Της Αρχοντούλας Διαβάτη
Μπρος στο Αρχαιολογικό Μουσείο, έξω από το Δέλτα και τις νησίδες με τα παρτέρια, απέναντι απ’ τη ΧΑΝ, εκεί που η Βασιλέως Γεωργίου τρέχει να συναντήσει τη Νικολάου Γερμανού τραβώντας για την Τσιμισκή, δυο αθλητικοί νεαροί με κορίνες έδιναν μπρος στο φανάρι τη ζογκλερική τους παράσταση – με τα επιδέξια χέρια τους πάνω, κάτω, αλάνθαστα έβγαζαν το ψωμί τους μέσα στη δόξα του απογεύματος που βούλιαζε κατά τη θάλασσα λαμπρότατο ακόμα μέσα στο φως, οι μέρες έχουν μεγαλώσει.
Εκείνη γύριζε σπίτι από τον κάματο της ημέρας, φορτωμένη τσάντες με ψώνια, κουρασμένη. Μπήκε στο λεωφορείο και κάθισε, έκλεισε μάλιστα τα μάτια, μετρώντας από μέσα της τις στάσεις, λογάριαζε ακόμα όσα είχε φέρει η μέρα κι όσα της είχε ζητήσει. Το λεωφορείο διέσχιζε καρφί τη Λεωφόρο Στρατού παίρνοντας κι αφήνοντας κόσμο –ήτανε μάλλον ώρα αιχμής– ώσπου σχεδόν γεμάτο έφτασε κάποτε στην Οσία Ξένη και ανηφόρισε προς το γήπεδο του Άρεως κατά το τέρμα. Τότε μόνο άνοιξε τα μάτια της κι αυτή κοιτάζοντας ένα γύρω ξαφνιασμένη, σαν να είχε ξυπνήσει από κακό όνειρο. Πήρε συλλογισμένη τις τσάντες της και κατευθύνθηκε κατά τον οδηγό. Είχε κάνει λάθος – πώς να γυρίσει, τι να κάνει, θορυβημένη ρωτούσε.
Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί. Ένα κομμάτι της στεριάς είναι. Γι’ αυτό μη στέλνεις να ρωτήσεις για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Χτυπάει για σένα. Ο Χέμινγουέη είχε εμπνευστεί από τον ποιητή εκείνο, κι αυτόν σκέφτηκα τώρα κι εγώ, τώρα που πολλές οι καμπάνες ένα γύρω και με βγάζουν από το ρυθμό μου.
«Σεισμοί στην Ιταλία και τη Βουλγαρία και μετασεισμοί –το ημερολόγιο του Άκη– η Ελλάδα θα παραμείνει στο ευρώ, καθώς το κόστος εξόδου είναι υπερβολικό για την ίδια και την Ευρωζώνη…»
Απόψε το βράδυ όμως «Ξενιτιά ήρθεν η ώρα από σένα φεύγω τώρα…». Έξι κορίτσια με μαύρα αισθησιακά μακριά φουστάνια και ξυπόλυτα πόδια, καθισμένα σε ημικύκλιο σαν αρχαίος χορός, οι ΠΛΕΙΑΔΕΣ στο μικρό αμφιθέατρο του Βαφοπούλειου τέλειωναν το πρόγραμμα του ανοιξιάτικου φεστιβάλ με την ξεχωριστή τους συναυλία, πολυφωνικά τραγούδια, ήχοι της Μεσογείου. Η Αθηνά, η Δέσποινα, η Ευτυχία, η Ιουλία, η Γεωργία και η Ρούλα. Τραγούδια της ξενιτιάς, όπως το Γιάννη μου το μαντίλι σου και άντρα μου πάει τραγουδισμένα με τον δραματικό αλλιώτικο τρόπο τους και τραγούδια της αγάπης «μόλις κοιμηθεί το κύμα/ Άνοιξε μικρό καμάρι / θα’ ρθω να σε πάρω, δεν αντέχω άλλο…../ ω γραμμένο χελιδόνι / έβγα έξω στο μπαλκόνι...». Χειροκροτήματα ζεστά και ανκόρ με τον αστείο ΠΑΤΑΚΑ και κόσμος που στριμώχνεται χασομερώντας κατά την έξοδο ανακεφαλαιώνοντας, συνοψίζοντας χαμογελώντας και επιχειρηματολογώντας μες στο αισθησιακό βράδυ.