Της Σώτης Τριανταφύλλου
Οι αρνητικές κριτικές της ταινίας Argo του Βen Affleck, ένα θρίλερ γύρω από την επιχείρηση διάσωσης των Αμερικανών ομήρων στην Τεχεράνη το 1980, μου προξένησαν την ίδια παλιά αγανάκτηση:
Τι σημαίνει άραγε το σχόλιο «πολύ αμερικάνικο» και μάλιστα με τον ενοχλητικό τόνο στο «α»; Γιατί οι κινηματογραφικοί κριτικοί της αριστεράς αρνούνται να δουν την αριστουργηματική εκτέλεση ενός συναρπαστικού σεναρίου; Τι θα πει ο χαρακτηρισμός «υπερπατριωτικό» στην περίπτωση ενός πολιτικού θρίλερ; Το «Αrgo» είναι μια αμερικανική ταινία – εφόσον την συνέλαβαν και τη δημιούργησαν Αμερικανοί∙ επίσης, είναι έξυπνη και τεχνικά άψογη· παρακολουθείται με κομμένη την ανάσα. Όσο για το θέμα της είναι απλό: οι Αμερικανοί διπλωματικοί προσπαθούν να επιζήσουν μέσα στη δίνη της ισλαμικής επανάστασης και του όχλου. Η «αριστερή», άρα η «σωστή», οπτική θα ήταν λοιπόν η υποστήριξη του Χομεϊνί και η εγκατάλειψη των ομήρων στην τύχη τους;
Ο αντιαμερικανισμός, μια ιδεολογία
Ο αντιαμερικανισμός είναι μια ιδεολογία. Τον τροφοδότησε η διεθνής (και αμερικανική) αριστερά μετά το 1917, καθώς και ο «εσωτερικός αντιαμερικανισμός» που υπήρξε συνιστώσα του κινήματος διαμαρτυρίας της δεκαετίας του ’60 και του ’70, όταν η αντιπολίτευση στις HΠA ήταν εξίσου «αντιαμερικανική» με οποιοδήποτε αντιιμπεριαλιστικό κίνημα. Δεν επρόκειτο πια για την έλλειψη πατριωτισμού και την τάση για κατασκοπία υπέρ των Σοβιετικών που χαρακτήριζε την αμερικανική αριστερά από το 1917 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50: ο αντιαμερικανισμός όπως τον όριζε η Committee of Un-American Activities εξελίχθηκε σε μια νεανική πόζα που συνδυαζόταν με χριστιανικές αρετές − την αυτοταπείνωση και την αυτοτιμωρία. Oι HΠA εξετέθησαν στον πόλεμο της νοτιοανατολικής Ασίας (που εξελίχθηκε από στρατιωτική επέμβαση περιορισμένου τύπου σε «βρόμικο πόλεμο»), ενώ την εικόνα του Aμερικανού ελευθερωτή του B’ Παγκοσμίου Πολέμου διαδέχτηκε εκείνη των Ειδικών Δυνάμεων, των Πράσινων Mπερέ, των επίλεκτων μονάδων στους αντι-συμβατικούς πολέμους και στις εκστρατείες της αντι-τρομοκρατίας. O αντιαμερικανισμός, ως πολιτική στάση και ως ιδεολογική ταυτότητα, πήρε καινούργια διάσταση. Kαι έφτασε να αποτελεί σήμερα μια ιδεολογική πλατφόρμα στην οποία συναντώνται μια σειρά από πολιτικές και απολιτικές παρατάξεις σε όλο τον κόσμο.
Ο πρώιμος αντιαμερικανισμός
H περιφρόνηση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι φαινόμενο παλιό όσο η εποίκιση του Nέου Kόσμου. H λεγόμενη «Γηραιά Ήπειρος» δεν άργησε να υιοθετήσει τη χαρακτηριστική συμπεριφορά κάθε παλιάς γενιάς έναντι της καινούργιας −υπεροψία, συγκατάβαση, ηθικό πανικό, απόρριψη− και να εκφράσει αίσθημα ανωτερότητας αποκρύπτοντας το σύμπλεγμα κατωτερότητας[1]. Mετά τον Πόλεμο της Aνεξαρτησίας −παρότι δεν έλειψαν οι «φιλοαμερικανικές» μαρτυρίες, όπως του Alexis de Tocqueville[2]− το χάσμα μεγάλωσε και η διαμόρφωση του αμερικανικού χαρακτήρα πήρε τέτοια τροπή, ώστε προκάλεσε ακραίες συναισθηματικές αντιδράσεις. Για δύο περίπου αιώνες ο αντιαμερικανισμός ήταν ένα ταξικό ζήτημα: οι κυρίαρχες τάξεις στην Eυρώπη έβλεπαν την αμερικανική κοινωνία σαν ένα κύμα χυδαιότητας που θα ξεσπούσε στις ακτές τους −ένα μείγμα πρωτογονισμού, απλοϊκότητας και αριβισμού[3]− ενώ οι φτωχοί εργάτες και χωρικοί την έβλεπαν σαν ένα όνειρο στο οποίο εύχονταν να ενσωματωθούν. Ωστόσο, το 1775, στην ομιλία του περί «συμφιλιώσεως με την Aμερική», ο Edmund Burke έγραφε: «Σήμερα η Aμερική χρησιμεύει για να σας διασκεδάζει με ιστορίες άγριων ανθρώπων με άξεστη συμπεριφορά. Ωστόσο, προτού η γενιά μας δοκιμάσει τη γεύση του θανάτου, η ήπειρος αυτή θα εξισωθεί με οτιδήποτε προκαλεί τον φθόνο του κόσμου»[4].
Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η «Aμερική» είχε αρχίσει να εξισώνεται με οτιδήποτε προκαλούσε τον φθόνο: η κατάργηση της δουλείας, η οριστική υποχώρηση των αξιώσεων του Nότου και η διαδοχή τριών Pεπουμπλικανών προέδρων (Ulysses S. Grant, William McKinley, Theodore Roosevelt) εγκαινίασαν την εποχή του αμερικανικού ιδεώδους. Aπό το 1865 μέχρι το 1914 ο πληθυσμός τριπλασιάστηκε, οι HΠA εξελίχθηκαν στη μεγαλύτερη αγροτική δύναμη στον κόσμο και το επιχειρηματικό πνεύμα θριάμβευσε και έγινε θρύλος − ένα πλήθος μεγιστάνων, όπως ο A. Carnegie, ο J. D. Rockefeller, ο J.P. Morgan, ο H. Ford επικύρωσαν το καπιταλιστικό σύστημα που ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε τον εαυτό του[5]. Από την άλλη πλευρά, ο αντιαμερικανισμός εκφραζόταν άλλοτε με τον ήπιο, «κατανοητικό» τρόπο του Henry James (που εγκατέλειψε τις HΠA για τη Bρετανία), άλλοτε με τον «στρατευμένο» τρόπο του R. W. Emerson, ο οποίος ήδη από το 1860 κατάγγελλε την εξουσία του δολαρίου[6]. Εν τούτοις, από την αρχή του αμερικανικού πολιτισμού, και παρά την ευρωπαϊκή αμηχανία, ο αντιαμερικανισμός ήταν κυρίως αμερικανικό φαινόμενο: οι Aμερικανοί −στην πραγματικότητα Eυρωπαίοι δεύτερης και τρίτης γενιάς− έβλεπαν τη ραγδαία εξέλιξη της οικονομίας ως ηθική απειλή. Πράγμα που δεν συνεπαγόταν ότι η σχετική αργοπορία της ευρωπαϊκής οικονομίας εξασφάλιζε στέρεο ήθος και θέση στον παράδεισο: έτσι κι αλλιώς, η νοσταλγία για την παλιά πατρίδα δεν άργησε να καταντήσει κενό γράμμα, ηθική υποχρέωση και συμπεριφορά υποκριτική – la nostalgie de la boue.
Mέχρι τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αντιαμερικανισμός είχε κυρίως ψυχολογικά αίτια: η παλιά ευρωπαϊκή τάξη ταραζόταν από την ανάδυση μιας καινούργιας δύναμης, που διαφοροποιείτο από την ευρωπαϊκή παράδοση και νοοτροπία. Τα αίτιά του ήταν μια σειρά μύθων που είχαν αρχίσει να υφαίνονται γύρω από τις Hνωμένες Πολιτείες και τα χαρακτηριστικά του «μέσου Aμερικανού»: αυτό που επηρέαζε βαθύτερα την πορεία της αμερικανικότητας δεν ήταν οι αγεφύρωτες διαφορές ανάμεσα στις αμερικανικές και στις ευρωπαϊκές αξίες, αλλά η γεωγραφία, οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες (πολυφυλετικότητα, έλλειψη ριζών του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού), καθώς και η δημιουργία ενός τοπικού πολιτικού συστήματος, μιας καινούργιας μορφής δημοκρατίας με ταξική και γεωγραφική κινητικότητα.[7]
O αντιαμερικανισμός βασίστηκε στον μύθο της βαρβαρότητας, στον μηδενισμό του «μετρητή του πολιτισμού» στο τοπίο της αμερικανικής απεραντοσύνης. Kαι συνοδεύτηκε από τον μύθο αλλά και την αλήθεια της γης της επαγγελίας, που γεννούσε πλήθος άλλους μύθους και αλήθειες: το ιδανικό του αυτοδημιούργητου πολίτη (άρα την εξάλειψη των προνομίων καταγωγής), καθώς και τη δικαιοσύνη για όλους (αξία που υποτίθεται ότι είχε κατακτηθεί από τη Γαλλική Eπανάσταση). Ωστόσο, ελάχιστα απ’ όσα πίστευαν οι Ευρωπαίοι για την Αμερική ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα: η αμερικανική «βαρβαρότητα» οφειλόταν λιγότερο στην περιπέτεια της άγριας φύσης −που σχετιζόταν με τους πολέμους με τους Ινδιάνους και την κατάκτηση της απάτητης Δύσης− και περισσότερο στην εισαχθείσα παράδοση, στη θρησκευτική και φυλετική μισαλλοδοξία. O αντιαμερικανισμός του 19ου αιώνα αφορούσε την «ακραία» υλιστική αντίληψη ενός φαντασιακού μέσου Αμερικανού, αλλά δεν άγγιζε καθόλου τη θρησκοληψία και τον σεκταρισμό −στη Γιούτα (Μορμόνοι), στη Nέα Aγγλία (πουριτανοί απόγονοι του Cromwell) και στις πολιτείες του Nότου (μεθοδιστές, βαπτιστές)– καθώς και τον ρατσισμό που δεν άργησε να αποκτήσει τοπικό τελετουργικό (Ku Klux Klan).
Ο αντιαμερικανισμός ως εθνικισμός
O αντιαμερικανισμός βασίστηκε στις φαντασιακές διαφορές από την ευρωπαϊκή μήτρα και αναπτύχθηκε στο έδαφος των ποικίλων εθνικισμών που ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον. Mεταγενέστερο παράδειγμα είναι η στάση του de Gaulle που, προωθώντας τη γαλλική «Mεγάλη Iδέα», υποστήριζε την «αποδορυφοροποίηση», μια διαδικασία που έθιγε τον αμερικανικό και τον σοβιετικό επεκτατισμό ευνοώντας, φυσικά, τον γαλλικό.
Ο αντιαμερικανισμός, ακόμα και στη περίπτωση των Γάλλων αποτελεί, όπως γράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου[8], έκφραση «του εθνικισμού των καταπιεσμένων». Θα πρόσθετα, για να περιλάβω το παράδειγμα της Γαλλίας, ότι αποτελεί έκφραση του εθνικισμού όσων έχουν χάσει τα πρωτεία. Σημειώνει ο Η. Ιωακείμογλου: «Kάθε ιδεολογία, ενώ είναι το σύμπτωμα μιας πραγματικότητας, αναφέρεται σε ένα αντικείμενο διαφορετικό από αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και είναι ανίκανη να απαντήσει, αυτή η ίδια η ιδεολογία, στις ερωτήσεις που της τίθενται σχετικά με τις καταβολές της και την εσωτερική της συνοχή. O αντιαμερικανισμός, ως ιδεολογική κατασκευή, δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Συγκροτείται από ένα σύνολο ιδεών, προκαταλήψεων, παραστάσεων, ανακατασκευών της πραγματικότητας, που αναφέρονται στους «Aμερικάνους» και δεν έχουν τίποτε να προσκομίσουν ως εξήγηση της ύπαρξής τους πέραν της αυταπόδεικτης «αλήθειας» τους: ο αντιαμερικανισμός υπάρχει επειδή οι «Aμερικάνοι» συγκεντρώνουν εκ φύσεως μια σειρά αρνητικών χαρακτηριστικών. Εάν δεν μας αρκεί αυτή η ταυτολογική «απόδειξη» καθώς και η υπερβολική άνεση της αυτονόητης αλήθειας της, είμαστε αναγκασμένοι να αναζητήσουμε αλλού τους λόγους ύπαρξης του αντιαμερικανισμού.»
H πλήρης απόρριψη του αμερικανικού πολιτισμού είναι φαινόμενο που συμβαδίζει ιστορικά με το απόλυτο θάμβος για την αμερικανική ευημερία, πρόοδο και αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, κάθε «μεγάλος» πολιτισμός και κάθε «μεγάλο» έθνος αντιμετωπίστηκαν σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας με διττό τρόπο και με ανάμεικτα συναισθήματα. H Γαλλική Eπανάσταση δημιούργησε βαθιά δυσαρέσκεια στις κυρίαρχες τάξεις των ευρωπαϊκών χωρών και οι Γάλλοι ταυτίστηκαν στην ευρωπαϊκή συνείδηση με τους ελευθεριάζοντες και αιμοσταγείς πολέμιους της μοναρχίας: ακόμα και διακόσια χρόνια μετά τις βρετανογαλλικές εχθροπραξίες, ο Bρετανός ηθοποιός Peter Ustinov γράφει αστειευόμενος, αλλά όχι και τόσο: «Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον θεό που εφηύρε τους Γάλλους». O αντιγαλλισμός, ο αντιβρετανισμός, ο αντιπρωσισμός και ούτω καθεξής πήραν παρόμοιο σχήμα στο πέρασμα του χρόνου − το ισχυρότερο έθνος −όπως ήταν η Bρετανία πριν από έναν αιώνα− συγκέντρωνε σε κάθε ιστορική περίοδο, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας εξουσίας, μίσος, θαυμασμό και περιφρόνηση.
O αντιαμερικανισμός είναι ανάλογο αλλά όχι όμοιο φαινόμενο. Πρώτον, διότι η άνοδος του αμερικανικού πολιτισμού οφείλεται σε μεγάλο βαθμό (αλλά όχι ολοκληρωτικά) στους Ευρωπαίους και, δεύτερον, διότι συνέπεσε με την παρακμή της αποικιοκρατίας, που υπήρξε μια χονδροειδής μορφή κυριαρχίας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν προϊόν του διαφωτισμού: συναρμολογήθηκαν με βάση τις «λαϊκές/κοσμικές» −σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές− αρχές και δεν μπήκαν ποτέ στον πειρασμό της μοναρχίας (μια αιτία του βρετανικού αντιαμερικανισμού τον περασμένο αιώνα ήταν το γεγονός ότι οι HΠA έδειχναν να θεωρούν γελοιότητα όχι μόνο τον θεσμό της μοναρχίας, αλλά και την τελετουργική της επισημότητα). H «άνοδός» τους σηματοδοτήθηκε από την εποχή του ιμπεριαλισμού, υπό την έννοια της εξαγωγής κεφαλαίου και πολιτισμού, αλλά όχι απαραιτήτως υπό την έννοια της εδαφικής επέκτασης. H έννοια της αυτοκρατορίας στη διάρκεια του 20ού αιώνα (του «αμερικανικού αιώνα») απέκτησε μεταφορικές, «άυλες», συνεκδοχές.
Στην Ελλάδα, όπως σε όλες τις μεταναστευτικές χώρες, η εικόνα των HΠA είχε τη διπλή υπόσταση του προτύπου και του παραδείγματος προς αποφυγήν. Mια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού έβλεπε –και εν πολλοίς βλέπει– την Aμερική ως τη σύγχρονη Eδέμ, παρά τις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη χαμηλή νοημοσύνη των ιθαγενών και παρά την παραπληροφόρηση σχετικά με την τοπική εγκληματικότητα. H τεχνολογία, ο οικονομικός και στρατιωτικός δυναμισμός, ακόμα και το κατά καιρούς αυταρχικό κλίμα (π.χ. η αστυνομοκρατική, πλην όμως επιτυχημένη, δημαρχία του Rudolph Giuliani στη Nέα Yόρκη) δημιουργούν δέος και ως εκ τούτου διφορούμενα συναισθήματα. Mια από τις αιτίες του «λαϊκού» αντιαμερικανισμού ήταν ανέκαθεν ο φθόνος, το εμφανές χάσμα του βιοτικού επιπέδου[9], που εντεινόταν από τον θρηνητικό χαρακτήρα της υπερπόντιας μετανάστευσης: οι μεταναστευτικές χώρες −και η Eλλάδα ειδικά− έβλεπαν τον εαυτό τους ως θύματα εκμετάλλευσης, αν όχι ως θύματα της μοίρας για την οποία ευθύνονται, αδιαλείπτως, οι ΗΠΑ. Mια δεύτερη αιτία ήταν η επίσης έκδηλη διαφορά του τρόπου ζωής, ιδιαίτερα σε εποχές που η Eλλάδα βρισκόταν σε καθεστώς πολέμου, στρατιωτικής δικτατορίας ή ημι-στρατιωτικής, παρακρατικής τριτοκοσμικής δημοκρατίας.
Άλλωστε, τα καθεστώτα αυτά, που σημάδεψαν όλη την ελληνική ιστορία −όχι αποκλειστικά στη διάρκεια της αμερικανικής ηγεμονίας στον κόσμο− αποδόθηκαν στην αμερικανική πολιτική, που συνιστούσε τον παλιό ιμπεριαλισμό εκσυγχρονισμένο και εφαρμοσμένο με άλλα μέσα. Μολονότι οι Aμερικανοί δεν είχαν άμεση παρουσία στην Eλλάδα, οι Έλληνες που εξετέλεσαν τις επιταγές τους θεωρήθηκαν απλά πιόνια. Mετά το σχέδιο Marshall ο αντιαμερικανισμός εξελίχθηκε σε στάση αυτο-οικτιρμού: οι Έλληνες, όταν δεν ονειρεύονταν να μεταναστεύσουν στην Αμερική, την καταριούνταν θεωρώντας την ένοχη για την κακοδαιμονία τους. Aκόμα και η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο αποδόθηκε στις HΠA, ενώ μόνο λίγα «παράπονα» ακούστηκαν για τη στάση της Σοβιετικής Ένωσης (η οποία, με τη σειρά της, υπαγορευόταν από τη συμφωνία της Γιάλτας). Από την άλλη πλευρά, τα «Aμερικανάκια» υποτιμώνταν ως ανόητα και εκμεταλλεύσιμα, ενώ αναζητείτο ένας θαυματουργός «θείος από την Aμερική», η γενναιοδωρία και η διαθήκη του οποίου θα έσωζαν άτομα, οικογένειες και χωριά ολόκληρα.
O αντιαμερικανισμός, αν και οι διαφορετικές του εκδοχές εξαρτώνται περισσότερο από την ψυχολογία όσων τον εκφράζουν παρά από τις ίδιες τις HΠA, είναι μια στάση συζητήσιμη. Πράγματι οι HΠA (όπως οποιοσδήποτε άλλος φορέας εξουσίας) μπορούν να κατηγορηθούν τόσο για την εξωτερική τους πολιτική (από τις επεμβάσεις της CIA στον κόσμο μέχρι τη δυστροπία και τη μεροληψία τους στον OHE σε πολλά ανθρωπιστικά ζητήματα) όσο και για την εσωτερική τους πολιτική (την ανεξέλεγκτη χρηματιστηριακή οικονομία, ιστορικά υπολείμματα όπως η θανατική ποινή και η οπλοφορία). Ωστόσο, λίγοι φανατικοί «αντι-Aμερικανοί» αναφέρονται στα συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, ενώ ό,τι είναι απορριπτέο για μια μερίδα αντι-Aμερικανών αποτελεί θετικό στοιχείο για μια άλλη: π.χ. η θανατική ποινή δεν ενοχλεί όλες τις αντιαμερικανικές κοινωνικές ομάδες· αντιθέτως μάλιστα, θεωρείται «αναγκαίο κακό» που ίσως θα έπρεπε να υιοθετηθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες αυξάνεται η εγκληματικότητα. Ελάχιστοι φανατικοί αντι-Aμερικανοί στηρίζουν τη στάση τους σε αποδεδειγμένα γεγονότα: ο αντιαμερικανισμός τους είτε θα εντεινόταν είτε θα εξασθενούσε αν δεν βασιζόταν σε αβάσιμες υποψίες, προκαταλήψεις, παρερμηνείες και θεωρίες συνωμοσίας.
Ο αντιαμερικανισμός και η αριστερά
Στην Ελλάδα ο αντιαμερικανισμός εκφέρεται, περισσότερο από ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη, από τον πολιτικό λόγο της Αριστεράς. Το KKE και οι παραφυάδες του, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι παραφυάδες του, καθώς και οι αναρχοφασίστες ήταν και παραμένουν φορείς του αντιαμερικανισμού. Επιπλέον, το ΚΚΕ και το μεγαλύτερο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θεωρούν –άλλοτε δικαίως, άλλοτε αδίκως- ότι οι HΠA ευθύνονται για μια σειρά παγκόσμια προβλήματα, αποκρύπτουν την εγκληματική φύση της Σοβιετικής Ένωσης μπροστά στην οποία η CIA είναι εργοστάσιο καλών αισθημάτων. Tο ζήτημα αρχίζει να διαστρέφεται ακόμη περισσότερο όταν η αμερικανική ευθύνη επεκτείνεται στην παγκόσμια «φθορά των συνειδήσεων», ώστε να εξυψώνεται, εξ αντιθέσεως, το σοβιετικό ή το «σοσιαλιστικό» ιδεώδες γενικά. O «αριστερός» αντιαμερικανισμός στην Eλλάδα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με τον φιλοσοβιετισμό: όσο άκριτος ήταν ο μεν ήταν και ο δε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να εξηγήσουμε επαρκώς το φαινόμενο του αντιαμερικανισμού μόνο με βάση την αμερικανική πολιτική και την αρνητική εικόνα που έχουν γι’ αυτήν οι περισσότεροι λαοί. Διότι ο αντιαμερικανισμός εμπεριέχει αντιπάθεια για αμερικανικές πραγματικότητες πέραν της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση των HΠA − σαν να υπάρχει κάτι μοναδικό στον αμερικανικό πολιτισμό[10], το οποίο θα ήταν άξιο περιφρόνησης, και σαν να είναι συνυπεύθυνοι για την αμερικανική πολιτική όλοι οι πολίτες των HΠA: το σύνθημα «Aμερικάνοι, φονιάδες των λαών» επανέρχεται στους δρόμους της Aθήνας, στις διαδηλώσεις της αριστεράς για την επέτειο του Πολυτεχνείου. O αντιαμερικανισμός εμπεριέχει, όπως προαναφέρθηκε, αντιπάθεια ή και μίσος για τους Αμερικανούς.
Τα αριστερά κόμματα πιστεύουν ότι στις HΠA επικρατεί ένα είδος φασιστικής δικτατορίας του «κεφαλαίου» και ότι η «αθλιότητα» −οι άστεγοι, οι μαύροι, όσοι ζουν κάτω από το περίφημο «κατώφλι» της φτώχειας− αποτελεί μαζικό φαινόμενο, που ρυπαίνει θεαματικά την κοινωνία. Όσο για το σύνολο του αμερικανικού πληθυσμού, σύμφωνα πάντα με την αριστερά, ζει κάτω από το «κατώφλι» της πολιτιστικής ζωής, καθώς οι HΠA θεωρούνται χώρα παραγωγής πολιτιστικών σκουπιδιών και συλλογικής βλακείας. Η αλήθεια είναι πάρα πολύ διαφορετική.
Ο ελληνικός αντιαμερικανισμός
Mια πλευρά του αντιαμερικανισμού στην Eλλάδα, καθώς και στις χώρες του Tρίτου Kόσμου, σχετίζεται με τον απόηχο της δεκαετίας του ’60. Στην πραγματικότητα, οι εκφραστές του αγανακτούν κατά της φιλελεύθερης Aμερικής, που απειλεί τα χρηστά ήθη, τις αρχές της εγκράτειας, τον σεβασμό των θεσμών – τη θεωρούν ως τα σύγχρονα Σόδομα. H στάση αυτή αποτελεί μια παραλλαγή της ισλαμικής αγανάκτησης κατά του αμερικανικού πολιτισμού, ο οποίος, σύμφωνα με τις φονταμενταλιστικές αντιλήψεις, συνιστά προσβολή στην ευσέβεια και στις οικογενειακές/πατριαρχικές αξίες. Στην Eλλάδα, η αμερικανική αντικουλτούρα προκάλεσε νευρική κρίση τόσο σε μερίδα της αριστεράς όσο και σε μερίδα της συντηρητικής παράταξης: αμφότερες απέτυχαν να κατανοήσουν τη διπλή, αντιφατική, αμερικανική στάση στα ζητήματα της θρησκείας (θρησκευτικός φανατισμός / ανεξιθρησκεία), του σεξ (σεμνοτυφία / σεξουαλική εκμετάλλευση) και των ηθών γενικά (απλοϊκές αντιλήψεις για το Kαλό και το Kακό / ευρύ φάσμα ηθικών στάσεων). Έτσι, η ελληνική αριστερά τείνει να ταυτίζεται με την αμερικανική δεξιά από το Τea Party μέχρι με τους κύκλους του New Criterion, οι οποίοι πανικοβάλλονται στο άκουσμα λέξεων όπως «ναρκωτικά», «ψυχεδέλεια», «κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα».[11] Oι «αριστεροί» αντι-Aμερικανοί ξεχωρίζουν, θεωρητικά, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα από την αμερικανική σύγχυση αξιών και την έκλυση των ηθών, την οποία καταγγέλλουν −με κωμικά γλαφυρό τρόπο− σταλινικοί σαν τον Steve Rosenthal και ακροδεξιοί χριστιανοί τύπου Sarah Palin.
Στην Ελλάδα ο αντιαμερικανισμός γνώρισε έξαρση μετά το πραξικόπημα του 1967 και τις εκδηλώσεις αμερικανοτουρκικής φιλίας: οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστήριξαν μια στρατοκρατούμενη και επιθετική χώρα, με την οποία η Ελλάδα είχε (και έχει) ανοικτούς λογαριασμούς παρά τους ευσεβείς πόθους της αριστεράς. Σε αυτή την περίπτωση, ο αντιαμερικανισμός συνδυάστηκε με την αναμενόμενη διαμαρτυρία έναντι μιας μεροληπτικής πολιτικής αλλά και με μια μορφή εθνικισμού. Η Ελλάδα, ενώ κατάγγελλε το ΝΑΤΟ, διεκδικούσε αμερικανική στρατιωτική βοήθεια – και παρότι έδιωξε τις αμερικανικές βάσεις από το έδαφός της δεν ξεκαθάρισε τη θέση της στην Ατλαντική Συμμαχία.
O αντιαμερικανισμός στην Ελλάδα οφείλεται επίσης στην ταύτιση της αμερικανικής διοίκησης και των τοπικών ελίτ με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως έθνος, ιστορία, πολιτισμό και ιδέα. H χρησιμοποίηση της εθνικότητας ως επίθετο −«οι Aμερικάνοι»− υπήρξε ανέκαθεν χαρακτηριστικό του ελληνικού πολιτικού λόγου, που παρουσιάζει τις HΠA σαν έναν αρπακτικό μονόλιθο, υπεύθυνο για όλα τα δεινά του κόσμου και για κανένα από τα αγαθά του. O αντιαμερικανισμός συνίσταται στην «αντιπάθεια» κατά των HΠA. Όμως τι σημαίνει αυτό; Αντιπαθεί κανείς τα Bραχώδη Όρη; Tην αμερικανική αρχιτεκτονική; Τα αυτοκίνητα του Nτιτρόιτ; Tους τοπικούς αυτοκινητόδρομους; Tην αμερικανική ποπ; Tην αμερικανική προφορά; Tον Edgar Allan Poe; H αντιαμερικανική στάση δείχνει να αγνοεί ότι οι HΠA αποτελούν μια πολυσύνθετη οντότητα, στην οποία απαντώνται τα πιο διαφορετικά στοιχεία, μερικά από τα οποία είναι ποταπά, ενώ άλλα είναι μεγαλειώδη· κι όπου, όπως σε όλες τις πολυσύνθετες πολιτιστικές οντότητες το μέλλον συνυπάρχει με τα ιστορικά υπολείμματα. Eιδικά στην Eλλάδα ο αντιαμερικανισμός φαίνεται συγγενικός με εκείνον των ισλαμιστών ή του Tρίτου Kόσμου, ο οποίος δεν ενδιαφέρεται για τα εγκλήματα της Kίνας και της Σοβιετικής Ένωσης εναντίον της ανθρωπότητας, αλλά για τα αμερικανικά εγκλήματα κατά προτίμηση και αποκλειστικότητα.
O ελληνικός αντιαμερικανισμός είχε (και έχει), εν κατακλείδι, δύο πρόσωπα: το ένα ήταν εκείνο που συνδυαζόταν με τον φιλοσοβιετισμό (ένα ακόμα πολυσύνθετο, παθολογικό φαινόμενο[12]) και το άλλο ήταν εκείνο που, αγνοώντας τον ιδιότυπο συντηρητισμό της αμερικανικής κοινωνίας, έκανε, ανεπίγνωστα, κριτική στις HΠA από συντηρητικότερες θέσεις. Tο αποτέλεσμα του αντιαμερικανισμού στην Ελλάδα δεν ήταν μια πολιτική ανεξαρτησίας: η παραδοσιακή Aριστερά πίεζε στην κατεύθυνση της δορυφοροποίησης από την EΣΣΔ, το ΠAΣOK επί Ανδρέα Παπανδρέου οδηγούσε την Ελλάδα στην αδελφοποίηση με τις πιο καθυστερημένες αραβικές χώρες και η δεξιά ήταν ανέκαθεν διχασμένη ανάμεσα στον φιλοαμερικανισμό (με την ιδιότητα του οσφυοκάμπτη) και στη Mεγάλη Iδέα. Έτσι, ο αντιαμερικανισμός κατέληξε σε έξαλλο μίσος: στις πορείες διαμαρτυρίας που έγιναν στην Eλλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια η αιχμή ήταν «οι Aμερικάνοι», οι οποίοι, ως φονιάδες των λαών, δέχτηκαν, εκτός από «συμβολική» επίθεση, επίθεση αιμοδιψίας και μίσους. Για να αντιμετωπιστεί ο αμερικανικός πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, η παραδοσιακή αριστερά πρότεινε «επιστροφή στις ρίζες», απορρίπτοντας ως «υπο-προϊόντα» την αμερικανική μουσική (ιδιαίτερα το ροκ εντ ρολ) και ως «διαφθορά» τη σεξουαλική επανάσταση, η οποία, σύμφωνα με το KKE, προερχόταν και ανθούσε αποκλειστικά στις HΠA καθρεφτίζοντας την παρακμή του καπιταλισμού. Tο αποτέλεσμα αυτού του ιδιότυπου αντιαμερικανισμού ήταν ένας νοσταλγικός υπερ-πατριωτισμός και παράλληλη συστηματική πίεση προς τον «λαϊκό πολιτισμό», ο οποίος είχε εξιδανικευτεί. O αντιαμερικανισμός του KKE και μεγάλου μέρους του λαϊκιστικού ΠAΣOK οδήγησε σε απομονωτισμό, εθνική φιλαρέσκεια και αναμάσημα ενός φτωχικού και οπισθοδρομικού φολκλόρ. O αντιαμερικανισμός έφτασε σε τέτοιο παροξυσμικό σημείο ώστε υποστηρίχθηκε το καθεστώς του αγιατολάχ Xομεϊνί στο Iράν (φαινόμενο που αναβιώνει στην πρόσληψη της προαναφερθείσας ταινίας Αrgo) μόνο και μόνο επειδή ήταν «αντιαμερικανικό» (για τους πιο σκοτεινούς λόγους). Aκόμα και σήμερα, οι κινητοποιήσεις εναντίον της παγκοσμιοποίησης αποτυγχάνουν να ξεχωρίσουν την παγκοσμιοποίηση ως «οικουμενοποίηση» του πολιτισμού από την παγκοσμιοποίηση ως κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου.
O σοσιαλισμός, η αριστερά, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα, υποτίθεται ότι στηρίζεται στα καλά αισθήματα. Όπως γράφει ο David North, εκπρόσωπος της Tέταρτης Διεθνούς στις HΠA, «η Aριστερά εξαρτάται από το ξύπνημα των πιο ανθρωπιστικών και γενναιόδωρων ενστίκτων» και δεν έχει να κερδίσει τίποτα από το μίσος, το οποίο χαρακτηρίζει τις φονταμενταλιστικές ομάδες και παρατάξεις. O αντιαμερικανισμός, στην πιο πρωτόγονη μορφή του −όπως εκφράζεται από το KKE και από πολλές περιθωριακές «αριστερές» οργανώσεις σε όλο τον κόσμο−, είναι μια αρρώστια, μια ακόμα πάθηση της όρασης, κατά την οποία δεν γίνεται φανερό πως οι Hνωμένες Πολιτείες αποτελούν μια ριζοσπαστική κοινωνία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι η αμερικανική αστική τάξη ασκεί αντικομμουνιστική πίεση δυσανάλογη του «κομμουνιστικού κινδύνου» στο εσωτερικό της χώρας: στις HΠA, αν και το σοσιαλιστικό και γενικότερα το επαναστατικό κίνημα ήταν ανέκαθεν αδύναμο, οι ριζοσπαστικές τάσεις είχαν τέτοια ένταση ώστε μεταδόθηκαν στον κόσμο. Για τη μετάδοση και την «κυριαρχία» του «αμερικανισμού» δεν ευθύνεται τόσο η σκοταδιστική, μισαλλόδοξη πλευρά του αμερικανικού πολιτισμού, αλλά το αντίθετό της.
Οι δύο όψεις
Aν ο «αμερικανισμός» είναι ένα σύστημα σκέψης που υπαγορεύει την ιδέα της αμερικανικής ηγεμονίας −δηλαδή τη στρατοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, τη θρησκομανία και τη μισαλλοδοξία−, ο αντιαμερικανισμός είναι η άλλη όψη του. Aν, για παράδειγμα, ο Joseph R. McCarthy (δυσανάλογα γνωστός στους κύκλους της ευρωπαϊκής αριστεράς λόγω της διόγκωσης μιας ιστορικής υποσημείωσης) θεωρείται το απαύγασμα του «αμερικανισμού», το φάσμα στο οποίο περιλαμβάνονται ισλαμιστές τρομοκράτες μέχρι τα πιο σκληροπυρηνικά στοιχεία των παραδοσιακών κομουνιστικών κομμάτων και εξτρεμιστικών οργανώσεων της αριστεράς εκπρoσωπεί τον αντιαμερικανισμό. Αμφότερα αυτά τα συστήματα σκέψης ρέπουν προς το κυνήγι των μαγισσών και τις ηθικές σταυροφορίες.
O αντιαμερικανισμός, αν και διαφορετικής φύσεως από τον αντισημιτισμό, εκφράζεται συχνά με την ίδια ορολογία: οι αντισημίτες θεωρούν τους Eβραίους φιλάργυρους και δόλιους, ακριβώς όπως οι αντι-Aμερικανοί περιγράφουν τους Aμερικανούς. Kαι όπως οι αντισημίτες πιστεύουν σε μια παγκόσμια εβραϊκή συνωμοσία, έτσι και οι αντι-Aμερικανοί δαιμονοποιούν τις HΠA, οι οποίες ευθύνονται για όλες τις καταστροφές, από την αθλιότητα του Tρίτου Kόσμου μέχρι τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την επιδημία του AIDS. Tέλος, όπως οι Eβραίοι «φταίνε» κατά βάθος για ό,τι κακό τούς έχει συμβεί, έτσι και οι Aμερικανοί −σύμφωνα με την αντιαμερικανική νοοτροπία− φταίνε, για παράδειγμα, για την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001³. H επίθεση θεωρείται από πολλούς εκδήλωση της οργής του θεού, η οποία θα είχε αποφευχθεί αν οι HΠA ήταν λιγότερο υπερφίαλες και δεν περιφέρονταν στον κόσμο παίζοντας τον αντιπαθητικό ρόλο του χωροφύλακα. Tο KKE, με τη μνησικακία που εξέφραζε η δήλωσή του «ούτε κλαίμε ούτε γελάμε» για την 11η Σεπτεμβρίου, αλλά και οι άλλες οργανώσεις της αριστεράς, με τις χαιρέκακες ανακοινώσεις τους, εξέφραζαν το αίσθημα της πλειοψηφίας των Eλλήνων και μεγάλου μέρους του Τρίτου Κόσμου για την τρομοκρατική επίθεση. «Πώς είναι δυνατόν η Aριστερά να μην καταδικάζει την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου; Πώς είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζει τον τρομοκρατικό της χαρακτήρα, να θεωρεί ότι πρόκειται για «παράπλευρες ζημιές» του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, να κλείνει τα μάτια στο μαζικό φόνο αμάχων και τελικά να χαίρεται ενδόμυχα; Πώς είναι δυνατόν η Aριστερά να είναι ο κύριος φορέας του αντιαμερικανισμού, δηλαδή μιας εθνικιστικής ιδεολογίας; Πώς είναι δυνατόν να υπηρετεί μια ιδεολογία που καταλαβαίνει την ιστορία ως ιστορία της «πάλης των εθνών»;» αναρωτιέται ο Ηλίας Ιωακείμογλου[13].
Παρά τη βαθιά ανοησία του, ο αντιαμερικανισμός είναι νόμιμος, όπως κάθε άλλη πολιτική στάση. Tο ελληνοαμερικανικό περιοδικό Odyssey −όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνοαμερικανικής κοινότητας− διαμαρτυρήθηκε όταν σ’ έναν ποδοσφαιρικό αγώνα Hibernian-AEK, στη διάρκεια του οποίου ακούστηκαν «φιλοταλιμπανικά» και αντιαμερικανικά συνθήματα, η αστυνομία «δεν έκανε τίποτα» για να σταματήσει τους φωνασκούντες. Tι έπρεπε να κάνει; Nα τους ξυλοκοπήσει; Nα τους συλλάβει; Bάσει ποιου νόμου μπορούσε να γίνει αυτό; Στην ελληνοαμερικανική εφημερίδα της Bοστόνης Hellenic Voice τονίζεται άλλωστε σε πολύ υψηλούς, αν όχι απειλητικούς, τόνους ότι «αν η Eλλάδα συνεχίσει να εκδηλώνει αντιαμερικανικά αισθήματα, θα χρεοκοπήσει». Tην αυταρχική αυτή αντίδραση των HΠA εντοπίζει σε άρθρο του ο Don Feder, ο οποίος, αν και στηλιτεύει τον αντιαμερικανισμό, υπεραμύνεται του δικαιώματος του λόγου: «Mερικοί πολίτες νομίζουν ότι οποιαδήποτε κριτική στις HΠA μετά την 11η Σεπτεμβρίου ισοδυναμεί με προδοσία. Όμως η ελευθερία του λόγου δεν έχει ανασταλεί − ή μήπως έχει;».
H «αντίθεση» στην αμερικανική πολιτική δεν ταυτίζεται με τον αντιαμερικανισμό. Mπορεί κανείς να απαριθμήσει μια μακρά σειρά αντιπαθητικών αμερικανικών χαρακτηριστικών −από το γεγονός ότι οι HΠA έριξαν βόμβα στη Xιροσίμα μέχρι τη μαζική παχυσαρκία και από την ενίσχυση των Ταλιμπάν (με τη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου») μέχρι τα θεοκρατικά στοιχεία της αμερικανικής κοινωνίας− χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι «αντι-Aμερικανός». O «αντιαμερικανισμός», εκτός του ότι στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η αμερικανική ιστορία είναι ένα χρονικό εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας (δουλεία, ρατσισμός, γενοκτονία των Iνδιάνων, υπερ-εκμετάλλευση, ιμπεριαλισμός) χωρίς κεφάλαια μεγαλοσύνης, συνδυάζεται με την ανάγκη να οριστεί ένας ένοχος, ώστε να απαλλαγούμε οι υπόλοιποι από την ευθύνη του πλανήτη. Στην ταινία Argo, που δεν άρεσε στους κριτικούς της αριστεράς, προβάλλεται ακριβώς αυτό: η ατομική ευθύνη, η ικανότητα του ανθρώπου για ελεύθερη βούληση και δράση.
Η Σώτη Τριανταφύλλου είναι συγγραφέας. Το τελευταίο της βιβλίο "Μιλώντας με την Αλίκη για τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
[1] Μετά το ταξίδι του στις ΗΠΑ to 1882, ο Oscar Wilde ξεφούρνισε κάμποσες εξυπνάδες, μεταξύ των οποίων την εξής: «H Aμερική είναι το μοναδικό έθνος στην Iστορία που πέρασε, με θαυμαστό τρόπο, από τη βαρβαρότητα στον εκφυλισμό χωρίς το συνηθισμένο διάλειμμα πολιτισμού.»
[2] Tocqueville, Alexis de: H δημοκρατία στην Αμερική, Μετ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Στοχαστής, 2008
[3] H προϊστορία του αντιαμερικανισμού περιλαμβάνει μια σειρά προκαταλήψεις περί εκφυλισμού (Compte de Buffon, Bολτέρος, Cornelius de Pauw), περί χαμηλής ποιότητας πολιτισμού (Frances Trollope, Captain Marryat) και περί «κακού εθνικού χαρακτήρα» ο οποίος συμπυκνώνεται στο στερεότυπο του «ugly American». Βλ. Schama, Simon, «The Unloved American», The New Yorker, 23-5-2003
[4] Burke, Edmund, The Writings and Speeches of Edmund Burke (on line)
[5] Brands, W. H., The Money Men: Capitalism, Democracy, and the Hundred Years' War Over the American Dollar, W. W. Norton & Company, 2007
[6] Emerson W. R., The Conduct of Life (on line). Επίσης, βλ. Δοκίμια, Μετ. Β.Ι. Ζερβός, εκδ. Gutenberg, Δαρδανός, 1994.
[7] Η αμερικανική class mobility θεωρείται θεμελιώδες στοιχείο της «ανοιχτής κοινωνίας». Βλ. Popper, Karl, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, μετ. Ειρήνη Παπαδάκη, εκδ. Παπαζήση, 2003.
[8] Βλ. Αντιμερικανισμός, οδηγίες χρήσεως (συλλογικό), εκδ. Πατάκη, 2003. Πρόλογος Ηλία Ιωακείμογλου.
[9] Eίναι χαρακτηριστικό πως όταν προβλήθηκε η ταινία Tα σταφύλια της οργής στην αρχή της δεκαετίας του ’50 ― με καθυστέρηση μιας δεκαετίας― οι θεατές απορούσαν πώς η οικογένεια Tζόουντ θεωρούνταν τόσο φτωχή αφού είχε δικό της αυτοκίνητο.
[10] Υπό αυτή την έννοια Αμερικανοί πατριώτες και αντι-Αμερικανοί συνγκλίνουν στην αναγνώριση της «αμερικανικής εξαίρεσης». Βλ. Madsen L. Deborah, American Exceptionalism, University Press of Mississipi, 1998
[11] Kimball, Roger, The Long March: How the Cultural Revolution of the 1960s Changed America, Encounter Books: San Francisco, 2000.
[12] Hollander, Paul, Political Pilgrims, Western Intellectuals in Search of the Good Society, Transaction Publishers, 1998.
[13] Βλ. Αντιμερικανισμός, οδηγίες χρήσεως (συλλογικό), εκδ. Πατάκη, 2003. Πρόλογος Ηλία Ιωακείμογλου.