Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Έπεσε στα χέρια μου το «Εγκώμιο του ποδηλάτου» – Μarc Auge, εκδ. Αλήστου Μνήμης.
Το γόητρο του ποδηλάτου είναι τέτοιο που το άθλημα της ποδηλασίας επιστρέφει με απροσδόκητες μορφές. Στο τέλος του 19ου αιώνα υπήρξε μέσο απελευθέρωσης των γυναικών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που με τα παντελόνια και τα μπουφάν τους αντιτάχθηκαν στη σεμνότυφη μούχλα των σεξιστών κάθε φυράματος. Θυμάμαι στην ταινία «Όταν έγινα γυναίκα» της Μεσκινί, Ιρανής σκηνοθέτιδας, βοηθού του Μαχμαλμπάφ που είχα δει στο φεστιβάλ, σε ένα από τα επεισόδια της σπονδυλωτής ταινίας, οι γυναίκες παίρνουν μέρος στην ποδηλατοδρομία με τα μακριά μαύρα ρούχα και τις μαντήλες -ένα μαύρο σμήνος στην διαφημιστική αφίσα της ταινίας- κόντρα στις απειλές και τις απαγορεύσεις των δικών τους. Η θέση τους είναι κοντά στον άντρα τους και τα παιδιά τους.
Αλλά και «Έχουμε ανάγκη το ποδήλατο για να ξαναεστιάσουμε στους εαυτούς μας, εστιάζοντας εκ νέου στους τόπους που ζούμε. Το ποδήλατο γίνεται έτσι το σύμβολο μιας αστικής ουτοπίας που θα επανασυμφιλίωνε την κοινωνία με τον εαυτό της. Ο στενός ορίζοντας απελευθερώνεται. Το τοπίο κινείται. Το πρώτο πετάλισμα είναι η απόκτηση μιας καινούργιας αυτονομίας, είναι η ευχάριστη απόδραση, η χειροπιαστή ελευθερία, η ανακάλυψη του εαυτού, επιστροφή στην ουτοπία και επιστροφή στην πραγματικότητα. Σε ένα νέο ανθρωπισμό!
Και η κατακλείδα: «Η χρήση του ποδηλάτου μας προσφέρει μια παιδική ψυχή και μας ξαναδίνει ταυτόχρονα το νόημα του πραγματικού και την ικανότητα να παίξουμε. Μοιάζει με μια συνεχή εκπαίδευση για την εκμάθηση της ελευθερίας, της διαύγειας και μέσω αυτών κάποιου πράγματος που θα έμοιαζε ίσως με ευτυχία».
Διαβάζω συγχρόνως το θαυμαστό βιβλίο της Α. Μονρό με τον ειρωνικό τίτλο Πάρα πολλή ευτυχία. Σ’ ένα διήγημα, Για Παιχνίδι, βρίσκω τον κόσμο της παιδικής ηλικίας να μου γνέφει με αμφιθυμία. Στην κατασκήνωση δυο κορίτσια γίνονται φίλες, γίνονται κολλητές υπερβάλλοντας και κοιτώντας τον κόσμο όλο μέσα από το γυαλί αυτής της επικοινωνίας.
Νομίζω πως στα τελευταία βιβλία της Ζυράννας Ζατέλη ξαναβρίσκει κανείς την μελαγχολική ευφροσύνη στις ανοιχτωσιές των παιδικών παιχνιδιών και το μυστήριο των πραγμάτων όπως τα ζούνε τα παιδιά. Εκείνη μιλάει για τις αλάνες σε έναν πολύ μικρό τόπο, τη γενέθλια πόλη της που πολύ θυμίζει τη γειτονιά τη δική μου στο Χαριλάου του ΄50.
Έξι εννιά; Είχε ρωτήσει την προπαίδεια στο «πορτρέτο του καλλιτέχνη» τον μικρό Τζόις ένας συγγενής, μάλλον, μες στο αφιλόξενο τοπίο ενός γεύματος.
Τα ίδια τράβηξαν κι αυτές στην επίσκεψη με τη μητέρα τους στο σπίτι της θείας Δάφνης – τέλειωσαν τα άλλα θέματα;
Aπογευματάκι και ο θείος Θανάσης ο Χίτογλου, συνταξιούχος δικαστικός -ιδέα δεν είχαν τι ακριβώς σήμαινε αυτό- αυστηρός και τυπικός, κι αυτές αμήχανες, πρώτη φορά στο ξένο σπίτι, καθισμένες, σοβαρές, έπλητταν στριφογυρίζοντας ή κοιτώντας πάνω κάτω τα έπιπλα και τα βιβλία στη βιβλιοθήκη-συμπαγή και ομοιόμορφα με χρυσές ράχες - γύρισε προς το μέρος τους χαμογελώντας δυσοίωνα, «έχουμε ένα πρόβλημα. Λοιπόν...». Δεν θυμάται αν είχαν αρχίσει στο σχολείο τα προβλήματα με τις δεξαμενές και πόσο έτρεχε κάθε μέρα ένας κρουνός άλφα.
Δεν πιστεύει ότι επιχείρησε να ξαπλωθεί σε τέτοια χωράφια. Όμως μια απειλή κρεμόταν ήδη πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Εκείνος ολοκλήρωνε την εκφώνηση του προβλήματος όταν η Μαρία βγήκε ήσυχα ήσυχα στο μπαλκόνι - είχαν όμως εκεί ωραία φυτά, ε; Ουφ, βασανιστές παιδιών. Το θυμούνται μνησίκακα όταν ανατρέχουν στα παιδικά τους χρόνια, χωρίς νοσταλγία, ψάχνοντας μόνο να βαθμολογήσουν τους μεγάλους. Μεγάλες κι αυτές σήμερα δεν κάνουν τέτοια λάθη.