Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Χρειάζεστε μετρητά τώρα; Αγοράζουμε χρυσά και ασημένια κοσμήματα στις καλύτερες τιμές της αγοράς. Τα αρπαχτικά είχαν απλώσει τα χέρια τους και χαμογελούσαν προς το μέρος του. Σας επισκεπτόμαστε στο χώρο σας. Μετρητά γρήγορα, εύκολα και με απόλυτη εχεμύθεια. Cash now. Cash now. Cash now.
Ενεχυροδανειστήριο και στη γειτονιά τους, δυο μάλιστα. Διαφημίζονταν με όμορφα στιλπνά τρικάκια – μια κοπέλα με χαμογελαστά μάτια και μια δεσμίδα χαρτονομίσματα των πενήντα ευρώ στα χέρια να ανοίγουν σε μια πολλά υποσχόμενη βεντάλια. Όνειρο ήταν ή εφιάλτης; Θυμήθηκε το έγκλημα του Ρασκόλνικοφ και το κοινωνικό έργο του. Ναι, εφιάλτης ήταν.
Είχε μαζέψει σ’ ένα μαντίλι τους σταυρούς των παιδιών και τρία χρυσά δόντια της μάνας του, τα δαχτυλίδια του αρραβώνα τους και την αλυσίδα που της είχε χαρίσει μαζί και εκείνη την αρχαία Ζorki. Πουλούσε μαζί και το παλιό του πάθος για τη φωτογραφία, μαζί και την μαυρόασπρη εποποιία της νεότητάς του. Την προηγούμενη Δευτέρα τέτοιες πόρτες πάλι δεν είχε βγει να χτυπήσει αλλά μηδέν εις το πηλίκον. Πάρκαρε το μηχανάκι δίπλα στην Οσία Ξένη και έσπρωξε την τζαμόπορτα απέναντι. Στο ισόγειο ήτανε.
Δεν υπήρχε ρευστότητα. Δεν υπήρχε τίποτε. Η σύνταξη που θα αργούσε ακόμα και οι λογαριασμοί που τρέχανε, η Μαρία τους άνεργη και ο Γιωργάκης, ο μόνος εργαζόμενος στην οικογένεια και δεν τους προλάβαινε. Άνοιγε καθημερινά το καθαριστήριο και έβγαζε μόνος του δουλεύοντας του σκοτωμού το οχτάωρο. Το διδακτορικό του μπορούσε προσωρινά να περιμένει.
Καλημέρισε, ρώτησε, έδωσε, πήρε, βγήκε. Ήξερε, θα κερδοσκοπούσαν εις βάρος του. Το επιτόκιο του φάνηκε δυσανάλογα μεγάλο, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Είχε ανάγκη τα λεφτά, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Πέρασε απέναντι το δρόμο και μπήκε στο Μαρινόπουλο.
Η Μαρία, όταν γύρισε το κλειδί στην πόρτα άφησε το βιβλίο που διάβαζε στον καναπέ και σηκώθηκε να βάλει τραπέζι. Μέχρι να κόψει τη σαλάτα και να σερβίρει τη μακαρονάδα, μπήκε κι ο Γιωργάκης και σε απαρτία η οικογένεια κάθισαν να φάνε.
Μετά η Μαρία πήγε στο κομπιούτερ και οι άντρες άναψαν τσιγάρο. Ο συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει. Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Η μητέρα κάθισε στον καναπέ κι άρχισε να φυλλομετράει το βιβλίο.
Μια ιστορία για την υπόκωφη βία της αδικίας. Η μητέρα διάβασε τη σελίδα που ήταν βαλμένη ως σελιδοδείκτης στη μέση του βιβλίου. Η Μαρία είχε κρατήσει σημειώσεις.
Μια πόλη παρακμιακή, ο ηλικιωμένος συνταγματάρχης και η άρρωστη γυναίκα του ,ορφανεμένοι από τον θάνατο του γιου τους, με έναν κόκορα που είναι ό,τι τους άφησε η πώληση μιας ραπτομηχανής ,ζουν τη χαμοζωή τους , εξαθλιωμένοι ,σχεδόν οριακά συγκεντρώνοντας χρήματα για το φαί και τα φάρμακα της ημέρας. Πάντως κάθε Παρασκευή ο συνταγματάρχης πηγαίνει στο λιμάνι περιμένοντας το ταχυδρομείο . Ένα γράμμα , ένα «ευχαριστώ» από την πατρίδα για την προσφορά του, μια σύνταξη που δεν έρχεται κι όλο μεταθέτει δονκιχωτικά παραπέρα την ελπίδα, τη ζωή τους την ίδια Ο διάλογος με τη γυναίκα του είναι ακριβώς ο διάλογος του ιδαλγού με τον Σάντσο Πάντσα. «Τι μπορούμε να κάνουμε αν δεν μπορέσουμε να πουλήσουμε τίποτα» επανέλαβε η γυναίκα « Έχουμε ακόμα σαράντα πέντε μέρες για ν’ αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε αυτό», είπε ο συνταγματάρχης. «Και στο μεταξύ, τι θα τρώμε;».Ρώτησε κι άρπαξε το συνταγματάρχη από το γιακά της φανέλας. Τον τράνταξε με δύναμη «Πες μου τι θα τρώμε». Κι εκείνος αγνός, σαφής, ανίκητος, «ΣΚΑΤΑ», απάντησε. Όπως ο ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ κι ο ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ οι δυο κλόουν από το παράλογο θέατρο του Σάμουελ Μπέκετ –περιμένοντας τον ΓΚΟΝΤΟ– έτσι κι ο συνταγματάρχης ένα σύμβολο πια, μεταθέτει διαρκώς το θάνατο και κάτω από το υπνοβατικό φως και την αγωνία της κάθε μέρας μάχεται μέχρις εσχάτων. Τελειώνει η μια μέρα κι αρχίζει η άλλη. Απελπισία και διάψευση αλλά μέχρι τον τελευταίο σπασμό σαρκάζει μαχόμενος.
Η μητέρα νύσταξε. Έβαλε το χαρτί στη θέση του και τράβηξε για το κρεβάτι της χαμογελώντας.