Σκέψεις για τη λειτουργία της λογοτεχνίας με αφορμή το πεζογραφικό έργο του Φίλιπ Ροθ. «Θα διαβάζουμε τον Ροθ, επομένως, για όλες του τις αδυναμίες και ίσως εξαιτίας αυτών. Θα απολαμβάνουμε τις εκρηκτικές στιγμές των εσωτερικών του εκλάμψεων και θα τον οικτίρουμε για τις αμφιλεγόμενες εμμονές του που τον κάνουν τόσο ανθρώπινο».
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Υπάρχουν πολλοί λόγοι και αφορμές για να θιχτεί κάποια ή κάποιος με ένα έργο τέχνης. Ακόμα περισσότεροι για να παραμείνουν θιγμένοι στη συνέχεια. Κάποιοι, όπως εγώ, θα υποστηρίξουν ότι όταν αυτό συμβαίνει αποδεικνύει ότι η εμπειρία άξιζε τον χρόνο, αφού το έργο όχι μόνο διαπέρασε τις άμυνες του αναγνώστη/ θεατή, αλλά στη συνέχεια ρίζωσε σε κάποια γωνιά, ανταποκρινόμενο σε κάτι, το οποίο εάν εξεταστεί μπορεί να έχει για τον αποδέκτη κάποια αξία όσον αφορά την αυτεπίγνωση (ίσως το αποκλειστικό κέρδος από την επαφή μας με την τέχνη).
Εντούτοις υπάρχουν προϋποθέσεις. Η σημαντικότερη εντοπίζεται στο πρωτογενές στάδιο της πρόκλησης, η οποία προκαλεί μεν αντίδραση αλλά περιορίζεται σταδιακά σ’ αυτήν, χωρίς να αφήσει κάτι ως επίγευση. Το κενό της μπορεί να αναπληρωθεί αποκλειστικά με περισσότερη πρόκληση, αδρανοποιώντας την εξέγερση σε επίπεδο επιφάνειας. Η πρόκληση καθ’ εαυτήν δεν αποτελεί ολοκληρωμένη καλλιτεχνική πρόταση, παρά μόνο εάν εκπορεύεται από την έμπνευση και ανταποκρίνεται στις εσωτερικές ανάγκες του έργου, οδηγώντας στο ξεπέρασμα της πρώτης, στην αυτοκατάργησή της εντός του δημιουργήματος – είναι η αιχμή αλλά δεν είναι το δόρυ, αφού ανοίγει πληγή για να εισέλθει στη συνέχεια ο ιός της τέχνης που θα καταλάβει ολοκληρωτικά τον ξενιστή, αλλιώς αποβάλλεται σταδιακά από το σύστημα.
Ο συγγραφέας και οι ιδέες του
Στο λογοτεχνικό στερέωμα υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που έμειναν στην ιστορία ως αντιπαθείς. Ένας από αυτούς είναι ο Φίλιπ Ροθ. Σε πρώτο χρόνο θεωρήθηκε «πρόστυχος», αλλά ο βασικότερος λόγος πλέον είναι πως καταγράφηκε ως «σεξιστής» και «μισογύνης». Ξεκαθαρίζω εξαρχής ότι δεν θα επιχειρήσω να ανατρέψω τους παραπάνω χαρακτηρισμούς, όχι για άλλο λόγο αλλά γιατί θεωρώ ότι είναι δευτερεύουσας σημασίας (όπως το εάν ο Σελίν ήταν φασίστας – που ήταν) όσον αφορά πάντα το λογοτεχνικό του έργο και όχι την προσωπικότητά του που δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα.
Αν ο «μισογύνης» καταλάβει μεγαλύτερο μέρος από τον λογοτέχνη, το βιβλίο θα θεωρηθεί ελλιπές κι ανοικονόμητο. Όχι λόγω «μισογυνισμού» αλλά γιατί ο συγγραφέας υπέπεσε στο ασύγγνωστο αμάρτημα να προβάλει στο έργο και τους πρωταγωνιστές τις ιδέες του, χωρίς να αφήσει το κείμενο να αναπνεύσει με τον δικό του αέρα...
Όσον αφορά εμένα –ως αναγνώστη πρώτιστα και δευτερευόντως ως βιβλιοκριτικό– πάντα και σε τελική ανάλυση υπάρχει ένα ισοζύγιο. Υπάρχει μια ζυγαριά, να το πω απλά, κι εκεί επάνω τοποθετούνται όλα όσα συναποτελούν το έργο ως τελικό προϊόν: η γραφή και ο ιδιαίτερος αφηγηματικός χαρακτήρας, οι θεματικές, οι εμμονές, οι αδυναμίες, τα πλεονεκτήματα, είναι τα επιμέρους και διακριτά που οφείλουν να ενωθούν ώστε να δώσουν το τελικό αποτέλεσμα, το βιβλίο. Αν ο «μισογύνης» καταλάβει μεγαλύτερο μέρος από τον λογοτέχνη, το βιβλίο θα θεωρηθεί ελλιπές κι ανοικονόμητο. Όχι λόγω «μισογυνισμού» αλλά γιατί ο συγγραφέας υπέπεσε στο ασύγγνωστο αμάρτημα να προβάλει στο έργο και τους πρωταγωνιστές τις ιδέες του, χωρίς να αφήσει το κείμενο να αναπνεύσει με τον δικό του αέρα, αφαιρώντας του το οξυγόνο της έμπνευσης που επιβάλει τη διαφορετικότητα των κινήτρων και των επιλογών που συνιστούν την ανθρώπινη πολύπλευρη πραγματικότητα. Τα πιο πάνω ισχύουν και στην περίπτωση που είναι χριστιανός, αναρχικός, φιλελεύθερος, ακτιβιστής παντός είδους κ.ο.κ.
Δεν διαβάζω ένα λογοτεχνικό έργο για να ασπαστώ ή να αντικρούσω τις ιδέες του συγγραφέα του. Δεν θεωρώ ότι αυτός είναι ο σκοπός της ανάγνωσης, παρά δευτερευόντως και σε σχέση με κάτι άλλο, το οποίο είναι ο αφηγηματικός τρόπος, ο ιδιαίτερος τρόπος χρήσης της γλώσσας από τον συγγραφέα, και εν τέλει ο τρόπος με τον οποίο καταστρέφει τις υφολογικές συμβάσεις, επαναπροσδιορίζοντας την οπτική μας. Εκεί έγκειται η ουσία της τέχνης και όχι στο κατά πόσον αντικρούει ή συναινεί με τις κοινωνικές ταυτότητες περί ηθικής, φύλου, φυλής, ιδεολογίας κ.ο.κ. Η επανάληψη μοτίβων, η απομίμηση πράξεως, είναι εξ ορισμού αντιδραστική αφού δικαιώνει μονίμως το υπάρχον, διαιωνίζοντάς το. Επομένως, η ουσιαστική «πρόκληση» βρίσκεται στη γλώσσα (στο σημαίνον) όχι στα θέματα που «θίγει» ο συγγραφέας του βιβλίου. Εξάλλου, όπως όλοι μας ξέρουμε σε πρακτικό επίπεδο, εάν ο τρόπος του συγγραφέα είναι αδιάφορος, τελικά θα αδιαφορήσουμε και για το τι έχει να πει, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό.
Δεν διαβάζω ένα λογοτεχνικό έργο για να ασπαστώ ή να αντικρούσω τις ιδέες του συγγραφέα του.
Πόσος σεξισμός είναι ανεκτός;
Κι εδώ όμως προκύπτουν ζητήματα. Πόσο είναι το «τόσο όσο», δηλαδή ποιο το σημείο όπου η πρόκληση παύει να γίνεται ανεκτή; Πόσο μισογυνισμό μπορεί να έχει ένα βιβλίο για να καταλήξει κάποια στο συμπέρασμα ότι «Ως εδώ!» ή στην επωδό «Γράφει ωραία αλλά δεν αντέχεται ο σεξισμός του»; Δεν θα προσποιηθώ ανωτερότητα και δεν θα κρυφτώ πίσω από τον αποστασιοποιημένο κριτικό μου ρόλο. Κατανοώ ότι κάποια θέματα ενοχλούν περισσότερο από άλλα, ενώ κάθε εποχή προσλαμβάνει το Χ καλλιτεχνικό έργο διαφορετικά από μια άλλη, καθώς οι δυναμικές αλλάζουν. Εκείνο που πριν από 20 χρόνια φαινόταν αδιάφορο, στις μέρες μας αποτελεί πεδίο σύγκρουσης. Επομένως, η προσπάθεια του αναγνώστη / κριτικού να εστιάσει στα ζητήματα λογοτεχνικότητας προσκρούουν αναπόφευκτα στα κοινωνικά πρότυπα που καθορίζουν την καθημερινότητα, εντός της οποίας ενσωματώνεται και η «φούσκα» της τέχνης, ως δευτερεύουσα προτεραιότητα.
Συν τοις άλλοις, ελλοχεύουν πάντα οι κρίσεις εκείνες που ανακαλύπτουν στον αποστασιοποιημένο κριτή τον «προνομιούχο λευκό άντρα», ο οποίος με ευκολία θα παρακάμψει τις σεξιστικές / μισογυνικές απόψεις του συγγραφέα, ακριβώς γιατί δεν τον αφορούν προσωπικά και άρα τις απωθεί με ευκολία. Ομολογώ πως κι αυτό ισχύει εν πολλοίς, καθώς οι περισσότεροι άνδρες μπαίνουν αυτόματα σε θέση άμυνας όταν τους απαγγέλλονται τέτοιες «κατηγορίες». Δεν μπορώ φυσικά να πείσω καμία και κανέναν ότι αποτελώ την εξαίρεση, όμως οφείλω να προσπαθήσω να αιτιολογήσω το γιατί δεν προκρίνω το ένα έναντι του άλλου, ευελπιστώντας ότι στο τέλος θα φανεί η ειλικρίνειά μου, έστω και εάν κάποια δεν συμφωνεί με τη θέση μου.
Γιατί διαβάζουμε τον Ροθ
Και για να έρθω στο προκείμενο, ο Φίλιπ Ροθ μπορεί να είναι ταυτόχρονα μεγάλος συγγραφέας με σεξιστικές απόψεις, Εβραιοαμερικανός αριστερός διανοούμενος, νευρωτικός άνδρας, εμμονικός χαρακτήρας, κυνικός και υπερφίαλος συγγραφέας, σεξομανής και πολλά ακόμα. Κι αν αυτά τον καθιστούν προβληματική προσωπικότητα, είναι το λογοτεχνικό του έργο που με αφορά και αυτό κρίνω. Η ένσταση εδώ είναι ξανά ότι ο άνθρωπος βρίσκεται στο έργο του. Η απάντηση σε αυτό είναι «ναι και όχι». Εάν το έργο έχει πολύ «άνθρωπο», τότε όπως προείπα θα γίνει διδακτικό και άρα προβληματικό. Εάν όμως επικρατήσει ο καλλιτέχνης, τότε οι απόψεις θα παραμείνουν αυτό που είναι και τίποτα περισσότερο, τουτέστιν μια ακόμα διαφωνία.
Γιατί να επιμείνει σε έναν συγγραφέα που όπως τον έχουν κατηγορήσει χρησιμοποιεί σχηματικούς γυναικείους χαρακτήρες, οι οποίες κινούνται μεταξύ του παραδοσιακού υποστηρικτικού στον άνδρα (στη καλύτερη περίπτωση) και σε εκείνη του εμποδίου (στη χειρότερη);
Γιατί όμως η αναγνώστρια να υποστεί αυτή τη βάσανο; Σε τελική ανάλυση υπάρχουν τόσα βιβλία και συγγραφείς που συναρμόζουν τον καλλιτέχνη με τις απόψεις, τον δημιουργό με τον άνθρωπο. Γιατί να επιμείνει σε έναν συγγραφέα που όπως τον έχουν κατηγορήσει χρησιμοποιεί σχηματικούς γυναικείους χαρακτήρες, οι οποίες κινούνται μεταξύ του παραδοσιακού υποστηρικτικού στον άνδρα (στη καλύτερη περίπτωση) και σε εκείνη του εμποδίου (στη χειρότερη); Γιατί, εδώ κολλάει το γνωστό ρητό, το «περιτύλιγμα» είναι το καλύτερο δυνατό και επειδή, σε δεύτερο επίπεδο, τα βιβλία του Ροθ δεν εξαντλούνται σε αυτό το δίπολο μεταξύ αρσενικού / θηλυκού, το οποίο παρεμπιπτόντως δεν εγγράφεται ποτέ με απλοϊκό τρόπο, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτα μονοσήμαντο στο έργο του.
Θα θυμίσω, εν τάχει, το πώς ο μεγάλος καλλιτέχνης ξεγύμνωσε την Αγία Οικογένεια, τους δεσμούς αγάπης και εξάρτησης, τον χειρισμό, την ενοχή και τη σεξουαλικότητα, αλλά και το θαύμα της υπερδύναμης. Το πώς έκοψε με τα δόντια μόνος του μπροστά στο παγκόσμιο κοινό (δεν θα καταδεχτώ να μπω στην κουβέντα περί καθαρά αμερικανικού ενδιαφέροντος) τον ομφάλιο λώρο που τον συνέδεε με την εβραϊκή του ταυτότητα, όπως είχε διαμορφωθεί ως τότε από γενιές μεταναστών. Το πώς ασέλγησε επάνω στα όσια και ιερά της μεσοαστικής τάξης, ρίχνοντας τα «άγια τοις κυσί» ενώ κυλούσε τον εαυτό του στον βούρκο, χωρίς να επιζητά ποτέ άφεση, χωρίς συγγνώμες, αυτός ο Σελίν της μεταπολεμικής ευμάρειας. Το πώς χλεύασε τους πάντες και πρώτα από όλα τον ίδιο ποτίζοντας τις σελίδες με ισχυρές δόσεις αυτοσαρκασμού, διατηρώντας αναμμένες τις φρυκτωρίες στον δρόμο για το Τίποτα που καραδοκεί για όλους.
Άθεος και κυνικός
Άθεος και κυνικός, δεν κράτησε παρηγορητικό πέπλο μπροστά στα μάτια του έκπληκτου κοινού που αναζητούσε μάταια στις σελίδες κάτι, έστω το ελάχιστο, για να ταυτιστεί με τον υβριστή Σάμπαθ (ένας πρόστυχος εωσφόρος-εμπρηστής στον αγγελικά πλασμένο κόσμο μας) ή τον εξωφρενικό και αντιπαθή Ζούκερμαν με τις άπειρες νευρώσεις που τον κατέτρεχαν σύζυγοι και ερωμένες. Αλλά τα βιβλία του Ροθ, του σημαντικότερου ίσως μεταπολεμικού πεζογράφου (όχι μόνο Αμερικανού, αφού αυτές οι γελοίες ταμπέλες δεν αφορούν την τέχνη. Ή είσαι παγκόσμιος ή δεν είσαι τίποτα!), ζέχνουν τέχνη, πάει να πει πόνο και άσπλαχνη αγάπη – εκείνο το σπάνιο είδος που μόνο οι εκλεκτοί μπορούν να γεννήσουν. Μακριά από τους άλλους, τους γλυκόπιοτους, τους πράους και αγαθούς που αγαπούν άδολα το ανθρώπινο κτήνος, αγκαλιάζοντας συνεχώς τον εαυτό τους και το κοινό τους.
Ιερόσυλος και αήθης, αλλά καυστικός και γενναίος, δεν έκανε ποτέ «πλάκα» και δεν υπήρξε ποτέ «αστείος». Ως γνήσιος κωμικός περιγέλασε με την τέχνη του τη ζωή, εξευτελίζοντας τη σοβαροφάνεια και διδάσκοντάς μας ότι τα πάντα και στα πάντα κρύβεται το κωμικό, αφού ο άνθρωπος είναι ζώο φαιδρό και χθόνιο κι ο βίος του καρικατούρα που γεννά κάθε στιγμή τον γέλωτα.
Κι όμως μέσα στον ζόφο που πνίγει την ανθρώπινη ζωή απ’ το λίκνο στον τάφο, έριξε χιούμορ με το τσουβάλι στις χαίνουσες πληγές μας, κάνοντάς μας να ξεσπάσουμε σε γέλια σε στιγμές που τα δάκρυα θα ήταν η πρέπουσα και κόσμια αντίδραση. Ιερόσυλος και αήθης, αλλά καυστικός και γενναίος, δεν έκανε ποτέ «πλάκα» και δεν υπήρξε ποτέ «αστείος». Ως γνήσιος κωμικός περιγέλασε με την τέχνη του τη ζωή, εξευτελίζοντας τη σοβαροφάνεια και διδάσκοντάς μας ότι τα πάντα και στα πάντα κρύβεται το κωμικό, αφού ο άνθρωπος είναι ζώο φαιδρό και χθόνιο κι ο βίος του καρικατούρα που γεννά κάθε στιγμή τον γέλωτα. Αρκεί κάποιος να του το υποδείξει –όπως το έκανε ο Βάρδος στο παρελθόν κι όπως το έπραξε ο Ροθ στη συνέχεια–, παίρνοντας το δάχτυλο και ακουμπώντας το στις πληγές, ενώ την ίδια στιγμή με το άλλο χέρι τον γαργαλούσε για να ξεχάσει προσωρινά τον πόνο της ύπαρξής του.
Θα διαβάζουμε τον Ροθ, επομένως, για όλες του τις αδυναμίες και ίσως εξαιτίας αυτών. Θα απολαμβάνουμε τις εκρηκτικές στιγμές των εσωτερικών του εκλάμψεων και θα τον οικτίρουμε για τις αμφιλεγόμενες εμμονές του που τον κάνουν τόσο ανθρώπινο. Τίποτα λιγότερο απ’ αυτό δεν θα τον ικανοποιούσε.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.