Τα βιβλία και η προσωπικότητα του Εντουάρ Λουί, οι οικογένεια και οι φίλοι, καθώς και οι πολιτικές προεκτάσεις των βιβλίων, των άρθρων ακόμη και των εμφανίσεών του, αποτέλεσαν πεδία όπου ανέπτυξε τις απόψεις του ο δημοφιλής Γάλλος συγγραφέας, μετά από τις ερωτήσεις που του έθεταν η Έλενα Όλγα Χρηστίδη και ο Κωστής Παπαϊωάννου, στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης.
Γράφει η Φανή Χατζή
Φεύγοντας από το κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης χτες βράδυ, μετά τη συνομιλία του Εντουάρ Λουί με την Έλενα Όλγα Χρηστίδη και τον Κωστή Παπαϊωάννου στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο ταξιδεύουν στο Μέγαρο», μπόρεσα επιτέλους να μοιραστώ τον ενθουσιασμό όσων είχαν απολαύσει τον Γάλλο συγγραφέα στην Αθήνα, μια εβδομάδα πριν. Κατάλαβα για ποιον λόγο είχε ξεχειλίσει η ιστορική αίθουσα Σαριπόλων στη Νομική Αθηνών το 2022 και γιατί τα δελτία εισόδου της χτεσινής εκδήλωσης εξαντλήθηκαν σε ένα τέταρτο.
Ο Εντουάρ Λουί δεν είναι απλώς ένας επιδέξιος συγγραφέας, αλλά και ένας χαρισματικός ομιλητής, που συνδυάζει τον απλό, μεστό λόγο με τη στοχαστική διάθεση. Μαχητικός αλλά και ενωτικός ταυτόχρονα, μιλάει για τα βιβλία του αρθρώνοντας ταυτόχρονα πολιτικό λόγο.
Ο Λουί ως pop star της λογοτεχνίας
Ο συγγραφέας που έδωσε φωνή σε μια τάξη ανθρώπων αποκλεισμένη από τον διάλογο και ταυτόχρονα διαμηνύει τα αιτήματα και τους αγώνες της νέας γενιάς ανάχθηκε γρήγορα σε «σύμβολο». Ο Κωστής Παπαϊωάννου, στον εναρκτήριο λόγο του, τον χαρακτήρισε «pop star» της λογοτεχνίας, μια άποψη που δικαιολογείται αν απομονώσουμε κάποιες εξωκειμενικές στιγμές της πορείας του, όπως τη δημόσια συζήτησή του με τον Κεν Λόουτς σε εκπομπή του Al Jazeera, το βιογραφικό ντοκιμαντέρ «Οι βίοι του Εντουάρ Λουί» που προβλήθηκε στο περσινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, αλλά και τη διαρκή ανάγκη άλλων δημιουργών, κυρίως στο θέατρο, να επικοινωνήσουν με το έργο του. Οι συνεντεύξεις και τα άρθρα του γίνονται viral και σχολιάζονται διαρκώς, όπως αποδείχτηκε το περασμένο καλοκαίρι με το κείμενό του «Η ταυτότητά σου δεν είναι ιδιωτική ιδιοκτησία» που δημοσιεύτηκε στο ελληνικό Jacobin.
Σημείο αναφοράς για το «φαινόμενο Εντουάρ Λουί» και ηχηρή ένδειξη της αγάπης που του τρέφει το ελληνικό κοινό ήταν η συρροή πολλών αναγνωστών του στην αίθουσα Σαριπόλων της Νομικής στις 6 Οκτωβρίου του 2022. Κατά απρόσμενη λογοτεχνική σύμπτωση, το ίδιο πρωινό εκείνης της ημέρας είχε βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας η Ανί Ερνό, που ενέπνευσε τον Λουί αλλά και τον μέντορα αυτού, Ντιντιέ Εριμπόν. Η Ερνό, στον ευχαριστήριο λόγο της, μίλησε για «εκδίκηση για τη φυλή» της, εννοώντας τους ανθρώπους της εργατικής τάξης, για τη λογοτεχνία ως πεδίο χειραφέτησης και για το «εγώ» που μπορεί να γίνει οικουμενικό. Από την κατάμεστη αίθουσα της Νομικής Αθηνών και την αίθουσα βράβευσης της Σουηδικής Ακαδημίας εκείνη τη μέρα ανέβλυζε το ίδιο αίτημα: η «ανάδειξη του ανείπωτου» και η δημιουργία μιας νέας λογοτεχνίας που διαταράσσει τα όρια ανάμεσα στο πολιτικό και το προσωπικό.
Το πρωτόλειο: Στόχευση στο θυμικό
Σε αντίθεση με την εκδήλωση της προηγούμενης Τρίτης στην Αθήνα, που επέμεινε στο νέο του βιβλίο, το κοινό αλλά και το πάνελ της Θεσσαλονίκης που έβλεπε για πρώτη φορά τον συγγραφέα ήταν διψασμένο για μια συζήτηση εφ’ όλης της ύλης και βιβλιογραφίας του, χάνοντας ίσως την ευκαιρία για συνομιλία με τη μητέρα του Λουί που βρισκόταν στο ακροατήριο. Ας επιστρέψουμε, όμως, κι εμείς για λίγο στο πρώτο βιβλίο του Εντουάρ Λουί, το Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, εκδ. Αντίποδες), που εκδόθηκε το 2013 και μεταφράστηκε στα ελληνικά το 2018. Στις ανατριχιαστικές πρώτες σελίδες του βιβλίου, ένα παιδί βρίσκεται στριμωγμένο σ’ έναν σχολικό διάδρομο και δέχεται παθητικά τα φτυσίματα, τις μπουνιές και τις εξυβρίσεις των εκφοβιστών του. Είναι φανερό ότι ο Λουί στόχευσε εξ αρχής στο θυμικό, στη δημιουργία ψυχοσωματικών αντιδράσεων που είναι αδύνατο να ανασυρθούν απ’ τη μνήμη χωρίς να σφίγγεται το στομάχι.
Σε αυτή τη σπαρακτική (αυτό)βιογραφία, ένα διαφορετικό αγόρι μεγαλώνει τη δεκαετία του 1990 σε μια συντηρητική, λαϊκή, ετεροκανονική οικογένεια, μέρος μιας γαλλικής επαρχίας με τα ίδια χαρακτηριστικά. Πρόκειται για μια πλήρη καταγραφή του βιώματος της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού, ιδωμένο από την οπτική ενός παιδιού. Όσο οι κριτικοί στη Γαλλία αγωνιούσαν για το εάν αυτού του είδους η γραφή είναι «λογοτεχνία», ο Λουί έφτανε με τις μεταφράσεις του σε ένα ευρύ νεανικό κοινό που ταυτίστηκε με την πάλη του κεντρικού ήρωα με το παλιό, το στάσιμο, το άκαρπο και την τελική ρήξη του με αυτό.
«Για να μπορέσεις να ξεφύγεις από την τάξη σου, δίνεις τα πάντα και παλεύεις εναγωνίως για να φτάσεις αυτό το όνειρο, για να συνειδητοποιήσεις, τελικά, ότι αυτό που ονειρευόσουν ήταν φενάκη»
Ερωτηθείς γι’ αυτή τη ρήξη και τη σχέση του με το παρελθόν, ο Λουί του σήμερα, που έχει αλλάξει με δικαστική πράξη το ονοματεπώνυμό του, ισχυρίζεται ότι η διαταξική ανέλιξη είναι το κυνήγι ενός ονείρου: «Για να μπορέσεις να ξεφύγεις από την τάξη σου, δίνεις τα πάντα και παλεύεις εναγωνίως για να φτάσεις αυτό το όνειρο, για να συνειδητοποιήσεις, τελικά, ότι αυτό που ονειρευόσουν ήταν φενάκη». Μπορεί να έκοψε τις γέφυρες με το παρελθόν του, αλλά πολλές φορές διακατέχεται από μια αλλόκοτη νοσταλγία για την παιδική του ηλικία. Παρομοίασε μάλιστα αυτό το αίσθημα με τη νοσταλγία των πρώην κατοίκων της Ανατολικής Γερμανίας για το καθεστώς πριν από την πτώση του Τείχους: «Ήταν ανελεύθερο, καταπιεστικό, αλλά ταυτόχρονα κάποιος φρόντιζε μαγικά για σένα».
Το βιβλίο «μήτρα» και όσα ακολούθησαν
Αυτό το πρωτόλειο, πάντως, ήταν κατά κάποιο τρόπο η «μήτρα» μιας σειράς βιβλίων που ανακυκλώνουν τη θεματική της βίας υπό άλλο πρίσμα. Στο πρώτο, ο Λουί αναμετράται με τη «μητρική» βία, ήτοι τη θεσμική βία της φτώχειας. Οι άλλες μορφές τις οποίες θα εξετάσει στη συνέχεια της εργογραφίας του, η έμφυλη, η σεξουαλική και κρατική βία μοιάζουν διακλαδώσεις της ίδιας ρίζας. Παρόλο που το ψηφιδωτό της εργογραφίας του προσφέρει μια διαθεματική ματιά στο ζήτημα της βίας, κάθε βιβλίο του καταπιάνεται με μια άλλη μορφή αγώνα.
Αυτή η επιλογή να διακρίνει τα είδη βίας και αγώνα και να τα ανακαλύπτει διαδοχικά είναι συνειδητή, όπως μας αποκάλυψε χτες. Για τον Λουί, δεν υπάρχει ένας ενιαίος χώρος στον οποίο μπορούν να χωρέσουν όλα τα αιτήματα, παρά μόνο ίσως στη φαντασία μας. Αντιθέτως, πρέπει να τα χωρίζουμε και να αφιερώνουμε χώρο και βάθος στο καθένα. «Κάθε κίνημα έχει τη δική του γλώσσα, τη δική του ριζοσπαστικότητα και όταν προσπαθείς να τα χωρέσεις όλα μαζί, είτε στις διεκδικήσεις στο δρόμο είτε στο χαρτί, χάνουν τη μαχητικότητά τους», όπως παρατήρησε.
Η «επανάληψη» ως αντίσταση
Πέρα από την εξέταση των μορφών βίας και αντίστασης, σε κάθε βιβλίο του εστιάζει και σε διαφορετικό χαρακτήρα της οικογένειάς του. Στους Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες) και σε αυτό που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, Η Μονίκ δραπετεύει (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες), επικεντρώνεται στη μητέρα του, που εγκατέλειψε τον καταπιεστικό της σύζυγο και αργότερα τον κακοποιητικό της σύντροφο. Στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες), ο Λουί γράφει έναν μονόλογο για τον πατέρα του και στο L’ effondrement (Η κατάρρευση), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στη Γαλλία και αναμένουμε στα ελληνικά, πραγματεύεται τη ζωή του αδερφού του που πέθανε από αλκοόλ στα 38 του χρόνια.
Όπως παραδέχτηκε και είναι άλλωστε εμφανές, εδώ και μια δεκαετία ο Λουί δημιούργησε μια «τοιχογραφία» της οικογένειάς του. Ωστόσο, δεν αποδέχεται την κριτική της ανακύκλωσης των θεμάτων του, αλλά αγκαλιάζει την επανάληψη ως πολιτικό στοιχείο της γραφής του. Κόντρα στη μαρκετίστικη λογική του «νέου» και της «έκπληξης», ο Λουί σκάβει όλο και πιο βαθιά. Γράφοντας το ένα βιβλίο μετά το άλλο με αντικείμενο την ίδια οικογένεια καταρρίπτει την αναμονή και τη διαρκή προσδοκία για κάτι «καινούριο».
Ο Εντουάρ Λουί και η μητέρα του Μονίκ. |
Κάθε βίωμα χρειάζεται τη δική του φόρμα
Πέρα απ’ αυτό, όμως, για τον Λουί κάθε εμπειρία, κάθε βίωμα που αποτύπωσε στο χαρτί είχε τη δική του γλώσσα, τη δική του φόρμα και απαιτούσε άλλου είδους έρευνα. Όταν έγραψε, για παράδειγμα, για τον πατέρα του, χρειαζόταν ένα στυλ πολιτικής καταγγελίας, οπότε διάβαζε Φραντς Φανόν, Εμίλ Ζολά και Καρλ Μαρξ για να σχηματίσει το δικό του «Κατηγορώ». Όταν έγραψε για τον αδερφό του, εγκατέλειψε τον χώρο της κοινωνιολογίας, υπεισήλθε στην ψυχολογία και ψυχιατρική για να κατανοήσει την κατάθλιψη.
Όσον αφορά το πρόσφατο Η Μονίκ δραπετεύει, ο συγγραφέας υιοθέτησε τον πιο αγωνιώδη παλμό των έργων δράσης. Όταν η μητέρα του μια μέρα τον πήρε τηλέφωνο, ενώ αυτός βρισκόταν στην Αθήνα, λέγοντάς του ότι θέλει να εγκαταλείψει την κακοποιητική της σχέση, ο Λουί ανέλαβε άμεσα δράση. Η «δραπέτευσή» της έγινε βιαστικά, σαν ταινία απόδρασης. Για να την αποτυπώσει, ο Λουί διάβαζε αναγνώσματα που ενείχαν το στοιχείο της φυγής και έβλεπε ταινίες Τζειμς Μποντ.
Ο κύκλος της βίας και το τραύμα ως ρεύμα
Διαβάζοντας τον Λουί, λαμβάνουμε την αίσθηση της σκιαγράφησης ενός κύκλου της βίας. Οι φερόμενοι ως «θύτες» ή «ασκούντες» της βίας στο πρώτο βιβλίο του επανεξετάζονται και αναθεωρούνται στα επόμενα βιβλία ως θύματα άλλης βίας. Στην Ιστορία της βίας (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδ. Αντίποδες), για παράδειγμα, το δεύτερο βιβλίο του, ο Λουί αναμετράται γενναία με τη διαιώνιση ή «ιστορικότητα» της βίας, εντάσσοντας τον βιασμό σε μια ακολουθία κακοποιητικών πράξεων. Ο «θύτης», βορειοαφρικανός μετανάστης, είναι και «θύμα» έντονου φυλετικού ρατσισμού και αντίστοιχα στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, ο ομοφοβικός πατριάρχης σκιαγραφείται ως θύμα των πολιτικών διεργασιών και πρακτικών που διαιωνίζουν τη μυωπική του θέση.
Ωστόσο, ο Λουί μας αποκάλυψε χτες και μια διαφορετική ανάγνωση της βίας και του τραύματος στα βιβλία του. Με αφορμή την παρατήρηση ότι ο πόνος που προκάλεσαν τα πρώτα βιβλία στη μητέρα του ήταν ο πόνος από τα ίδια τραύματα που αυτή του προκαλούσε όταν ήταν μικρός, ο Λουί επισήμανε ότι το τραύμα είναι ένα ηλεκτρικό ρεύμα που διαχέεται ανάμεσα στα άτομα, όχι κάτι που κινείται μονομερώς από τον θύτη στο θύμα. Έτσι, ακόμα κι αν το νέο του βιβλίο γράφτηκε κατά παραγγελία της μητέρας του, λειτούργησε λυτρωτικά και για τον ίδιο, καθώς μέσω αυτού προσπάθησε να επιδιορθώσει, να επουλώσει τα τραύματα και των δυο τους.
Η επανάσταση του κραγιόν και ad hoc πολιτική
Στον ίδιο εξομολογητικό τόνο, άνοιξε μια ωραία συζήτηση για την επανοικειοποίηση του γυναικείου σώματος, με αφορμή ένα απόσπασμα από το Η Μονίκ δραπετεύει. Ο Λουί ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η ίδια ενέργεια, το μακιγιάζ εν προκειμένω, μπορεί να σηματοδοτεί για μια γυναίκα όρο καταπίεσης και για μια άλλη πράξη χειραφέτησης». Για πολλές φίλες και γνωστές του συγγραφέα, η αντίσταση στο μακιγιάζ σημαίνει και αποστροφή προς τα πρότυπα ομορφιάς, αλλά για μια γυναίκα της εργατικής τάξης σαν τη μητέρα του, που πέρασε όλη τη ζωή της μέσα στο σπίτι, το να βάλει κραγιόν είναι μια επαναστατική και απελευθερωτική κίνηση.
Με αυτή την αφορμή, ο Λουί διατύπωσε την άποψη ότι το πολιτικά «ανατρεπτικό» πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση, σημειώνοντας ότι «για κάποιους, ο γάμος είναι μια ετεροκανονική μπουρζουά συνθήκη και την απορρίπτουν ως τέτοια, ενώ για άλλους είναι μια κατάκτηση». Για τον συγγραφέα, η πολιτική δεν θα έπρεπε να εμμένει σε αόριστες έννοιες, αλλά σε συγκεκριμένες καταστάσεις, να παρατηρεί «μια στιγμή, μια ζωή, μια τάξη, ένα σώμα».
Ντροπή, μελαγχολία, επιβίωση και αυτοβιογραφία
Συνεπής σε αυτή του τη θέση, κάθε φορά που οι συνομιλητές του τού έδιναν ένα ερέθισμα αναφερόμενοι σε μια αφηρημένη έννοια, αυτός τη συγκεκριμενοποιούσε, προσπαθώντας να αναδείξει τις αθέατες διαστάσεις της. Χαρακτήρισε, για παράδειγμα, την ντροπή ένα πολιτικό παρά ατομικό ζήτημα, ως κάτι που δεν είναι απλά θέμα επιλογής, ζήτημα του «θα έπρεπε ή δε θα έπρεπε να το νιώθεις», αλλά κάτι που βιώνεται και σε ακολουθεί μέσα στον κόσμο μίσους που μας περιβάλλει.
Σε σχέση με τη μελαγχολία, αντίστοιχα, διερωτήθηκε εάν έχουμε όλοι ίση πρόσβαση στη μελαγχολία. Το κοινό γέλασε με τη ρήση «Εάν είσαι μπουρζουά και είσαι μελαγχολικός, το λένε ποίηση, εάν είσαι προλετάριος και είσαι μελαγχολικός, το λένε γκρίνια», όμως αυτή ήταν η κριτική που δέχτηκε ο συγγραφέας όταν εξέδωσε το βιβλίο του Αλλαγή: Μέθοδος (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη, Αντίποδες), στο οποίο περιγράφει την κατασκευή της ταυτότητάς του, κοιτώντας «απ’ έξω» τόσο την τάξη που άφησε πίσω του όσο και τη νέα στην οποία επέλασε. Πολλοί φίλοι του τον έψεξαν για τη μελαγχολία αυτή, σαν να αναμενόταν από αυτόν να είναι χαρούμενος τώρα που έγινε διάσημος.
Όχι μόνο πιο χαρούμενος, αλλά πιο δυστυχισμένος σε σχέση με δέκα χρόνια πριν, δήλωσε, πάντως, διαψεύδοντας την υπόθεση ότι τα δέκα χρόνια συγγραφικής πορείας αποτέλεσαν γι’ αυτόν ένα είδος ψυχανάλυσης. Η γραφή είναι επίπονη, μας δήλωσε ο Λουί, ειδικά η αυτοβιογραφία, που γεννιέται σε μεγάλα σκοτάδια, από «άσχημα μέρη», από το καμπ, από μια κακοποιητική σχέση, από ένα βίαιο γεγονός. Όπως παρατήρησε «ο Σαλμάν Ρουσντί έγραψε μόνο δύο φορές στη ζωή του αυτοβιογραφία και ήταν και οι δύο αφότου επιβίωσε από βίαιες επιθέσεις προς το πρόσωπό του».
Προς μια νέα λογοτεχνία
Παρά το επίπονο της γραφής, όμως, ο Λουί δεν εγκαταλείπει την προσπάθεια να βρει μια προοδευτική γλώσσα και να επικοινωνήσει τις θέσεις του. Πλέον, εξάλλου, το ζητούμενο της λογοτεχνίας δεν είναι να δείξει τα αθέατα και τα ανείπωτα, αλλά να εκθέτει τους ανθρώπους σε αυτά που ξέρουν ήδη αλλά συνειδητά αγνοούν. «Η μετάβαση από μια γνωστική (cognitive literature) σε μια συγκρουσιακή (confrontational) λογοτεχνία θα αποσβέσει το σύνορο ανάμεσα στην πολιτική λογοτεχνία και την επίσημη λογοτεχνία» ισχυρίστηκε έντονα χτες.
Ο Εντουάρ Λουί, συνολικά, έβρισκε σε κάθε απάντησή του τον τρόπο να «ανοίγει» τον διάλογο, να στρέφει τα ερωτήματα που τέθηκαν σε αυτόν προς το μέρος του κοινού.
Ο Εντουάρ Λουί, συνολικά, έβρισκε σε κάθε απάντησή του τον τρόπο να «ανοίγει» τον διάλογο, να στρέφει τα ερωτήματα που τέθηκαν σε αυτόν προς το μέρος του κοινού. Με ευγένεια και υπομονή, απέδειξε έμπρακτα την άποψη που συχνά υποστηρίζει, ότι τα γραπτά του, η ταυτότητα και το βίωμά του δεν είναι ατομικά αλλά ένα πεδίο συλλογικής διαπραγμάτευσης και μοιράσματος.
*Η ΦΑΝΗ ΧΑΤΖΗ είναι μεταφράστρια, απόφοιτος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Αγγλικών και Αμερικανικών Σπουδών.