
Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Με την κάρτα του ενδοδοντικού διέσχισε την Τσιμισκή και άρχισε να κοιτάει τους αριθμούς απέναντι στην Αγίας Σοφίας. Εδώ ήταν, στο ΜΕΓΑΡΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑ. Χρόνια περνούσε απέξω και δεν έτυχε να διαβάσει το όνομα, ψηλά στην είσοδο.
Στα Διονύσια, μια μπαρόκ είσοδο θυμάται, είχαν έρθει μαθήτριες με τη Λουκία να δουν τη ΒΙΡΙΔΙΑΝΑ του Μπουνιουέλ – δούλευε ταξιθέτης ο Πάνος εδώ. Απ’ όλη την ταινία θυμόταν μόνο τη σκηνή με το γλέντι στο μακρινάρι τραπέζι –Μυστικό Δείπνο που η ξεδοντιάρα ζητιάνα μέσα σε γέλια και ξεφαντώματα είχε σηκώσει το φουστάνι της να βγάλει φωτογραφία την ομήγυρη-το ασανσέρ σταμάτησε στον πέμπτο. Χτύπησε και μπήκε στο δροσερό προθάλαμο -πίνακες στους τοίχους- ο γιατρός δεν είχε έρθει ακόμα, θα έμενε να τον περιμένει μια ωρίτσα ή θα έκαμνε καμιά βόλτα.
Βόλτα, σίγουρα. Βγήκε πάλι μέσα στον αστραφτερό καύσωνα -τα πεζοδρόμια πάνω κάτω αχνίζοντας γεμάτα γυναίκες και κορίτσια που είχαν δώσει ραντεβού στον εαυτό τους, να χαζέψουν τις εκπτώσεις. Πέρασε την Τσιμισκή κουνώντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, γνέφοντας «όχι» σε προνομιακές προτάσεις για αδυνάτισμα, σπα ή διακοπές, τσαλακώνοντας αδιάβαστα τα φυλλάδια που μοίραζαν φιλότιμα νεαρά κορίτσια -γωνία Καρόλου Ντίλ.
Στην Αριστοτέλους μπήκε στο βιβλιοπωλείο και ζήτησε τη ΜΑΙΤΕΝΑ -΄Απαιχτες νούμερο 2. Κάθισε στο βάθος στο τραπεζάκι και άρχισε να μελετάει χαμογελώντας τα σκίτσα της ανατροπής που είχε γεννήσει το πενάκι της δαιμόνιας Αργεντινής σκιτσογράφου. Ώστε έτσι ήταν και οι άλλες γυναίκες .Γι’ αυτό λένε πως ήμαστε ξεχωριστή φυλή, αδύνατη η συνεννόηση με το άλλο φύλο. Όταν γύρισε σπίτι μετά τον οδοντίατρο, περασμένες δύο, έφαγε πρόχειρα και κάθισε μπρος στο κομπιούτερ. Τι να διαβάσει κανείς το καλοκαίρι. Τα βιβλία ίσως που μάζεψε ολόκληρη τη χρονιά μετά από κριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις, το θερινό τεύχος των περιοδικών ή κλασική λογοτεχνία σαν καλό παιδί. Όμως όχι. Ήθελε την ελευθερία της. Να διαβάσει καναδυό καινούργιους τίτλους που ανακάλυψε μόνη της- τη νέα έκδοση του Μπαρτ, ημερολόγιο πένθους για παράδειγμα, ή απλά να βάλει σε τάξη τη βιβλιοθήκη της- πάει κι αγοράζει βιβλία που έχει ήδη και τά’χει για χαμένα- ΣΙΛΒΕΡ ΑΛΕΡΤ-ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ- ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΩΡΑ-στην πιο καίρια στιγμή της τηλεοπτικής ευωχίας, μέρα ή νύχτα με τις αστυνομικές σειρές από κανάλι σε κανάλι-ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΤΕ-ΚΑΛΕΣΤΕ ΤΩΡΑ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΖΩΗΣ Η ΣΤΗΝ ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ- Βλέπεις Ζωή είναι αυτό που συμβαίνει όταν εσύ περί άλλα τυρβάζεις..
Ο νέος Μπαρτ και ο παλιός Μπαρτ-ασύγκριτα ενδιαφέρων στα ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ που της είχε χαρίσει παλιά η Νίκη. Σηκώνεται να ψάξει στη βιβλιοθήκη το παλιό αγαπημένο βιβλίο. Αδύνατον να το βρει, να δει τις παλιές της υπογραμμίσεις, το αστέρι που βάζει όταν αναγνωρίζει σε κάποιες αράδες κάτι που έχει ανακαλύψει και η ίδια. Δεν το βρίσκει. Βρίσκει άλλα βιβλία -της έρχεται να τα χαιρετήσει σαν παλιούς γνωστούς- χρόνια είχε να τα ξεφυλλίσει. Την περίμεναν εκεί αναπνέοντας με υπομονή μερικές φορές με τον τίτλο ανάποδα βαλμένο, σε λάθος ράφι: έλληνες με έλληνες, ποίηση με ποίηση περιοδικά με περιοδικά -ξένη πεζογραφία- ελληνική πεζογραφία- σε ξεχωριστό ράφι τα πολύ καινούργια αδιάβαστα βιβλία, αυτή ήταν η στοιχειώδης κατάταξη στη βιβλιοθήκη της.
Θυμάται κανένα απόσπασμα ερωτικού λόγου; Ερωτευόμαστε σχεδόν καθ’ υπόδειξιν. Κάποιος-σε ανύποπτο χρόνο- σου μιλάει ενθουσιασμένος για κάποιον άλλο. Κι εσύ «αγοράζεις» και την κατάλληλη στιγμή, σαν έτοιμος από καιρό, αυτόν, τον περί ού ο λόγος πας κι ερωτεύεσαι.