Για την επανέκδοση της συλλογής διηγημάτων του Μένη Κουμανταρέα «Σεραφείμ και Χερουβείμ» (εκδ. Κέδρος).
Της Ελιάνας Χουρμουζιάδου
Υπάρχουν βιβλία που ξαφνιάζουν στο έργο ενός συγγραφέα, επειδή διακόπτουν την αναμενόμενη συνέχειά του. Μια τέτοια θέση διεκδικούν τα Σεραφείμ και Χερουβείμ, έβδομο κατά σειρά βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα, γραμμένο ανάμεσα στο Κουρείο και τον Ωραίο Λοχαγό. Πρόκειται για βιβλίο που, από τη σκοπιά της θεματολογίας τουλάχιστον, συνιστά τομή στο έργο του – ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, γραμμένο σε μια εποχή που δεν είχε ακόμη γνωρίσει ούτε την κατάχρηση του όρου αυτού ούτε την κατάργηση των ορίων ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο. Συμπληρώνεται μάλιστα από ορισμένα –πολύ μεταγενέστερα– κείμενα που περιλαμβάνονται στη Γυναίκα που πετάει (Κέδρος 2006).
Χωρίς να συστηθεί, ο αφηγητής γυρίζει τριάντα χρόνια πίσω και μιλά σε πρώτο πρόσωπο για την καθημερινότητά του από το 1945 μέχρι το 1949: στα παλαιότερα επεισόδια που αφηγείται είναι μόλις 14 ετών, στα πιο πρόσφατα 18. Η περίοδος είναι δύσκολη για τη χώρα, λόγω των πρόσφατων πληγών από τον πόλεμο και την Κατοχή, αλλά κυρίως λόγω του Εμφυλίου. Είναι όμως και για τον ίδιο μια δύσκολη εποχή, λόγω του περάσματός του στον προθάλαμο της ενήλικης ζωής. Η απόσταση μεταξύ συγγραφέα και αφηγητή είναι ελάχιστη, όπως αντιλαμβάνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες όποιος έχει ασχοληθεί με την εργοβιογραφία του Κουμανταρέα.
Το βιβλίο αποτελείται από 10 κεφάλαια που μπορούν να διαβαστούν (και) αυτοτελώς χωρίς κανένα πρόβλημα κατανόησης. Κάθε κεφάλαιο παίρνει τον τίτλο του από το όνομα ή τον χαρακτηρισμό ενός κεντρικού προσώπου, που ο συγγραφέας το φέρνει για λίγο στο προσκήνιο, ενώ στο φόντο εξακολουθεί να κινείται ο πολυμελής θίασος των άλλων χαρακτήρων. Ορισμένοι επανέρχονται σε επόμενα κεφάλαια, δημιουργώντας έναν αφηγηματικό ιστό που συνδέει οργανικά τα μέρη με το όλον. Πρόσωπα και γεγονότα εντάσσονται σταδιακά σε αυτόν, ως τη στιγμή που αναδύεται μπροστά μας ολοκληρωμένη η εικόνα την οποία έχει διατηρήσει στη μνήμη του ο συγγραφέας. Αλλά τι ακριβώς δείχνει η εικόνα αυτή;
Εικόνες μιας εφηβείας, μιας κοινωνικής τάξης, μιας συνοικίας και μιας εποχής
Μάλλον δεν είναι μόνο μία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για τέσσερις εικόνες που προβάλλονται η μία πάνω στην άλλη: εικόνες μιας εφηβείας, μιας κοινωνικής τάξης, μιας συνοικίας και μιας εποχής. Είναι δύσκολο να τις ιεραρχήσει κανείς, καθώς μοιάζουν να αναμειγνύονται μεταξύ τους και να αλληλοδιαχέονται, σαν περιοχές με κοινό κέντρο αλλά δυσδιάκριτα όρια.
Εφηβεία στην πλατεία Κυριακού
Αρχικά βλέπουμε τον ίδιο τον αφηγητή ως έφηβο. Δύο στοιχεία εντυπώνονται αμέσως στον αναγνώστη. Καταρχάς ο έφηβος αυτός, αν και μεγαλώνει σε μια ταραγμένη εποχή, δεν πλήττεται από τα ιστορικά γεγονότα που θα σημαδέψουν πολλούς συνομηλίκους του. Ζει στους κόλπους μιας ευκατάστατης οικογένειας, σε μια «καλή» συνοικία της Αθήνας, πηγαίνει σε ιδιωτικό σχολείο, έχει ήδη την προσωπική του βιβλιοθήκη, παρακολουθεί συναυλίες κλασικής μουσικής (εδώ εκδηλώνεται για πρώτη φορά η ισόβια αγάπη του Κουμανταρέα) και παραθερίζει στην Κηφισιά. Αυτό όμως που κυρίως τον διακρίνει από τους συμμαθητές και τους φίλους του είναι το δεύτερο στοιχείο: η παρατηρητικότητά του. Ο έφηβος αυτός είναι ευσυνείδητος και ακούραστος παρατηρητής του περιβάλλοντός τους. Δεν του ξεφεύγει τίποτα, αλλά ακόμη κι αν κάτι του ξεφύγει, αν υπάρξει κάποια πληροφορία στην οποία δεν μπορεί να έχει πρόσβαση, η φαντασία του είναι πανέτοιμη να συμπληρώσει το κενό. Με άλλα λόγια φαίνεται φυσικό αυτός ο έφηβος να γίνει μια μέρα συγγραφέας –όπως θα γίνει όντως, τριάντα χρόνια αργότερα, όταν θα καθίσει στη γραφομηχανή του για να ξαναζωντανέψει στο χαρτί τους αλησμόνητους ανθρώπους που πλαισίωσαν την εφηβεία του: τους γονείς του ασφαλώς, τους αστούς γιατρούς και διευθυντές (γενικώς και αορίστως) με τις φρόνιμες ή κάπως ζωηρές θυγατέρες τους, τις συζύγους τους, άλλες στιβαρές νοικοκυρές, άλλες νευρασθενικές και άλλες αφοσιωμένες στη σωτήρια ενασχόλησή τους με τις τέχνες (εξαιρετική η Στρατηγίνα), τους νεαρούς της εργατικής τάξης, το υπηρετικό προσωπικό, τους εργαζομένους με τους οποίους έρχεται σε επαφή λόγω της επαγγελματικής τους ιδιότητας, όπως η ακλόνητη στο καθήκον Ευδοκία, ο καθημαγμένος από το πάθος του για νεαρά αγόρια γυμναστής, το δίπολο του Σεραφείμ και του Χερουβείμ, που είναι ελεγκτές εισιτηρίων στις αντικρινές αποβάθρες του σταθμού της Βικτώριας, και τέλος εκείνη η πολύ ιδιαίτερη μορφή που αποτελεί μια κατηγορία από μόνη της, η Εβραία (υπενθύμιση ότι τότε γίνεται γνωστή στην Ελλάδα η φρίκη του Ολοκαυτώματος).
Οι αστοί της πλατείας
Ευκρινέστατη, ίσως παρά τη θέληση του συγγραφέα, είναι η εικόνα της τάξης από την οποία προέρχεται και ο ίδιος, δηλαδή οι Αθηναίοι αστοί της Πλατείας Βικτωρίας και των πέριξ, είδος που τείνει να εκλείψει, καλλιεργημένοι, αλλά και συντηρητικοί, δυναμικοί και συγχρόνως φοβισμένοι από τον εχθρό τον οποίο αισθάνονται προ των πυλών, αδύναμοι τελικά μπρος σε οτιδήποτε μπορεί να διασαλεύσει την αρμονία του κόσμου τους, παρά τη φαινομενικά ασφαλή ζωή τους. Είπα ότι εμφανίζονται ευκρινέστατα ίσως χωρίς τη θέληση του Κουμανταρέα, γιατί η συμπάθεια του συγγραφέα μάλλον στρέφεται στους πιο ταπεινούς, φτωχούς και περιθωριακούς ανθρώπους, τους οποίους ωστόσο βλέπει πάντα από την ασφάλεια της δικής του τάξης. Προσπαθεί να τους περιγράψει δίκαια, σφαιρικά, με τρυφερό χιούμορ, ακόμη κι όταν δυσκολεύεται να τους συστήσει ως αξιαγάπητους χαρακτήρες, όπως συμβαίνει με τη «γραία» υπηρέτρια Πηνελόπη ή τον θυρωρό Ανέστη, τον επονομαζόμενο Κουκουβάγια, και τη γυναίκα του. Σε άλλες περιπτώσεις όμως γοητεύεται από τους νεαρούς αυτής της «κατώτερης» (με τα μέτρα της δικής του) τάξης, από την ανήκουστη για τον ίδιο ελευθερία τους να κυκλοφορούν σε κάθε είδους «απαγορευμένα» μέρη, από την πείρα ζωής που έχουν αποκομίσει πάρα πολύ νωρίς, από το θάρρος τους απέναντι σε μια κοινωνία που τους κρατά στις παρυφές της, και από τον αισθησιασμό που εκπέμπουν χωρίς καμία αιδώ. Ο Κουμανταρέας κινείται ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους. Παρατηρεί τα σημεία που συναντιούνται, όπως και τα σημεία άπωσης. «Γιατί, τα κοινωνικά όρια ήταν τότε ακόμα σαφώς προδιαγραμμένα, κι ας συγκινούσε την καλή κοινωνία η φιλία του κατάδικου με τον μικρό Πιπ στις Μεγάλες Προσδοκίες του Ντίκενς», γράφει. Σήμερα βέβαια η σύνθεση του πληθυσμού στην περιοχή έχει αλλάξει, όπως και πάρα πολλά άλλα. Λόγω και αυτής της αλλαγής η περιοχή συχνά αποκαλείται υποβαθμισμένη. Αν όντως είναι, ίσως πρέπει να αναζητήσουμε τις απαρχές της υποβάθμισης στην εποχή για την οποία μας μιλά ο συγγραφέας, όταν η αντιπαροχή είχε μόλις αρχίσει να σαρώνει την παλιά Αθήνα.
Στη δεκαετία του 50, έφηβος ακόμα, δεν μπορεί να φανταστεί πόσο άσχημη θα γίνει μια μέρα η πόλη. Στη δεκαετία του 70, όταν γράφει το βιβλίο η Αθήνα διατηρεί ένα φιλικό πρόσωπο. Υπάρχει ακόμη στην ατμόσφαιρα κάτι από τη νωθρότητα μιας επαρχιακής κωμόπολης
Η πλατεία Κυριακού δεν υπάρχει
Και αυτό μας φέρνει στην τρίτη εικόνα που αναδύεται από το βιβλίο, την εικόνα της συνοικίας, που στην πραγματικότητα διευρύνεται και φτάνει από την Πλ. Βικτωρίας (τότε Κυριακού) και τα πέριξ μέχρι την Ομόνοια και την οδό Ιπποκράτους, εμπλουτισμένη με πολλές αναφορές σε μέσα μαζικής μεταφοράς όπως ο ηλεκτρικός και το τραμ. Από τα Εξάρχεια μέχρι το τέρμα Πατησίων σώζονται ακόμα, όλως περιέργως, αρκετές προπολεμικές και μεταπολεμικές μονοκατοικίες, άλλες ανακαινισμένες, άλλες ετοιμόρροπες, που συχνά προκαλούν μελαγχολικές σκέψεις, ιδίως οι δεύτερες. Αυτές είναι ό,τι έχει απομείνει από την πόλη των Σεραφείμ και Χερουβείμ. Πάντως ο συγγραφέας δεν μελαγχολεί υπερβολικά. Στη δεκαετία του 50, έφηβος ακόμα, δεν μπορεί να φανταστεί πόσο άσχημη θα γίνει μια μέρα η πόλη. Στη δεκαετία του 70, όταν γράφει το βιβλίο έχοντας μετοικήσει πλέον σε άλλη, κοντινή συνοικία, η Αθήνα διατηρεί ένα φιλικό πρόσωπο, οι πολυκατοικίες είναι σχετικά καινούριες, οι άνθρωποι λιγότερο βιαστικοί, λιγότερο βίαιοι και οργισμένοι. Υπάρχει ακόμη στην ατμόσφαιρα κάτι από τη νωθρότητα μιας επαρχιακής κωμόπολης. Η πόλη που γνωρίζουμε σήμερα θα καταγραφεί πολύ αργότερα, στη Γυναίκα που πετάει: «Έβλεπα φάτσες τελείως άγνωστες μαύρους, κίτρινους, άτομα που προχωρούσαν χωρίς να ρίχνουν μια ματιά γύρω. Τον ράθυμο τρόπο που είχαν οι άνθρωποι παλιά είχε αντικαταστήσει η βιασύνη και η αδιαφορία» (σ. 275). Αλλά ακόμη και τότε η ανεπεξέργαστη μελαγχολία δεν ταιριάζει στον Κουμανταρέα. Αυτό που του ταιριάζει είναι αυτό ακριβώς που κάνει: η νηφάλια, χωρίς διδακτισμό, υπογράμμιση της αλλαγής που έλαβε χώρα.
Η Αθήνα στον Εμφύλιο χορεύει
Η τελευταία εικόνα είναι ένα πανόραμα που μπορεί να συμπεριλάβει όλα τα προηγούμενα. Η εποχή, η τετραετία 1945-49, εδώ εμφανίζεται από την ανάποδη. Ενώ ο Εμφύλιος μαίνεται, η ζωή στην Αθήνα δεν μοιάζει να επηρεάζεται. Έχουμε μόνο σύντομες αναφορές στον απόηχο των μαχών πάνω στα χιονισμένα βουνά, στους δηλωσίες και τη Μακρόνησο. Έχουμε πολύ εκτενέστερες περιγραφές συναυλιών κλασικής μουσικής και κινηματογραφικών ταινιών. Το Μέγαρο Μουσικής αποτελεί άπιαστο όνειρο για την εποχή εκείνη, οι ταινίες δεν στέκονται στο ύψος του Ταρκόφκσκι, του Κουροσάβα και του Μπέργκμαν, που αργότερα θα αποτελέσουν προσφιλές αντικείμενο προβληματισμού για τη σπουδάζουσα νεολαία, όμως παρ’ όλα αυτά η Αθήνα έχει να προσφέρει κάποια διέξοδο στον νεαρό εραστή των τεχνών. Κατά τα άλλα τα οικιακά δράματα στον άμεσο περίγυρό του τον αναστατώνουν μάλλον περισσότερο από τα μεγάλα γεγονότα της εποχής, που, εκείνος τουλάχιστον, δεν μπορεί ακόμη να τα πληροφορηθεί λεπτομερώς. Το βιβλίο διασώζει αυτή την ιδιωτικότητα, ως ακόμη μία πτυχή της εποχής. Πρόκειται για μια πτυχή που θα φάνταζε ανοίκεια, αν δεν έφτανε σε εμάς φιλτραρισμένη από την έκθαμβη ματιά ενός εφήβου ο οποίος αποκρυπτογραφεί τον κόσμο γύρω του –και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο το κείμενό του έχει την αξία ιστορικής μαρτυρίας.
Υπόγειο και διαβρωτικό χιούμορ, καταφύγιο απέναντι σε μια πραγματικότητα που απέχει από την ουτοπία
Το βιβλίο γράφεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, τριάντα χρόνια μετά τα γεγονότα που ιστορεί. Τι μοιάζει να έχει κερδίσει ο Κουμανταρέας αφηγητής σε σχέση με τον Κουμανταρέα έφηβο; Ένα υπόγειο και διαβρωτικό χιούμορ, καταφύγιο απέναντι σε μια πραγματικότητα που απέχει από την ουτοπία, ικανό να δώσει χαρακτηρισμούς όπως: «έπασχε από κακοήθη υγεία», για την υπηρέτρια Ματίνα, ή για την Ευδοκία: «πάνω απ΄ όλα τη χαρακτήριζε διακριτικότης. Δεν άνοιγε ποτέ μόνη το στόμα, αν προηγουμένως δεν την επίεζαν οι πελάτες της, και ήσαν οι πελάτες αυτοί εξόχως πιεστικοί». Έχει επίσης κατασταλάξει μέσα του η επιθυμία να υπερβεί τους φραγμούς της τάξης του και να προσεγγίσει τους λαϊκούς ανθρώπους, κατά κάποιο τρόπο έχει απελευθερωθεί από τα κοινωνικά δεσμά του. Ασφαλώς έχει μάθει να διαβάζει, να γράφει, να εκτιμά την καλή μουσική, αλλά κυρίως τώρα μπορεί να αντιμετωπίσει τον κόσμο και όσα συμβαίνουν σε αυτόν με ψυχραιμία, σαν να έχει συμφιλιωθεί με τις ανθρώπινες αδυναμίες. Γνωρίζοντας τη μετέπειτα πορεία του, μπορούμε να εκτιμήσουμε την αξία μιας τέτοιας μαθητείας.
*Κείμενο που διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στο Polis Art Cafe στις 10 Ιουνίου 2014
Σεραφείμ και Χερουβείμ
Μένης Κουμανταρέας
Κέδρος 2014
Σελ. 312, τιμή € 16,60
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΕΝΗ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑ