
Εγκώμιο της πραότητας (2)[1]
Της Σώτης Τριανταφύλλου
Φτάσαμε ως εδώ επειδή μας λείπει η δημοκρατική παιδεία και η πολιτική αρετή.
Αντιμετωπίζουμε την κρίση και την ευρωπαϊκή αντεπίθεση με εξαλλοσύνη, με αντιδράσεις υστερικές∙ η κοινωνία μας εκρήγνυται και είμαστε σχεδόν υπερήφανοι για την έκρηξη: υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που πιστεύουν ότι το χειρότερο είναι το καλύτερο∙ ότι η πραότητα είναι γνώρισμα του “ηττημένου”.
Αντίθετες στην πραότητα, όπως την εννοώ, είναι η αλαζονεία, η υπεροψία, ο αυταρχισμός που, ανάλογα με τις διαφορετικές ερμηνείες, αποτελούν αρετές ή ελαττώματα του πολιτικού γεγονότος. Η πραότητα δεν είναι πολιτική αρετή - είναι μάλλον η πιο απολιτική από τις αρετές. Στην κυρίαρχη εκδοχή της πολιτικής, όπως εκείνη του Μακιαβέλλι, η πραότητα είναι η άλλη όψη της πολιτικής. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί η πολιτική φιλοσοφία αν δεν καταλάβουμε ό,τι βρίσκεται πέρα από την πολιτική, αν δεν εισδύσουμε στη σφαίρα του μη πολιτικού, αν δεν καθορίσουμε τα όρια μεταξύ του πολιτικού και του μη πολιτικού. Η πολιτική δεν είναι το παν. Η άποψη πως όλα είναι πολιτική μού φαίνεται τερατώδης: άλλος ένας μύθος της αριστεράς... Πάντα έλεγα «όλα είναι φυσική»: επιμένω σ’ αυτό. Στην πολιτική διαμάχη, ακόμα και στη δημοκρατική –ως «δημοκρατική διαμάχη» εννοώ τον μη βίαιο αγώνα για την εξουσία– οι πράοι δεν έχουν θέση. Τα δύο ζώα που συμβολίζουν το πολιτικό είναι το λιοντάρι και η αλεπού – έτσι αναφέρονται στον Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι. Το πρόβατο, το «πράο» πρόβατο, δεν είναι πολιτικό ζώο: προορίζεται για θύμα∙ η θυσία του χρησιμεύει στον ισχυρό για να εξευμενίσει τους δαίμονες της ιστορίας. Λέμε καμιά φορά: «το πρόβατο το τρώει ο λύκος» - αλλά ο λύκος είναι πολιτικό ζώο: το homo homini lupus (ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος) του Χομπς είναι η απαρχή της πολιτικής, ενώ το princeps principi lupus (ο ηγεμόνας για τον ηγεμόνα είναι λύκος) αποτελεί τη συνέχειά του στις διεθνείς σχέσεις. Νομίζω ότι η σημερινή κατάσταση - η εσωτερική αναταραχή στην Ελλάδα και οι σχέσεις της με τις άλλες χώρες- εικονογραφούν με ακρίβεια αυτό το πρότυπο.
Πάνω απ’ όλα η πραότητα είναι το αντίθετο της αλαζονείας, η οποία νοείται ως υπερβολική εκτίμηση των αξιών του ανθρώπου. Ο πράος δεν έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, όχι επειδή δεν τον εκτιμά, αλλά διότι τείνει να πιστεύει περισσότερο στην αθλιότητα παρά στο μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης – εξάλλου, βλέπει τον εαυτό του σαν έναν άνθρωπο όπως όλοι οι άλλοι. Κυρίως, η πραότητα είναι αντίθετη της υπεροψίας, που αποτελεί επιδεικτική αλαζονεία. Ο πράος δεν επιδεικνύει τίποτα, ούτε καν την πραότητά του: η επίδειξη, δηλαδή η πομπώδης, αναιδής παρουσίαση των υποτιθέμενων αρετών μας αποτελεί ελάττωμα. Οι επιδεικτικές αρετές μετατρέπονται στο αντίθετό τους. Όποιος επιδεικνύει τη φιλευσπλαχνία του δεν είναι φιλεύσπλαχνος. Όποιος επιδεικνύει την ευφυΐα του είναι μάλλον ηλίθιος.
Η πραότητα είναι επίσης το αντίθετο του αυταρχισμού, που, με τη σειρά της, είναι κατάχρηση εξουσίας που όχι απλώς επιδεικνύεται, αλλά ασκείται στην πράξη. Ο υπερόπτης επιδεικνύει την εξουσία του, τη δύναμη που έχει να σε λιώσει όπως ένα έντομο ή ένα σκουλήκι. Ο αυταρχικός ασκεί αυτή τη δύναμη χρησιμοποιώντας κάθε μέσο αυθαιρεσίας ή κατάχρησης, πράξεις αθέμιτης επιβολής. Αντιθέτως, ο πράος «αφήνει τους άλλους να είναι ο εαυτός τους», ακόμα και αν πρόκειται για αλαζόνες, υπερόπτες, αυταρχικούς: πολλά κοινωνικά προβλήματα μπορούν να προκύψουν από αυτή την ηθική στάση, αλλά δεν είναι το θέμα μας εδώ. Η σχέση του πράου ανθρώπου με τους άλλους δεν έχει σκοπό τον ανταγωνισμό, τη σύγκρουση και τη «νίκη»: απέχει από το πνεύμα της αντιζηλίας, επομένως και της νίκης. Αν εκτυλίσσεται «μάχη», ο πράος άνθρωπος είναι ο ηττημένος εφόσον η εικόνα που έχει για τον κόσμο και για την ιστορία δεν σχετίζεται με νίκες και ήττες, με αγώνες για πρωτεία, με μάχες για εξουσία, με ανταγωνισμούς για υλικά αγαθά· επομένως, απουσιάζουν από τη νοοτροπία του οι συνθήκες που επιτρέπουν τη διαίρεση των ανθρώπων σε νικητές ή ηττημένους.
Η ψυχραιμία και η πραότητα δεν εξισώνονται με την υποχωρητικότητα. Όταν θέλουμε να ορίσουμε μια έννοια, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τόσο τη μέθοδο της αντίθεσης (για παράδειγμα, η ειρήνη είναι το αντίθετο του πολέμου), όσο και τη μέθοδο της αναλογίας (η ειρήνη είναι παρόμοια με την ανακωχή, αλλά δεν εξισώνεται με την ανακωχή). Θα χρησιμοποιήσω το ίδιο τέχνασμα για να προσδιορίσω την πραότητα ως αρετή: αφού την ορίζω μέσω της αντίθεσης, προσπαθώ να βελτιώσω τον ορισμό βάσει της αναλογίας με τις συγγενείς (αλλά διαφορετικές) αρετές.
Υποχωρητικός είναι εκείνος που αρνείται τη μάχη λόγω αδυναμίας, φόβου, συμβιβασμών. Ο πράος απαρνείται τους καταστροφικούς αγώνες εξαιτίας μιας αίσθησης ενόχλησης ή λόγω της ματαιότητας των ίδιων των στόχων. Η απάρνησή του μπορεί επίσης να οφείλεται σε αίσθημα απομάκρυνσης από τα αγαθά που σχετίζονται με την απληστία ή στην έλλειψη του αισθήματος εκείνου που, σύμφωνα με τον Χομπς, αποτέλεσε μια από τις αιτίες για τον πόλεμο όλων εναντίων όλων. Οι πράοι άνθρωποι δεν διαθέτουν τη ματαιοδοξία που κινητοποιεί όσους θέλουν να υπερέχουν. Τέλος, μπορεί να οφείλεται στην έλλειψη επιμονής ή πείσματος που διαιωνίζει τις έριδες για ασήμαντα ζητήματα και αφορά μνησικακίες και αντίποινα που εκφράζονται με τη συνηθισμένη δικαιολογία «εσύ μου έκανες αυτό, εγώ σου κάνω εκείνο». Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Ο πράος δεν εμφορείται από το πνεύμα της εκδίκησης το οποίο οδηγεί στον θρίαμβο του ενός πάνω στον άλλο ή στον θάνατο αμφοτέρων. Δεν είναι ούτε υποχωρητικός ούτε ενδοτικός εφόσον η ενδοτικότητα είναι η προδιάθεση εκείνου που αποδέχεται τη λογική του αγώνα, τον κανόνα ενός παιχνιδιού στο οποίο τελικά υπάρχει νικητής και ηττημένος (ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, σύμφωνα με τη θεωρία των παιγνίων). Ο πράος δεν τρέφει μνησικακία, δεν είναι εκδικητικός, δεν εχθρεύεται κανέναν. Για να βρίσκεται σε ειρήνη με τον εαυτό του πρέπει αρχικά να βρίσκεται σε ειρήνη με τους άλλους. Δεν ανάβει ποτέ εκείνος τη φωτιά - κι αν την ανάψουν άλλοι, δεν κάθεται να καεί, ακόμα κι όταν δεν κατορθώνει να τη σβήσει. Διασχίζει τη φωτιά χωρίς να καεί, υπομένει τις εσωτερικές θύελλες χωρίς να αλλάξει, διατηρώντας το δικό του μέτρο, τη δική του αυτοκυριαρχία. Είναι λοιπόν άνθρωπος ήσυχος αλλά όχι υποχωρητικός, επαναλαμβάνω, ούτε αγαθός: στην αγαθότητα υπάρχει κάποια αίσθηση υπεροχής στην αξιολόγηση των άλλων. Ο αγαθός είναι ο εύπιστος ή, τουλάχιστον, κάποιος που δεν έχει αρκετό δόλο ώστε να υποπτεύεται τον ενδεχόμενο δόλο των άλλων. Το ότι η πραότητα αποτελεί αρετή δεν το αμφισβητώ. Αμφιβάλλω όμως ότι ισχύει το ίδιο και για την αγαθότητα: ο αγαθός δεν έχει ισορροπημένη σχέση με τους άλλους (για τον λόγο αυτό, αν αποδεχτούμε ότι πρόκειται για αρετή, πρόκειται για παθητική αρετή).
Επιπλέον, δεν πρέπει να συγχέουμε την πραότητα με την ταπεινότητα που εξύψωσε σε αρετή ο χριστιανισμός. Ο Σπινόζα ορίζει την ταπεινότητα ως «tristitia orta ex eo quod homo suam impotentiam sive imbecillitatem contemplatur» («θλίψη που προκαλείται από το ότι ο άνθρωπος διαπιστώνει την ανικανότητα ή την αδυναμία του»). Με τη σειρά της, η «tristitia» (θλίψη) ορίζεται ως «transitio a maiore ad minorem perfectionem» («πέρασμα από μια μεγαλύτερη σε μια μικρότερη τελειότητα»). Η διαφορά μεταξύ πραότητας και ταπεινότητας βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στην «tristitia» αυτή: η πραότητα δεν είναι μια μορφή «tristitia», γιατί αποτελεί μια μορφή του αντίθετου, της «laetitia» (χαρά), η οποία νοείται ως το πέρασμα από την ήσσονα στη μείζονα τελειότητα. Ο πράος χαίρεται γιατί είναι πεπεισμένος ότι ο κόσμος που επιθυμεί θα είναι καλύτερος από εκείνον στον οποίο του έτυχε να ζει, και το δείχνει καθημερινά ασκώντας την αρετή της πραότητας, μολονότι ξέρει ότι ο κόσμος αυτός δεν υπάρχει εδώ και τώρα κι ότι ίσως δεν θα υπάρξει ποτέ. Εξάλλου, το αντίθετο της ταπεινότητας είναι η υπερβολική αγάπη του εγώ, δηλαδή η αλαζονεία. Το αντίθετο της πραότητας, όπως προανέφερα, είναι η κατάχρηση της εξουσίας με την κυριολεκτική σημασία του όρου. Ο πράος μπορεί να περιγραφεί ως ο προάγγελος ενός καλύτερου κόσμου, ενώ ο ταπεινός είναι απλώς ένας ευγενής μάρτυρας αυτού του κόσμου που δεν τρέφει ελπίδες.
Η πραότητα δεν ταυτίζεται ούτε με τη μετριοφροσύνη. Η μετριοφροσύνη χαρακτηρίζεται από αυτοϋποτίμηση, που δεν είναι πάντα ειλικρινής – αντιθέτως, είναι συχνά υποκριτική. Η πραότητα δεν είναι ούτε υπερεκτίμηση ούτε υποτίμηση του εαυτού μας αλλά, όπως είπα προηγουμένως, μια στάση απέναντι στους άλλους που δικαιολογείται μόνο ως «μια στάση απέναντι στους άλλους». Δεν αποκλείεται ο πράος να είναι επίσης ταπεινός και μετριόφρων∙ ωστόσο, αυτά τα τρία χαρακτηριστικά δεν ταυτίζονται. Είμαστε ταπεινοί και μετριόφρονες για τον εαυτό μας, είμαστε όμως πράοι απέναντι στον πλησίον μας.
Ως τρόπος στάσης απέναντι στους άλλους, η πραότητα προλειαίνει το έδαφος της ανεκτικότητας και του σεβασμού των ιδεών και του τρόπου ζωής των άλλων. Ωστόσο, μπορεί ο πράος να επιδεικνύει ανεκτικότητα και σεβασμό, δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η ανεκτικότητα είναι μια σχέση: για να μιλήσουμε για ανεκτικότητα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δύο άτομα. Μια κατάσταση ανεκτικότητας υπάρχει όταν ο ένας ανέχεται τον άλλο. Αν εγώ ανέχομαι εσένα αλλά εσύ δεν ανέχεσαι εμένα, αυτό δεν ονομάζεται ανεκτικότητα αλλά καταπίεση. Το ίδιο ισχύει και για το σεβασμό. Παραπέμπω στον Καντ: «Κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να αξιώνει το σεβασμό των ομοίων του και αμοιβαία είναι υποχρεωμένος ο ίδιος να σέβεται τους άλλους». Ο πράος δεν ζητεί, δεν αξιώνει καμιά αμοιβαιότητα: η πραότητα είναι μια προδιάθεση απέναντι στους άλλους που δεν χρειάζεται ανταπόκριση για να φανερωθεί. Όπως εξάλλου συμβαίνει και με την καλοσύνη, τη γενναιοδωρία, την καλή προαίρεση - όλες αυτές είναι αρετές κοινωνικές αλλά ταυτοχρόνως μονόπλευρες.
Δεν πρόκειται για αντίφαση: είναι μονόπλευρες με την έννοια ότι κατευθύνονται από τον έναν προς τον άλλο χωρίς να αντιστοιχεί αντίστροφη κατεύθυνση από τον δεύτερο προς τον πρώτο. «Εγώ σε ανέχομαι, αν με ανέχεσαι κι εσύ». Όμως: «Εγώ διατηρώ και μεγαλύνω την πραότητά μου –ή τη γενναιοδωρία μου ή την καλοσύνη μου– απέναντί σου, ανεξάρτητα από το αν εσύ είσαι εξίσου πράος –ή γενναιόδωρος ή ευγενικός– μαζί μου». Η ανεκτικότητα γεννιέται από μια συμφωνία και διαρκεί όσο διαρκεί η συμφωνία. Η πραότητα είναι μια δωρεά χωρίς προκαθορισμένα όρια. Κι εδώ υπάρχουν κοινωνικές παρενέργειες: κατά κάποιον τρόπο χρειάζεται μετριοπάθεια και στην ίδια τη μετριοπάθεια.
Όσο για τη σχέση μεταξύ πραότητας και συμπόνιας, δεν θα έθετα το ζήτημα ως σχέση αναγκαιότητας, αλλά μόνο πιθανότητας. Η αρετή της ευσπλαχνίας είναι, όπως έλεγε ο Aldo Capitini[2] μια «προσθήκη», κι αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές, καθώς απ’ όλα τα όντα της φύσης μόνο ο άνθρωπος τη γνωρίζει. Η ευσπλαχνία είναι μέρος της υπεροχής του, της αξιοπρέπειάς του, της μοναδικότητάς του. Πολλές αρετές αποδόθηκαν σε ζώα: αθώος σαν περιστέρι, υπερήφανος σαν άτι, κομψός σαν γαζέλα, γενναίος σαν λιοντάρι, πιστός σαν σκυλί. Αλλά εύσπλαχνος σαν τι άραγε; Ο Gianbattista Vico έγραφε πως ο πολιτισμένος κόσμος των ανθρώπων γεννήθηκε από το αίσθημα της αιδούς, από τη στιγμή που οι άνθρωποι τρόμαξαν με τον κεραυνό του Δία και εγκατέλειψαν την όμορφη Αφροδίτη, μεταφέροντας τις γυναίκες τους στις σπηλιές. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι πράγματι ο πολιτισμός ξεκίνησε από το αίσθημα της αιδούς: ο πολιτισμένος άνθρωπος δεν γδύνεται στη μέση του δρόμου... Όμως, εν τέλει, μόνο η ευσπλαχνία διαχωρίζει τον ανθρώπινο κόσμο από τον κόσμο των ζώων, από το βασίλειο της μη ανθρώπινης φύσης. Στον ανθρώπινο κόσμο τυχαίνει καμιά φορά «το έλεος να πεθαίνει», αλλά στον κόσμο των ζώων το έλεος δεν μπορεί να πεθάνει εφόσον είναι άγνωστο.
Τέλος, η ιδανική πόλη δεν είναι εκείνη που φαντάστηκαν και περιέγραψαν οι ουτοπιστές, όπου βασιλεύει μια δικαιοσύνη τόσο άκαμπτη και αυστηρή σε σημείο να γίνεται ανυπόφορα βαρετή, αλλά εκείνη στην οποία η αβρότητα των ηθών έχει γίνει οικουμενική πρακτική. Ωστόσο, φαίνεται ότι είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε μέσα στη βία. Ποτέ η ανθρώπινη ιστορία δεν ήταν ειδυλλιακή: ο Χέγκελ την περιέγραψε σαν «ένα απέραντο σφαγείο» - η επιθυμία για εξουσία δεν εξαλείφθηκε ποτέ. Αντιθέτως μάλιστα, στον 20ό αιώνα των δύο παγκοσμίων πολέμων και του ακήρυχτου πόλεμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων που διήρκεσε σαράντα χρόνια, η μάχη για την εξουσία μοιάζει να οξύνθηκε και να εκθειάστηκε: υπό αυτή την έννοια, στοχαστές όπως ο Alain Badiou και ο Slavoj Žižek μού φαίνονται ηθικά απαράδεκτοι… Δεν εννοώ μόνο την επιθυμία εξουσίας των μεγάλων, αλλά και την επιθυμία εξουσίας των μικρών (την οποία εκθειάζουν οι Badiou και Žižek), εκείνη του μεμονωμένου επιτιθέμενου, της ολιγομελούς τρομοκρατικής ομάδας, εκείνου που ρίχνει μια βόμβα όπου είναι συγκεντρωμένο μεγάλο πλήθος ώστε να πεθάνουν όσο γίνεται περισσότεροι αθώοι: σε μια τράπεζα, σ’ ένα τρένο, στην αίθουσα αναμονής ενός σταθμού. Πρόκειται για επιθυμία εξουσίας όσων αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σε τούτη την απολογία: «Εγώ ο μικρός ασήμαντος και ταπεινός άνθρωπος σκοτώνω έναν πρωταγωνιστή της εποχής και, καθώς τον σκοτώνω, γίνομαι ισχυρότερος από εκείνον». Ή: «Σκοτώνω με ένα μόνο χτύπημα πολλούς ασήμαντους και ταπεινούς ανθρώπους σαν εμένα, αλλά εντελώς αθώους» - το να σκοτώνεις έναν ένοχο μπορεί να θεωρηθεί πράξη δικαιοσύνης, το να σκοτώνεις έναν αθώο είναι εκδήλωση της ασυγκράτητης επιθυμίας για εξουσία.
Ο πράος άνθρωπος απορρίπτει τη βία: η πραότητα σημαίνει άρνηση της βίας εναντίον οποιουδήποτε. Επομένως, η πραότητα είναι μη πολιτική αρετή. Και μάλιστα στον κόσμο αυτό που σπαράσσεται από μίση μεγάλων (και μικρών) ισχυρών, η πραότητα είναι η αντίθεση της πολιτικής.