλης[5]»

Από το παρελθόν στο μέλλον, από την λήθη στην ιστορία

 

«Στο κολασμένο ημιυπόγειο του Νικολάκη... παράδεισος παράδοσης.» Γιάννης Βαρβέρης

 

Η ιστοριογραφία μπορεί να απουσιάζει στην περίπτωση των παλαιοβιβλιοπωλείων, όμως δεν θα λέγαμε το ίδιο και για τους μάρτυρες-νοσταλγούς. Εκείνοι, συχνά μοιράζονται γραπτώς την μακροχρόνια εμπειρία τους, φροντίζοντας το παλαιοβιβλιοπωλείο της ζωής τους «να μείνει στην ιστορία».

Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι «Το καρότσι-Ιστορία ενός καροτσιού που έγινε Βιβλιοπωλείο»· πρόκειται για συλλογικό έργο, όπου τριαντα-τρείς (η πλειοψηφία των οποίων γνωστοί πεζογράφοι, ποιητές και ζωγράφοι) θαμώνες στο...καρότσι και, αργότερα, στο (παλαιο)βιβλιοπωλείο του Κωστή Νικολάκη, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, γράφουν και ζωγραφίζουν προς τιμήν του ίδιου και των κοινών τους αναμνήσεων, νοσταλγώντας την εποχή του καροτσιού και όχι μόνο.

aliceΣχετικά με το καρότσι, υπάρχει μια ιστορία που αποδίδεται, τόσο από τους απογόνους όσο και από τους συναδέλφους του, στον Γεώργιο Νασιώτη, έναν από τους πιο γνωστούς παλαιοβιβλιοπώλεις, ο οποίος παραταύτα ξεκίνησε την καριέρα του ως... φυστικοπώλης: «Η οικογενειακή[6] επιχείρηση ξεκίνησε με τον Γεώργιο Νασιώτη το 1952. Ο πεθερός μου άρχισε πουλώντας ξηρούς καρπούς σε καροτσάκι. Κάποια στιγμή πήρε ένα παλιό βιβλίο, έσκισε μια σελίδα και το έκανε χωνάκι για να βάλει μέσα φιστίκια. Ένας πελάτης, προφανώς βιβλιόφιλος, το πήρε και την επόμενη μέρα του είπε: “Θέλω από εκείνα τα χωνάκια που μου έδωσες χθες. Μήπως έχεις, σε παρακαλώ, και τα υπόλοιπα φύλλα;”. Για να μην πολυλογώ, ο πεθερός μου διαπίστωσε ότι με το βιβλίο έβγαζε περισσότερα χρήματα από ό,τι με τους ξηρούς καρπούς. Αγαπούσε ούτως ή άλλως το βιβλίο. Μεταχειρισμένα, δεύτερο χέρι, δυσεύρετα. Έκανε κι ένα δικό του εκδοτικό οίκο, τον ΔΙΟΝΥΣΟ, ο οποίος δεν υπάρχει πια. Εμείς είμαστε η δεύτερη γενιά. Τρίτη γενιά δε θα υπάρξει» λέει η Γεωργία, τελευταία διαχειρίστρια του παλαιοβιβλιοπωλείου Νασιώτης, που έκλεισε περί το 2009 λόγω απουσίας ενδιαφέροντος των επόμενων γενεών, οικονομικής κρίσης και αλλαγής του τοπίου και του χαρακτήρα που διέθετε για δεκαετίες το Μοναστηράκι. Το καρότσι είναι, θα λέγαμε, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σύμβολα των παλαιοβιβλιοπωλείων. Καρότσια είχαν τις παλαιότερες εποχές και οι μικροπωλητές. Τα συνδέουμε συνήθως με ακατάστατη, απρόβλεπτη πραμάτεια. Επίσης, το καρότσι μας παραπέμπει και σε μια κατάσταση μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, όχι τυχαία: το πλανόδιο παλαιοβιβλιοπωλείο-καρότσι του Κώστα Νικολάκη, διώχθηκε επί χούντας[7] λόγω επικίνδυνου εμπορεύματος με αποτέλεσμα να αλλάξει στέκι και να μεταφερθεί σε ένα λιγότερο κεντρικό, επί της Πατησίων πάντοτε όμως, σημείο. Ο Φώντας Κονδύλης[8] το χαρακτηρίζει ως «μεγάλο καρότσι με τα θαύματα», αφού τα βιβλία που το γέμιζαν είχαν πάρει, στη συνείδησή του, τη «σημασία παράνομων σημάτων πέραν του επιτρεπτού και του ανεπίτρεπτου». Σχετικώς σχολιάζει και ο Κώστας Εμμανουηλίδης «... μίαν πρωίαν[9] όμως εθεάθη με εν καρότσιον πλήρες βιβλίων, κυλιόμενο μεν, αλλά σταθμευμένο επί πεζοδρομίω, έχοντας μπλοκαρισμένη την δεξιάν ρόδαν δι' ενός ζεύγους υποδημάτων, άτινα εχρησιμοποίει ως σφήνας, το νούμερο των οποίων δεν πρέπει να ήτο μικρότερον των τεσσαράκοντα πέντε τσαγκαρικών μονάδων. Όταν δε διερχόμενος χωροφύλαξ, του συνέστησε να αιχμαλώτιση την αριστεράν ρόδαν αντί της δεξιάς, ούτος ηρνήθη. Διά την ενέργειάν του αυτήν εκατηγορήθη και εδιώχθη, όμως, δυστυχώς, ουδέποτε ανεγνωρίσθη η ηρωική του πράξις και ως εκ τούτου δεν του απενεμείθη εισέτι ο τίτλος του αντιστασιακού...» 

 karotsiΤο καρότσι, που ξεκίνησε τα ταξίδια του στην δεκαετία του εβδομήντα, άλλαξε τοποθεσία, «έφτιαξε» περίγυρο, και από το 1972 στεγάστηκε πλέον σε «κανονικό» βιβλιοπωλείο (καθότι η Ασφάλεια στέρησε την άδεια του πλανόδιου), που βρίσκεται μέχρι σήμερα στην Τρίτης Σεπτεμβρίου 91. Ο Κωστής Νικολάκης, επιβεβαιώνει τα περισσότερα από τα στερεότυπα εκείνου που θα ορίζαμε ως «αξιόλογος παλαιοβιβλιοπώλης». Ομοίως, ο Νίκος Χρυσός: Ιδιοκτήτης του καταστήματος στην Ιπποκράτους 135―όπως και ο Νικολάκης―δεν είχε προγόνους (εξ’όσων, τουλάχιστον γνωρίζει) παλαιοβιβλιοπώλεις. Σπούδασε βιολόγος, παραταύτα έτρεφε μια γνήσια αγάπη για το βιβλίο. Αγόρασε το, εικοσαετούς λειτουργίας, χρεωκοπημένο παλαιοβιβλιοπωλείο και εν τέλη χαρτοπωλείο του Διονύση Χιώνη το 2001, μαζί με τμήμα του εμπορεύματος. Γιατί όμως δεν έγινε βιβλιοπώλης; «Ο παλαιοβιβλιοπώλης είναι μια όχι και τόσο μεταπρατική εργασία και σίγουρα λιγότερο μεταπρατική από εκείνην του βιβλιοπώλη. Συν τοις άλλοις, εμπεριέχει το συγκλονιστικό κομμάτι της αξιολόγησης και αγοράς βιβλίων από ιδιωτικές βιβλιοθήκες πράγμα που απαιτεί ατελείωτη εκπαίδευση. Ο παλαιοβιβλιοπώλης είναι και λίγο αρχαιολόγος», μας είπε ο Νίκος Χρυσός σε συζήτηση που είχαμε στο κατάστημά του. Στο πρώτο του μυθιστόρημα, «Το μυστικό της τελευταίας σελίδας», εξιστορούνται, κάποτε συγκαλυμμένα ή και όχι, πολλές από τις, σινεφίλ θα τολμούσαμε να χαρακτηρίσουμε, ιστορίες που διαδραματίζονται καθημερινά στο μαγαζί του.

kampadaisΣε κάποια άλλα ακόμη βιβλία, όπως στην «Τριλογία της Μασσαλίας» του Ζαν Κλωντ Ιζζό, εμφανίζονται οι «ρουστίκ» παλαιοπώλεις, συγγενείς των παλαιοβιβλιοπωλών, ίσως και πρόγονοί τους· πρόκειται για τσιγγάνους, οι οποίοι «αγράμματοι» μεν με την κοινή έννοια, γνωρίζουν όμως, ως έμποροι παλαιών βιβλίων, λατινική αρίθμηση, χρήσιμη πολύ για το επάγγελμα. Οι Νικολάκης και Χρυσός (όπως και οι συνάδελφοί τους Καραβίας, Νασιώτης, Σπανός, Αναστόπουλος), δεν είναι μόνον έμποροι και εμπειρογνώμονες, αλλά και παθιασμένοι με το παλαιό βιβλίο. Είναι βαθύτατα καλλιεργημένοι βιβλιόφιλοι και γνώστες μιας τέχνης που εξασκούν μακρόχρονα. Το επάγγελμά τους απαιτεί επιχειρηματικό πνεύμα, εμπειρία και μόρφωση. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα πως οι περισσότεροι εξ’αυτών καταπιάστηκαν με τις εκδόσεις και με την δημιουργία περιοδικών, μακροβιότατα όλα (Ο Νικολάκης σχετίστηκε με τις εκδόσεις Κουλτούρα και Ίδρυσε την «Εκάτη», Ο Σπανός τις εκδόσεις του «Βιβλιοπωλείου των Βιβλιόφιλων» και το περιοδικό «Βιβλιοφιλία» και ο Κώστας Αναστόπουλος συνέχισε τις οικογενειακές εκδόσεις «Αλφειός»). Παρατηρούμε επίσης πως όντως, σε πολλές αξιόλογες περιπτώσεις παλαιοβιβλιοπωλείων, πρόκειται για οικογενειακή υπόθεση. Ο Κώστας Σπανός συνέχισε το επάγγελμα του παππού του, και την δική του προσπάθεια συνεχίζει σήμερα ο γιός του Γιώργος. Οικογενειακό είναι και το νήμα του Αλφειού, όπως επίσης του Νασιώτη, του Νικολάκη και του Καραβία. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία, λοιπόν, τα οποία συναναστραφήκαμε, δεν σχετίζονται με το παρελθόν μόνο εξαιτίας του εμπορεύματός τους, αλλά αποτελούν συνθέσεις πληθώρας ιστοριών, κάποτε ενός αιώνα και πλέον, κάποιες από τις οποίες συμπεριλαμβάνονται ή υπονοούνται σε έντυπα ή άλλα αφιερώματα, όπως το Καρότσι και ο τιμητικός τόμος για τον Χαράλαμπο Ι. Σπανό, που κυκλοφόρησε την περίοδο της έκθεσης Τεκμήρια του Βιβλιοπωλείου των Βιβλιόφιλων (1929-2004). Όλα τα παλαιοβιβλιοπωλεία που αναφέραμε (εκτός από τον Νασιώτη που έβαλε πρόσφατα λουκέτο) στεγάζονται, από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι σήμερα, στο κέντρο της Αθήνας, πράγμα που τα καθιστά άρρηκτα συνδεδεμένα με την ζωή, την κίνηση και την αλλαγή της πόλης. Τα κείμενα και οι προφορικές μαρτυρίες επ’αυτών, μας προσφέρουν αναρίθμητες προσεγγίσεις της Αθήνας, τόσο μακροιστορικού όσο και μικροϊστορικού χαρακτήρα.

 

pelargos-mikrΟ παλαιοβιβλιοπώλης, όπως παρουσιάζεται στο Καρότσι, είναι για τους πελάτες του ένα είδος γκουρού που διατηρεί «κάποιο από τα λίγα στέκια στην πόλη όπου τα πράγματα δεν αλλάζουν μέσα στην αλλαγή[10]». Ο Γιάννης Βαρβέρης περιγράφει τον Νικολάκη ως «πάντοτε έτοιμο να αναδιφήσει τα ράφια του και τα ράφια της μνήμης του για να ανασύρει την δική σου», υπερτονίζοντας την συμμετοχικότητά του στην αγωνία του ερευνητή για το ζητούμενο, αφού «συνωμοτεί με θεούς και δαίμονες», και ο Βασίλης Λαλιώτης στον ίδιο τόμο σημειώνει πως«η επιθυμία γι’αυτό που ζητάς καθορίζει και την τιμή[11]», συναντώντας έτσι τις κουβέντες του Νίκου Χρυσού, ότι δηλαδή «τα πράγματα δεν έχουν αντικειμενική αξία, το βιβλίο αξίζει όσο αξίζει για σένα». Ο τελευταίος, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του που εδώ αναφέρονται, αφαιρεί από το εμπόρευμά του κομμάτια που τον ενδιαφέρουν δημιουργώντας την προσωπική του «πολύτιμη» βιβλιοθήκη, η οποία δεν μεγαλώνει με κριτήριο την επένδυση, πράγμα που συμβαίνει με πολλούς συλλέκτες, δεν είναι κριτήριο δηλαδή η σπανιότητα και η (μεγάλη) αντικειμενική αξία των βιβλίων (σε αυτήν την περίπτωση λατρεύεται το βιβλίο ως αντικείμενο), αλλά η αξία των έργων, η σημαντικότητα των κειμένων. Στην σύγχρονη μαζική εικονική κουλτούρα όπου το παρελθόν βιώνεται ταυτόχρονα και κατ’επιλογήν και εμείς «...όπως οι Ασιάτες τουρίστες[12] στην Ευρώπη βλέπουν μαζί Παρθενώνα και Πάνθεον, και καμιά φορά μπερδεύουν που είναι τί και ποιάς εποχής...δυσκολευόμαστε να βάλουμε σε μια χρονική σειρά τα μνημεία και τους πολιτισμούς», ο παλαιοβιβλιοπώλης είναι θα λέγαμε θεραπευτής τόσο της μνήμης όσο και της λήθης (διότι «χωρίς λήθη[13] ο κόσμος μας θα ήταν αφόρητος(...)η υπερμνησία είναι εξίσου τραυματική με την αμνησία»), ιδιότητα αναμφισβήτητα ηθική, πολιτική και βεβαίως ιστορική[14]. Δεν δημιουργεί την ιστορία, όπως κάνει ο ιστορικός, αλλά φιλοξενεί και προωθεί τεκμήρια της ιστορίας, αποτυπώματα, τα βιβλία, περιβεβλημένα με την συναισθηματική φόρτιση του υποκειμενικού βιώματος. Ο Κώστας Σπανός, που αποδέχεται το εγχείρημά του, το «Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων», ως τη μοναδική περίπτωση που αγγίζει όλο το φάσμα του παλαιού βιβλίου, μας μίλησε επιπρόσθετα για τα αθησαύριστα βιβλία, σπάνιες περιπτώσεις που δεν εντοπίζονται στην Εθνική Βιβλιοθήκη και θεωρείται μέγα κατόρθωμα να φθάσουν στα χέρια ενός παλαιοβιβλιοπώλη. Σχολίασε επίσης τα επαναστατικά εγχειρίδια του Ρήγα, που δεν βρέθηκαν ποτέ και αποτελούν άπιαστο όνειρο που θυμίζει τον θρυλικό Indiana Jones στους ανθρώπους του επαγγέλματος. Σύμφωνα με επιστολή του ιδίου στον βιβλιόφιλο, βιβλιογράφο, εκδότη του περιοδικού «Ο Συλλέκτης» και δάσκαλό του, ο Χαράλαμπος Σπανός, πατέρας του Κώστα Σπανού, το 1937 πούλησε στον ιστορικό και διευθυντή, εκείνη την εποχή, των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Βλαχογιάννη, το πρωτότυπο των Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη έναντι 3.000 δραχμών. «Το χειρόγραφον[15] είχε σχήμα μικρού φύλλου, ήτο δεμένο με ολόκληρο δέρμα πεπαλαιωμένο εδένετο με λουρίδες εις τα πλάγια, ώστε να μην ανοίγει, Μέσα το δέσιμο ήτο λυτό, λόγω του χρόνου, ήτο δηλαδή φύλλα, φύλλα». Πάνω σε αυτό το χειρόγραφο βασίστηκε και η έκδοση των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη από τον Ε.Γ. Βαγιονάκη. Ο Χαράλαμπος Σπανός μέχρι σήμερα μνημονεύεται και για την καθοριστική του συμβολή ως προς την διάσωση του χειρογράφου, παρότι παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα διάφορα ερωτήματα περί του τελικού αποδέκτη του πρωτότυπου κειμένου, πιθανών τροποποιήσεων κατά την έκδοση κ.α. «Διανοούμενο[16] παλαιοβιβλιοπώλη του κλεινού της Αθήνας άστεως», τον χαρακτηρίζει ο Βασίλης Καλαϊτζής-Μουντάκις, γιος συλλέκτη, επιβεβαιώντας την τέχνη του Σπανού να μεταδίδει την μανιακή βιβλιοφιλία του και την ερωτική του σχέση με το παρελθόν. Με σχεδόν 85 χρόνια στην υπηρεσία του παλαιού βιβλίου, το Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων έχει να επιδείξει πληθώρα εντοπισθέντων αντιτύπων, επιμέλειες, δημοπρασίες, εκδόσεις και εκθέσεις παλαιών βιβλίων που παρουσιάζονται αναλυτικά στο τελευταίο μέρος[17] του τόμου που αφιερώθηκε στον Χαράλαμπο Σπανό.

 

Όχι όμως μόνο το Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων αλλά όλα τα παλαιοβιβλιοπωλεία που συναναστραφήκαμε έχουν κάποια ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία. Δεν είναι τυχαίο πως οι εκδόσεις «Αλφειός» και το ομώνυμο βιβλιοπωλείο δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα σε οδοιπορικά και συνεντεύξεις που σχετίζονται με την πολιτική, την αριστερά, τον εμφύλιο, την εξορία· ο πατέρας του Κώστα Ανεστόπουλου, Γιάννης Αναστόπουλος, στρατολογήθηκε στο Β΄ Αντάρτικο. Επιστρέφοντας από την εξορία, δυσκολευόταν να εργαστεί, όπως και πολλοί συνοδοιπόροι του, και έτσι απόφάσισε, περί τα 1965, ήδη δουλεύοντας ως πλασιέ βιβλίων, να εγκαινιάσει μια σειρά εκδόσεων ιστορικού ενδιαφέροντος―τα παλαιά βιβλία του προέκυψαν ως ιδέα αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα. Από το 2001 ο Αλφειός ξεκίνησε και τις εκδόσεις «Αλήστου Μνήμης» με σκοπό να παρουσιάσει κείμενα που αλλιώς δεν θα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας, κείμενα που, όπως δηλώνουν οι εκδότες σην ιστοσελίδα[18] τους «ξεφεύγουν από τα κλισέ των ιδεολογιών που πλέον έχουν εξαντληθεί» και επιβεβαιώνουν μιαν απόπειρα διαφοροποίησης της νέας γενιάς Αλφειού από το αμιγώς πολιτικό της εκδοτικό παρελθόν. Ο Νίκος Χρυσός από την άλλη, αγόρασε όπως προείπαμε το (παλαιο)βιβλιοπωλείο του Δ. Χιώνη. Ο τελευταίος, όπως μας πληροφορεί ο Χρυσός, δεν ήταν απλώς έμπορος αλλά θεατρικός σκηνοθέτης και συγγραφέας, δεξιάς ιδεολογίας―είχε σκηνοθετήσει μάλιστα έργα για την ΥΕΝΕΔ[19]―αλλά περί τα τέλη του 79-80, όταν η μεταπολίτευση ορθοπόδησε για τα καλά, έμεινε χωρίς δουλειά και άρχισε να πουλάει τη βιβλιοθήκη του...

Θα μπορούσαμε να συζητήσουμε πολλά ακόμη για την «ράτσα», όπως τόσο ωραία το έθεσε ο Νίκος Χρυσός, των παλαιοβιβλιοπωλών, ήδη όμως δώσαμε ένα πρώτο πλαίσιο για το είδος τους και την σχέση τους με την πελατεία τους, την πόλη και την ιστορία, που τινί τρόπω συνοψίζεται στο «αν και αυτοί οι παλαίμαχοι[20] του παλιού καιρού ήταν ζωντανές εγκυκλοπαίδειες, ωστόσο δεν μπορώ απλά να τους ξεφυλλίζω. Κι αυτό γιατί ήταν άνθρωποι.» Ας περάσουμε τώρα, σε μια αμεσότερη επικαιροποίηση του ζητήματος των παλαιοβιβλιοπωλείων: ας μιλήσουμε για εκείνα τα ζητήματα που μας συνδέουν μαζί τους.

Ο σημερινός νοσταλγός νους· μετανεωτερικότητα, της πόλης αναπόληση, παλαιών βιβλίων συνέχεια

Ο Νίκος Χρυσός ανέφερε στην συζήτησή μας τα αξιοσημείωτα αποτελέσματα μιας επιστημονικής έρευνας που δεν κατορθώσαμε να επιβεβαιώσουμε[21], παραταύτα αξίζει να αναφερθεί, έστω και ως μυθική έρευνα· πρόκειται για μελέτη που πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, κατά πάσα πιθανότητα στη Νορβηγία και αφορά την συμβολή των παλαιοβιβλιοπωλείων στην καταπολέμηση της νόσου του Αλτσχάιμερ. Πως συμβαίνει αυτό; Σύμφωνα με την έρευνα, τα παλαιοβιβλιοπωλεία στην σύγχρονή μας εποχή έχουν συνδεθεί στενά με αυτό που οι ψυχολόγοι ορίζουν ως «κρίση της μέσης ηλικίας». Τουτέστιν, πολλοί άνθρωποι από μία ηλικία και έπειτα καταφεύγουν στα παλαιοβιβλιοπωλεία της πόλης τους για να εντοπίσουν αντικείμενα και κείμενα της νιότης τους―τα αναγνωστικά τους, μυθιστορήματα, παραμύθια, λευκώματα φωτογραφιών και άλλα συναφή. Αυτή η ενασχόληση, η ικανοποίηση της επιθυμίας των ανθρώπων «να θυμηθούν» και η, μερική έστω, κάλυψη των αναγκών...για μνήμη, σύμφωνα με την μελέτη, διέσωσε τινί τρόπω τους ενδιαφερόμενους από μιαν ενδεχόμενη διανοητική παραίτηση, τους έδωσε τροφή για αναστοχασμό και η όλη συνθήκη μείωσε τις πιθανότητες της άνοιας (αλλά και της ανίας, θα προσθέταμε εμείς!), οφέλησε τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας και είχε ως αποτέλεσμα να επιδοτηθούν τα εγχώρια παλαιοβιβλιοπωλεία, ώσπου το επάγγελμα αναθάρρησε τόσο πολύ που κόντεψε να μην υπάρχει χάρτινο σκουπίδι στην πόλη, αφού όλα στρατολογήθηκαν προς πώληση...

old5Ο Ken Urban, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και θεωρητικός της λογοτεχνίας, σε άρθρο του για την έννοια της νοσταλγίας στα μυθιστορήματα του Philip Ridley, σχολιάζει τους νοσταλγούς ως «αρχαία παιδιά εθισμένα στην σοκολάτα τους» και σημειώνει σχετικά πως, ο νοσταλγός νους έχει μονίμως το βλέμμα του στραμμένο άκριτα στο παρελθόν του και λαχταρά να επιστρέψει σ’ εκείνο. Τούτο συβαίνει επειδή[22] το παρόν στερείται την αγαθότητα, τις αξίες, τις ευκαιρίες και γενικότερα εκείνην την θαυμαστή σύνθεση από ακαθόριστες ποιότητες που κάνουν το παρελθόν τόσο επιθυμητό. Συνεπώς, το παρελθόν που η νοσταλγία ξορκίζει είναι εξιδανικευμένο. Σε αυτό δεν χωρούν δυνάστες, ούτε ταξικές συγκρούσεις ή αποτυχημένες επαναστάσεις, ούτε βέβαια ουρές για ψωμί. Βέβαια, οφείλουμε να συμφωνήσουμε στο ότι, η συνήθης ερμηνεία της νοσταλγίας ως μια λαχτάρα υψηλής συναισθηματικής στάθμης είναι μια ιδέα του εικοστού αιώνα. Το μερίδιο της ευθύνης τους για αυτήν την παραδοχή έχουν η κριτική θεωρία και η επιστήμη που τις τελευταίες δεκαετίες επιμένουν να υποτιμούν το περιεχόμενο του όρου. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο όρος από μόνος του έχει μεγάλη ιστορία. Από τον 17ο ως τον 19ο ένατο αιώνα η έννοια της νοσταλγίας χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα ως ιατρικός όρος. Για αιώνες η νοσταλγία δεν ηταν μια κλαψιάρικη ανάμνηση, όπως πολλάκις νοείται σήμερα, αλλά μια σοβαρότατη ασθένεια που συνδεόταν με φριχτές συνέπειες εαν υποθεραπευόταν.

Η κοινωνιολόγος Τamar Katz από την άλλη, σε άρθρο για την μνήμη και τα όρια της πόλης[23], διερωτάται με ποιούς όρους η κουλτούρα στο γύρισμα του εικοστού (και του εικοστού πρώτου, θα προσθέταμε εμείς) αιώνα επιχειρεί να ξαναβρεί μια χαμένη πόλη και καταλήγει πως, για να την ξαναβρεί και να καταφέρει να συνδεθεί μαζί της, να γίνει μέλος της, πρέπει να φανταστεί ότι την θυμάται. Η αστική μας ταυτότητα, όπως σημειώνει η Katz, προκύπτει από πολλά: από την εμπειρία της καθημερινότητας, από τις κοινότητες της εργασίας και της αργίας μας, από τους χώρους που μαζευόμαστe, αλλά πραγματική αστική συνείδηση αποκτάμε όταν αρχίζουμε να προσπαθούμε να αλλάξουμε με τη σκέψη και τη μνήμη μας την αίσθηση μιας εξαφανισμένης, χαμένης, μηδενισμένης, ξεχασμένης πόλης. Συνεπώς, το να είσαι κάτοικος μιας πόλης έχει μάλλον να κάνει περισσότερο με το παλιό παρά με το καινούργιο.

old3Και τα παλαιοβιβλιοπωλεία που όντως, έχουν να κάνουν περισσότερο με το παλιό παρά με το καινούργιο, είναι πολιτισμικά περιβάλλοντα που μας επιφυλάσσουν την ιστορία, η οποία πάντοτε είναι μέρος μιας κουλτούρας που διαρκώς αλλάζει και μαζί της αλλάζουν και οι τρόποι με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε το παρελθόν. Βέβαια, με την παραδοχή πως μεγάλο μέρος της σύγχρονης κουλτούρας είναι αναμφισβήτητα νοσταλγική, αν αντιληφθούμε την σύγχρονή μας εμπορευματοποίηση της νοσταλγίας σαν πραγματική υπεκφυγή από τα τωρινά προβλήματα, τότε η εκάστοτε νοσταλγία είναι ένα σχόλιο που απευθύνεται πιο πολύ στο παρόν παρά στο παρελθόν. Η πρόσφατη σημαντική εξέλιξη στον τομέα της προφορικής ιστορίας συνδέθηκε έντονα και με την προαναφερθείσα, λεγόμενη «θεραπεία μέσω της αναπόλησης» (reminisence therapy)―κοινώς, η θεραπεία της νοσταλγίας είναι πιθανώς η νοσταλγία η ίδια. Ο Paul Thompson σημειώνει σχετικά πως «Η ανάκληση[24] αναμνήσεων είναι ο καλύτερος τρόπος να διατηρήσουν ηλικιωμένοι την ταυτότητά τους μέσα σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει» αλλά και να αλλάξουν οι ισορροπίες του εκάστοτε χάσματος των γενεών, εφόσον η αξιοποίηση των αναμνήσεων διευκολύνει τις διαφορετικές γενιές να επικοινωνήσουν μεταξύ τους.

Τα παλαιοβιβλιοπωλεία, χώροι γεμάτοι εκπλήξεις (πολλοί εξ’όσων συχνάζουμε εκεί, παραδεχόμαστε σιωπηρά πως συχνά δεν ξέρουμε ούτε τί ψάχνουμε, ούτε τί και αν πρόκειται να αγοράσουμε) προσφέρονται για μια τελετουργική εκταφή[25] απρόσμενων και σπάνιων αντικειμένων που καθορίζουν μια συναισθηματική (επαν)οικειοποίηση ενός κοσμού που είτε υπήρξε δικός μας είτε τον θέλουμε για δικό μας. Ο Κώστας Αναστόπουλος του Αλφειού, μας μίλησε για την μνήμη που βάλλεται, για την κυρίαρχη ιδέα «ζήσε το παρόν», για τους σημερινούς σαραντάρηδες και πενηντάρηδες που δεν υπερασπίζονται/ μεταφέρουν κάποια ιδεολογία με το πάθος των παλαιότερων, κάθε άλλο. Το παλαιοβιβλιοπωλείο είναι μια απάντηση και σε αυτό, μας είπε, εφόσον δίνει την ευκαιρία σε νεότερους μάλιστα ανθρώπους να έρθουν σε επαφή με παλαιά (αντι)κείμενα όχι με κάποιον αποστειρωμένο μουσειακό τρόπο, αλλά ζωντανά. Βλέπουμε φυσικά, όχι μόνο στην περίπτωση Καρότσι αλλά σε πολλές περιπτώσεις, πως τα παλαιοβιβλιοπωλεία αποτελούν στέκια στην πόλη. Στέκια που καταργούν την ανωνυμία των μεγάλων βιβλιοπωλείων εφόσον στα παλαιοβιβλιοπωλεία ιδιοκτήτες και πελάτες γνωρίζονται, ανταλάσσουν ιστορίες, σκέψεις, αναγνώσματα, συχνά περνούν ώρες μαζί για χρόνια, μεταξύ αναστοχασμού και μοιράσματος πνεύματος μετά του οινοπνεύματος[26].

bouketoΗ Linda Hutcheon στο άρθρο[27] της για την ειρωνεία, την νοσταλγία και το μεταμοντέρνο, σχολιάζει την ιδιαιτερότητα της μεταμοντέρνας νοσταλγικής συνθήκης επικαιροποιώντας εύστοχα τον Δον Κιχώτη, που μας χάρισε αυτές τις εξαίσιες ειρωνίες σε σχέση με την αντιφατική και ενίοτε ανάρμοστη νοσταλγία του για ένα ιπποτικό παρελθόν. Ζώντας την εποχή της μετανεωτερικότητας είναι πολύ δύσκολο να αποδεσμευτούμε από την πολυπλοκότητα του παρόντος στο οποίο ανήκουμε, από το discourse της μετανεωτερικότητας μέσα στο οποίο η ίδια πολιτισμική οντότητα (ένα παλιό βιβλίο στο ράφι μας εν προκειμένω ή μια συνθήκη σαν εκείνην που ο Κώστας Σπανός μας περιέγραψε: «Ο Μιχάλης Μπούρμπουλης έπαιρνε την Αγία Γραφή, άναβε κεριά και έγραφε ποιήματα»), μπορεί να ερμηνευθεί ταυτόχρονα ως ειρωνική και ως νοσταλγική. Στους δικούς μας καιρούς όπου τρέχει αενάως η υπόθεση του εκσυγχρονισμού, τα παλαιοβιβλιοπωλεία παρουσιάζουν τις δικές τους αναπόφευκτες και πολύ ενδιαφέρουσες αντιφατικές ενίοτε συναντήσεις του παλιού με το καινούργιο: Στα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα, στου Νασιώτη ή στου Τιπούκειτου στο Μοναστηράκι, ανακάτευε κανεις ανάμεσα σε σωρούς από παλιά κόμικς ψάχνοντας να βρει το επιθυμητό· δεν λέμε πως τέτοιες καταστάσεις είναι ανύπαρκτες σήμερα, από την άλλη ο Νίκος Χρυσός, παλαιοβιβλιοπώλης νέας γενιάς, γνωρίζει πού βρίσκεται οτιδήποτε στο κατάστημά του, ενημερώνει τακτικότατα την ιστοσελίδα του, oldbooks.gr, στην οποία έχει πρόσβαση ο καθένας, και ενημερώνει με e-mail εβδομαδιαίως τους άμεσα ενδιαφερόμενους για τα εκάστοτε εβδομήντα νέα βιβλία που προστέθηκαν στην συλλογή του. Δεν χρειάζεται δηλαδή ούτε καν η επίσκεψη αν δεν κρίνεται αναγκαία―παρότι πολλοί επιδιώκουμε ακόμη να χανόμαστε στον κόσμο των θαυμάτων που λέγεται βιβλιοπωλείο, μια διαδικτυακή περιήγηση και παραγγελία αρκούν πλέον ώστε να έλθει στα χέρια μας το ζητούμενο. Το διαδίκτυο έχει ανατρεψει βέβαια και άλλες ισορροπίες, όπως την αξία των βιβλίων σε χρήμα, που έχει σχετικοποιηθεί ακόμη περισσότερο από το ασαφές που αρχικά αναφέραμε, μιας και το εμπόριο παλαιού βιβλίου καθίσταται πλέον διαδικτυακώς διεθνές. Πάντως τα παλαιά βιβλία συνεχίζουμε συχνά τα αντιμετωπίζουμε ως ερείπια του παρελθόντος, μέσω των οποίων επιτυγχάνουμε ενίοτε να νοηματοδοτήσουμε την ασυνέχεια ως συνέχεια, την απουσία ως παρουσία και την αποξένωση σε συμφιλίωση[28]. 

 

Εισαγωγής επίλογος

γιατί όλο έρχεται η άλλη σελίδα
μετά από τις μικρές σελίδες
που μεταφέρουν τα ιδανικά σώματα,
έρχεται ο επίλογος
με τα λεπτομερή έξοδα της Ιστορίας. (Δημήτρης Δούκαρης)

 

Όσα συζητήθηκαν σε αυτήν εδώ την μικρή εργασία δεν ήταν παρά μια εισαγωγή στην εισαγωγή της μεγάλης ιστορίας και ανθρωπολογίας των αθηναϊκών παλαιοβιβλιοπωλείων στον 20ο και στον 21ο αιώνα. Πάντως, ελπίζουμε πως αξιοποιήσαμε δημιουργικά μια, κάθε άλλο παρά πλήρη, βιβλιογραφία. Η ελάχιστη επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήθηκε μας έδωσε το υλικό και τα ενάυσματα για νέες έρευνες. Όλοι οι παλαιοβιβλιοπώλεις που επισκεφθήκαμε έχουν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες, πολλές εκ των οποίων χρήζουν καταγραφής και σημειολογικής ανάλυσης. Ο Κώστας Αναστόπουλος κρατάει ημερολόγιο. Δεν μάθαμε εν τέλει τί απέγινε το πανάκριβο λεξικό έκδοση της Κωνσταντινούπολης, του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, που επειδή δεν μπόρεσε να πουληθεί ως πανάκριβο που ήταν, χρησιμοποιήθηκε, σύμφωνα με τον Κώστα Σπανό, αντιδραστικά από τον κάτοχο παλαιοβιβλιοπώλη ως σκαλοπάτι του βιβλιοπωλείου του. «Οι μεγαλύτεροι εχθροί των βιβλίων είναι ο ήλιος, η υγρασία και οι κληρονόμοι» τόνισε η Ορσαλία Βαδαλούκα, ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου «το Δεύτερο Χέρι» σε Κυριακάτικο Ριζοσπάστη[29] (31 Οκτωβρίου 1991), αλλά εμείς δεν κατορθώσαμε να μιλήσουμε ούτε με κληρονόμους, ούτε με συλλέκτες, θα το πράξουμε βέβαια―διότι τα παλαιά βιβλία συνδέονται με την συστηματική δημιουργία βιβλιοθηκών, και μερικές βιβλιοθήκες, όπως για παράδειγμα εκείνη του Ζήσιμου Λορεντζάτου[30] που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη, είναι ενδεικτικές της πορείας, της ιστορίας των ιδεών στην Ελλάδα του εικοστού αιώνα. Μάθαμε βέβαια πώς η χειροποίητη σελιδοποίηση του παρελθόντος εξέθρεψε την προσεγμένη τυπογραφία του παρόντος. Δεν εξετάσαμε ιστορικές προεκτάσεις της νομικής συνθήκης για το εμπόριο παλαιών βιβλίων ―τί και με ποια κριτήρια αξιολογείται ως προστατευόμενο πολιτισμικό κληρονόμημα, πώς ορίζεται η τύχη του; Σκεφτήκαμε πάντως, πως και τα παλαιοβιβλιοπωλεία ως χώροι προσφέρονται για μελέτη και εφαρμογή μιας σύγχρονης θεωρίας του χάους, χάος που έρχεται απευθείας από το παρελθόν. Και πως οι παλαιοβιβλιοπώλεις―ένα αναλυτικό φωτορεπορτάζ στα καταστήματα της Αθήνας δεν θα ήταν δύσκολο να μας πείσει πως πρόκειται για «ράτσα»― που συναντήσαμε, ανήκουν περισσότερο στους καλλιτέχνες, γιατί δουλεύουν όχι μόνο με τα χέρια αλλά και με το μυαλό και με την καρδιά.


[1] Δεν εντοπίστηκε ούτε μία μελέτη που να αφορά αποκλειστικά τα παλαιοβιβλιοπωλεία της Αθήνας ή της Ελλάδος γενικότερα, αξιοποιήθηκε όμως η σχετική αρθρογραφία και άλλες βοηθητικές, πλην όμως πολύ αποσπασματικές, αναλόγου ενδιαφέροντος, πηγές.

[2] Jenisch, Jared. The History of the Book: Introduction, Overview, Apologia. Portal: Libraries and the Academy, Volume 3, Number 2, April 2003, σ. 231.

[3] Λιάκος, Αντώνης. Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία. Πόλις: Αθήνα 2007. σ. 219.

[4] Zweig, Stefan. Ο παλαιοβιβλιοπώλης Μέντελ και η αόρατη συλλογή. Άγρα: Αθήνα 2010. Οπισθόφυλλο.

[5] Σπανός, Κώστας Χ. Ο Χαράλαμπος Σπανός και το «Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων». Οι αναμνήσεις των συγχρόνων του. Βιβλιοφιλία: Αθήνα 2004. σ. 37. Φράση του Δημήτρη Αγοραστόπουλου, συνταξιούχο γυμνασιάρχη, φίλου και πελάτη του Χαράλαμπου Σπανού.

[6] Athens Voice, ηλεκτρονική έκδοση. http://www.athensvoice.gr/the-paper/article/269/%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BF-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7 Ημερομνηνία ανάθεσης, 3 Οκτωβρίου 2012.

[7] Αποστολίδης, Ρένος. Βαρβέρης, Γιάννης. Γαβαλάς, Δημήτρης κ.α. Το Καρότσι. Εκάτη, Χ.Κ. Νικολάκης: 1998. σ. 13.

[8] οπ. σ. 41.

[9] http://ekati.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=5&Itemid=2 ημ. ανάθεσης 2 Οκτωβρίου 2012.

[10] Αποστολίδης, Ρένος. Βαρβέρης, Γιάννης. Γαβαλάς, Δημήτρης κ.α. Το Καρότσι. Εκάτη, Χ.Κ. Νικολάκης: 1998. σ. 11.

[11] ο.π. 51.

[12] Λιάκος, Αντώνης. Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία. Πόλις: Αθήνα 2007 σ. 210.

[13] ο.π. σ. 279.

[14] ο.π. σ. 277.

[15] Σπανός, Κώστας Χ. Ο Χαράλαμπος Σπανός και το «Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων». Οι αναμνήσεις των συγχρόνων του. Βιβλιοφιλία: Αθήνα 2004. σ. 11.

[16] ο.π. σ. 47.

[17] Σπανός, Κώστας Χ. Ο Χαράλαμπος Σπανός και το «Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων». Οι αναμνήσεις των συγχρόνων του. Βιβλιοφιλία: Αθήνα 2004. σ. 69-119.

http://www. alfeiosbooks. com

[19] Πρόκειται για τηλεοπτικό σταθμό των Ένοπλων Δυνάμεων που υπαγόταν στην ευθύνη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, που από το 1982 έπαψε να είναι ύπο την ευθύνη του στρατού και μετονομάστηκε σε ΕΡΤ2.

[20] Thompson, Paul. Φωνές από το παρελθόν. Προφορική Ιστορία. Πλέθρον: Αθήνα 2008. σ. 52. Φράση του George Ewart Evans.

[22] Urban, Ken. Ghost from an Imperfect Place. Philip Ridleys Nostalgia. Modern Drama, Volume 50, Number 3, Fall 2007, pp 325-345. σ. 325-326.

[23] Katz, Tamar. City Memory, City History Urban Nostalgia, The Colossus ofNew York, and Late-Twentieth-Century Historical Fiction. Contemporary Literature, Volume 51, Number 4, Winter 2010, pp. 810-851. σ. 835.

[24] Thompson, Paul. Φωνέςαπότοπαρελθόν. Προφορική Ιστορία. Πλέθρον: Αθήνα 2008. σ. 49.

[25] Λιάκος, Αντώνης. Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία. Πόλις: Αθήνα 2007. σ. 244.

[26] Αποστολίδης, Ρένος. Βαρβέρης, Γιάννης. Γαβαλάς, Δημήτρης κ.α. Το Καρότσι. Εκάτη, Χ.Κ. Νικολάκης: 1998. σ. 12.

[28] Λιάκος, Αντώνης. Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία. Πόλις: Αθήνα 2007. σ. 193.

[29]Βιβλιοφιλία αριθμός 64, Απρίλιος-Μάιος-Ιούνιος 1994. Εκδότης: Κώστας Σπανός. σ. 29.

[30] Πρόκειται για ιδέα από την έρευνα του καθηγητή της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, Μίλτου Πεχλιβάνου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη. Τμήμα της εκφωνήθηκε στην εισήγησή του στο Δ΄ Επιστημονικό Συνέδριο Νεοελληνικώ Σπουδών στην Γρανάδα ( 9-12 Σεπτεμβρίου 2010)

 

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Αυτός ήταν ο Κώστας...» – Λίγα λόγια για τον Κώστα Παπαϊωάννου από τον Άγγελο Στάγκο

«Αυτός ήταν ο Κώστας...» – Λίγα λόγια για τον Κώστα Παπαϊωάννου από τον Άγγελο Στάγκο

Το βράδυ της Δευτέρας 11 Μαρτίου, δύο χρόνια από τον θάνατο του δημοσιογράφου και εκδότη της εφημερίδας «Το Ποντίκι» (1979-2005), Κώστα Παπαϊωάννου (1938-2022), διοργανώθηκε στην Ένωση Συντακτών τιμητική εκδήλωση στη μνήμη του. Βασικοί ομιλητές ήταν οι (από αριστερά στη φωτογραφία) Μιχάλης Ιγνατίου, Αλέξης Παπαχελάς...

Η θεραπευτική και σωτηριακή διάσταση της Αισθητικής

Η θεραπευτική και σωτηριακή διάσταση της Αισθητικής

Η ικανότητα της Αισθητικής είναι να αποδιώχνει το κακό και μέσω της εμπειρίας του ωραίου να οδηγεί τους ανθρώπους σε αυτοαποκαλύψεις, σε γνωστικές περιπέτειες, αλλά και σε ιατρικές θεραπείες. Κεντρική εικόνα: O Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου ©Wikipedia. 

Γράφει ο Δημο...

«Λογοτεχνικά περιοδικά»: Ποια είναι, ποιο το στίγμα τους, ποιοι τα βγάζουν – Μια απόπειρα καταγραφής των λογοτεχνικών περιοδικών που κυκλοφορούν σήμερα σε έντυπη μορφή

«Λογοτεχνικά περιοδικά»: Ποια είναι, ποιο το στίγμα τους, ποιοι τα βγάζουν – Μια απόπειρα καταγραφής των λογοτεχνικών περιοδικών που κυκλοφορούν σήμερα σε έντυπη μορφή

Σαράντα πέντε λογοτεχνικά περιοδικά: Τα μακροβιότερα, τα καινούργια, τα σπάνια. Μια απόπειρα καταγραφής των λογοτεχνικών και βιβλιολογικών περιοδικών που κυκλοφορούν σήμερα σε έντυπη μορφή, παρουσιάζοντας το πρώτο και το τελευταίο τεύχος από το καθένα. Μια αναδρομή, επίσης, σε ορισμένα από τα σημαντικότερα, που...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

«Ανορθογραφίες επιμελητών» – Μια επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου

Λάβαμε από τον Διονύση Χαριτόπουλο την παρακάτω επιστολή, σχετικά με την επιλογή κριτικών κειμένων του Κωστή Παπαγιώργη που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη με τον τίτλο «Κωστής Παπαγιώργης: Τα βιβλία των άλλων 1, Έλληνες συγγραφείς», το 2020. 

Επιμέλεια: Book Press

...
«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

«Γυναικεία Βραβεία non fiction 2024»: Ανακοινώθηκε η βραχεία λίστα

Η νικήτρια του βραβείου Women's Prize για non-fiction βιβλία θα ανακοινωθεί στις 13 Ιουνίου. Κεντρική εικόνα, μια από τις υποψήφιες για το βραβείο: η συγγραφέας και αρθρογράφος Ναόμι Κλάιν © The University of British Columbia.

Επιμέλεια: Book Press

...
Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

«Μακγκάφιν» του Βαγγέλη Γιαννίση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Γιαννίση «Μακγκάφιν», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 21 Μαρτίου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
37.947408, 23.641584

 «Αφού σου ...


«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

«Το μποστάνι του Μποστ» του Κωνσταντίνου Κυριακού (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Κυριακού «Το μποστάνι του Μποστ – Μια σύνθεση / συμπλήρωση / διασκευή κειμένων του Μποστ», το οποίο κυκλοφορεί σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

«Όλα μαύρα» της Δήμητρας Παπαδήμα (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το βιβλίο της Δήμητρας Παπαδήμα «Όλα μαύρα», το οποίο θα κυκλοφορήσει την επόμενη εβδομάδα από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

«Τι είμαστε εμείς μπροστά σε αυτά τα κτήνη, ρε; Τι είμαστε; Άγιοι. Και φόνο να...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Τρία μυθιστορήματα με άρωμα εποχής και μυστηρίου από τα Ελληνικά Γράμματα

Για τα μυθιστορήματα «Strangers in the Night» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά) της Χέδερ Γουέμπ [Heather Webb], «Τα Μυστήρια της Μις Μόρτον Μόρτον» (μτφρ. Χρήστος Μπαρουξής) της Κάθριν Λόιντ [Catherine Lloyd] και «Κωδικός Coco» (μτφρ. Γιάννης Σπανδωνής) της Τζιόια Ντιλιμπέρτο [Gioia Diliberto]. Τρία μυθιστορήματα που μας μεταφ...

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Τι διαβάζουμε τώρα; 21 καλά βιβλία λογοτεχνίας που βγήκαν πρόσφατα

Επιλέξαμε 21 βιβλία ελληνικής και μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.

Γράφει ο Κώστας Αγοραστός

Οι πρώτοι μήνες του 2024 έχουν φέρει πολλά και καλά βιβλία πεζογραφίας. Κι αν ο μέσος αναγνώστης βρίσκεται στην καλύτερη περίπτωση σε σύγχυση, στη χειρότερη σε άγχ...

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Επανάσταση 1821: 11 βιβλία για τον Αγώνα των Ελλήνων

Ενόψει της 25ης Μαρτίου, επιλέγουμε έντεκα βιβλία που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα περίπλοκλη όσο και μοναδική διαδοχή γεγονότων που ήταν η Ελληνική Επανάσταση. Kεντρική εικόνα: έργο του Λουντοβίκο Λιπαρίνι «Ο όρκος του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (περίπου 1850), μουσείο Μπενάκη.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

02 Απριλίου 2023 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα όλων των εποχών: 20 έργα-ποταμοί από την παγκόσμια λογοτεχνία

Πολύτομα λογοτεχνικά έργα, μυθιστορήματα-ποταμοί, βιβλία που η ανάγνωσή τους μοιάζει με άθλο. Έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας, επικές αφηγήσεις από την Άπω Ανατ

ΦΑΚΕΛΟΙ