«Συγχωρείστε μου το μακρινάρι, όσοι το διαβάσετε. Είναι de profundis. Και χρέος. Σ έναν πολύ σπουδαίο Έλληνα».
Γράφει ο Γιάννης Κουτζουράδης
«…καρφώσανε τον γίγαντα, στον βράχο του Καυκάσου, τρία πουλάκια πέρασαν και τούλεγαν στοχάσου».
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος κηδεύτηκε σήμερα κι εγώ δεν μπορούσα να είμαι εκεί – ως όφειλα. Εμεινα να θυμάμαι την τελευταία μας συνάντηση, πριν τέσσερα (η πέντε;( χρόνια στο Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου:
«Μου δείχνουν διάφορα που γράφεις για μένα. Σαν μικροί επικήδειοι μου μοιάζουν. Αν και για κάθε δάσκαλο είναι θαυμάσιο να εκφωνήσουν επικήδειο μαθητές του.»
Αφήνω στην άκρη την υπόλοιπη στιχομυθία, για να μη φορτώσω κι άλλο ένα έντονα αυτοαναφορικό, βιωματικό κείμενο, σύντομη περιγραφή μιάς ιδιότυπης και άνισης σχέσης, στην οποία αυτός έδινε κι εγώ έπαιρνα, χωρίς να μπορώ ν ανταποδώσω. Για να το πω απ την αρχή, ήταν ο άνθρωπος που επέδρασε πάνω μου περισσότερο από κάθε άλλον, ακόμα κι από τον πατέρα μου, ο πιο καθοριστικός, συνεπώς ζητώ να μου το συγχωρέσετε. Είναι χρέος ανεκπλήρωτο.
Όταν ο Κώστας, μας συνάντησε στην τελευταία τάξη του Λυκείου, εμείς περί άλλων τυρβάζαμε κυριολεκτικά – εγώ, σίγουρα. Πρώτη εικόνα του η πολυφορεμένη λευκή καπαρντίνα, με την Αυγή στην τσέπη, ευδιάκριτη. Μετά ανέλαβε να εκφωνήσει τον πανηγυρικό της εθνικής Επετείου και άρχισε λέγοντας «στις 28 του Οκτώβρη» αντί για την «28η Οκτωβρίου» κι εγώ σκέφτηκα κάτι ιδιαίτερο έχει αυτός ο τύπος.
Ανέλαβε το μάθημα των Νέων Ελληνικών κι ενώ το βιβλίο ανέφερε τον Παλαμά, τον Δροσίνη, τον Πολέμη και λοιπούς, απ' αυτόν πρωτακούσαμε κάτι άγνωστα ονόματα: Ελύτης, Γκάτσος, Εγγονόπουλος, Εμπειρίκος, Μίλτος Σαχτούρης. Κι όταν κάποια ημέρα μας απήγγειλε, τόσο θεατρικά, την «Ανοιξη» του Ελύτη, νομίζω ότι η τάξη απογειώθηκε. Μόνο που λίγο μετά ήρθαν οι άξεστοι συνταγματάρχες να διακόψουν αυτά τα φτερουγίσματα και ξαναγυρίσαμε στον Παλαμά.
Είχα την μέγιστη τύχη να τον συναντώ, στην αρχή τυχαία, μετά τον περίμενα, στην στάση του Ηλεκτρικού και να περπατάμε μέχρι το σχολείο, εγώ να ρωτάω επί παντός κι αυτός να δίνει μικρές διαλέξεις για κάθε απάντηση. Του ξεφούρνισα πως θέλω να γίνω δημοσιογράφος κι αυτός με ενθάρρυνε λέγοντας μου: «Να γίνεις, σου πάει. Μόνο να εύχεσαι να έχουν φύγει μέχρι να τελειώσεις σπουδές, επειδή Δημοσιογραφία μ αυτούς δεν γίνεται.» Με είχε εμπιστευθεί, απ όταν τον είχα ρωτήσει για τον Γκάτσο, μου είπε «με ένα μόνο ποίημα κατατάσεται στους μεγάλους ποιητές», την άλλη μέρα μου έφερε την «Αμοργό» με προσωπικές του σημειώσεις, του την επέστρεψα μαγεμένος λίγες μέρες μετά και είδα την εμπιστοσύνη στο βλέμμα του.
Τον ξανασυνάντησα πρώτη φορά στις σκάλες του συγκροτήματος Λαμπράκη. «Σ έψαχνα. Πάρε αυτό». Έλεγε αλήθεια, γιατί έβγαλε από την τσάντα του το «Αμήχανον τέχνημα», την έξοχη ποιητική του συλλογή με έτοιμη γραμμένη την αφιέρωση.
Μετά, για κάποια χρόνια βλεπόμασταν συχνά, στην υπέροχη παρέα του Γιάννη Μαρκόπουλου στην οποία εκτός απ αυτόν συμμετείχαν σπουδαίοι, ο Μιχάλης Κατσαρός, ο Γιώργος Σκούρτης, ο Ξυλούρης, ο Χαλκιάς κι άλλοι πολλοί και τρία πιτσιρίκια. Ο Γιώργος Χρονάς, η Ελενα Χουζούρη κι η αφεντιά μου. Κι ο Κώστας από καιρού σε καιρό έλεγε στους άλλους: «Σας έχω πει ότι αυτός ήταν μαθητής μου;».
Στα ελάχιστα πράγματα που έκανα για την Τηλεόραση ήταν ένα αφιέρωμα στον Νίκο Εγγονόπουλο που του ζήτησα να μιλήσει κι ένα άλλο σε κάποια επέτειο της Δικτατορίας, «Η τέχνη που δεν σιώπησε». Είχε, φυσικά κεντρικό ρόλο, μιλώντας για το θέατρο, για τη λογοτεχνία, κυριότατα για το τραγούδι σ εκείνα τα μαύρα χρόνια. Κάποια στιγμή διέκοψα το γύρισμα, τον πήρα ιδιαιτέρως και του επεσήμανα ένα λάθος που μπορούσε να τον εκθέσει. Γέλασε: «Γιατί μου το λες διστακτικά; Είναι σωστό και να το ξαναπάμε. Να ξέρεις, πως η αντιστροφή των ρόλων και η διόρθωση του δάσκαλου απ τον μαθητή, είναι επιτυχία του πρώτου». Μέγιστος.
Συγχωρείστε μου το μακρινάρι, όσοι το διαβάσετε. Είναι de profundis. Και χρέος. Σ έναν πολύ σπουδαίο Ελληνα, λογοτέχνη, θεατράνθρωπο, φιλόλογο ερωτευμένο με τους λαβυρίνθους της γλώσσας και πάνω απ όλα δάσκαλο όλων αυτών. Που έτυχε και σ εμένα, να πέσω πάνω του, να με πάρει απ το χέρι και να μου δείξει άλλους δρόμους. Θα τον ευγνωμονώ όσο αναπνέω.
* Ο Γιάννης Κουτζουράδης είναι δημοσιογράφος.