Η Τεχνητή Νοημοσύνη παράγει τέχνη; Οι αναγνώστες μπορούν να κάνουν τον διαχωρισμό μεταξύ ενός λογοτεχνικού έργου υπογεγραμμένου από συγγραφέα, ενός προερχόμενου από την Τεχνητή Νοημοσύνη, κι ενός αξιόλογου λογοτεχνικού κειμένου;
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Το αν μπορεί να γράψει λογοτεχνία η Τεχνητή Νοημοσύνη (Τ.Ν.) είναι ένα ερώτημα που έχει απαντηθεί: Ναι. Μπορεί να γράψει είτε ποιήματα και πεζά δικής της έμπνευσης, με βάση το τι θα ζητήσει ο χρήστης της, είτε λογοτεχνικά κείμενα στο στυλ ενός γνωστού συγγραφέα. (Θα) Υπάρχει τρόπος να αναγνωριστεί ένα λογοτεχνικό έργο ως προϊόν της Τ.Ν.; Απ’ ό,τι φαίνεται, όχι. Τα προγράμματά της εξελίσσονται –στα ελληνικά ακόμα δεν είναι τόσο αξιόπιστα–, αλλά οι μηχανές που είναι σε θέση να ανιχνεύσουν την εμπλοκή της δεν προλαβαίνουν να βρίσκονται μπροστά από τη γραφή της και να την αποκαλύπτουν.
Δύο βασικές ανησυχίες-ερωτήματα
Με βάση αυτά τα δεδομένα –και με επιφύλαξη ότι καθετί που ξέρουμε ή που συμπεραίνουμε αλλάζει από μέρα σε μέρα–, τι προκαλεί αναστάτωση στους παροικούντες τη λογοτεχνική Ιερουσαλήμ; Μπορώ να φανταστώ δύο βασικές ανησυχίες-ερωτήματα: Από τη μία, άραγε ένα πρόγραμμα Τ.Ν. παράγει τέχνη, αν το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί συμπιλήματα; Από την άλλη, πώς ο αναγνώστης θα δεχτεί ένα έργο που κατασκευάστηκε –στην κυριολεξία– από ένα μηχάνημα κι όχι από ένα έλλογο ον, όπως είναι ο άνθρωπος, που, εκτός της λογικής και της γλώσσας, έχει και συναισθήματα να διαχειριστεί και να ενσωματώσει στο έργο του;
Θέλω να είμαι ρεαλιστής κι όχι μεταφυσικά σκεπτόμενος. Καταλαβαίνω την ανατροπή πολλών δεδομένων και κυρίως των πεποιθήσεων περί ανθρώπινης δημιουργικότητας. Αλλά οφείλουμε, για να προσαρμοστούμε στις νέες εξελίξεις, να εκτιμήσουμε τα στοιχεία και τις προοπτικές και να ορίσουμε την τέχνη, πριν καν έλθει η Τ.Ν.
Ο άνθρωπος, ήδη πριν το μηχάνημα αναλάβει δράση, παράγει τέχνη συνδυάζοντας στοιχεία άλλων κειμένων (η γνωστή διακειμενικότητα), παραθέτοντας και μοντάροντας τεμάχια λόγου, και συμπιλώντας προϋπάρχοντα λεκτικά στοιχεία.
Στο πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι ότι και ο άνθρωπος, ήδη πριν το μηχάνημα αναλάβει δράση, παράγει τέχνη συνδυάζοντας στοιχεία άλλων κειμένων (η γνωστή διακειμενικότητα), παραθέτοντας και μοντάροντας τεμάχια λόγου, και συμπιλώντας προϋπάρχοντα λεκτικά στοιχεία. Επειδή παρθενογένεση δεν υπάρχει, κάθε έργο τέχνης είναι κατασκευή λεκτικών συνόλων (σημαινόντων που κουβαλούν και δημιουργούν σημαινόμενα), πολλά από τα οποία έχουν αποτελέσει δάνειο, συνειδητό ή ασύνειδο, από στερεοτυπικές εκφράσεις (παροιμίες, παγιωμένες μεταφορές, ρητά κ.λπ.) ή μοτίβα, δομές ή φρασεολογία προηγούμενων λογοτεχνών.
Ακόμα περισσότερο, μια μερίδα λογοτεχνικών έργων αποτελούν ρητή και συνειδητή ανακύκλωση παλιότερων κειμένων. Ένα τέτοιο είδος είναι ο κέντρωνας, δημοφιλής ήδη από το Βυζάντιο, στον οποίο ο συντάκτης του συρράπτει αυτούσια λόγια άλλων. Κι ερχόμαστε στο 2005, όταν ο Σταύρος Κρητιώτης γράφει το Μηνολόγιο ενός απόντος (εκδ. Πόλις), μυθιστόρημα το οποίο δημιουργεί πλοκή, συνθέτοντας εμπρόθετα ρήσεις και φράσεις άλλων έργων. Πρόκειται για μια έντεχνη και θεμιτή λογοκλοπή από τον συγγραφέα, για να πραγματευθεί το πρόβλημα της λογοκλοπής (!) σαν μια εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη στη λογοτεχνική διαδικασία. Το ίδιο κάνει και θα κάνει και η Τεχνητή Νοημοσύνη.
Στο δεύτερο ερώτημα (πώς, δηλαδή, ο αναγνώστης θα δεχτεί ένα έργο που κατασκευάστηκε από ένα μηχάνημα) χρειάζεται μια πιο γενναία απάντηση. Μπορούμε να δεχτούμε να διαβάζουμε ένα ποίημα, να ακούμε ένα τραγούδι, να βλέπουμε ένα κινηματογραφικό έργο που θα έχει δημιουργεί από προγράμματα Τ.Ν.; Ξεκινώ τον συλλογισμό μου με τον θάνατο του συγγραφέα, όπως τον συνέλαβε και τον διατύπωσε ο Ρολάν Μπαρτ [Roland Barthes]. Σύμφωνα με τον Γάλλο μεταδομιστή, ο συγγραφέας έχει πεθάνει, ή μάλλον μάς είναι αδιάφορος, γιατί στην ουσία τη λογοτεχνία τη γράφει η ίδια η γλώσσα, με τις δομές και τις δυνατότητές της, ενώ αυτός που υπογράφει κάθε έργο είναι μια απλή μηχανή, η οποία καθοδηγείται από τη περιρέουσα πολιτισμική κοινότητα. Ο δημιουργός, σύμφωνα με αυτή τη μεταστρουκτουραλιστική άποψη, είναι ένα όργανο της γλώσσας, που περιορίζεται από αυτήν και καθοδηγείται από τις ορίζουσές της. Έτσι, ο Ρ. Μπαρτ επιχείρησε να αποκαθηλώσει την αυθεντία του συγγραφέα και να τον εκλάβει ως γράφουσα συνείδηση, που αποτυπώνει το πνεύμα της εποχής του και της γλωσσικής του κοινότητας, χωρίς να καθορίζει ποια ερμηνεία του έργου του υπερτερεί και χωρίς να προδιαγράφει το νόημα του κειμένου βάσει της δικής του προθετικότητας.
Το βάρος του λογοτεχνικού στίγματος πέφτει στους αναγνώστες, που καλούνται να νοηματοδοτήσουν το κείμενο βάσει της γλώσσας και της αφηγηματικής του εκδίπλωσης, χωρίς να δεσμεύονται από την όποια συγγραφική χειραγώγηση.
Επομένως, το βάρος του λογοτεχνικού στίγματος πέφτει στους αναγνώστες, που καλούνται να νοηματοδοτήσουν το κείμενο βάσει της γλώσσας και της αφηγηματικής του εκδίπλωσης, χωρίς να δεσμεύονται από την όποια συγγραφική χειραγώγηση. Είναι σαν να ξεχνάνε τον δημιουργό και να επικεντρώνονται στο ίδιο το έργο. Αυτό ακριβώς (θα) κάνουν, αν έχουν μπροστά τους λ.χ. ένα ποίημα της «Λυδίας Αγγελούδη». Πίσω από αυτό το όνομα μπορεί να κρύβεται 1/ ένα πραγματικό πρόσωπο που υπογράφει τα ποιήματά του, ή 2/ ένα ψευδώνυμο πρόσωπο που κρύβεται πίσω από μια πλαστή υπογραφή, ή 3/ μια πλατφόρμα Τ.Ν. που έγραψε εξ ολοκλήρου το ποίημα, χωρίς κανείς από τους αποδέκτες του να μπορεί να το μάθει, ή 4/ ένα πραγματικό πρόσωπο, το οποίο ωστόσο χρησιμοποίησε σε μικρό ή μεγάλο ποσοστό την Τ.Ν., «πειράζοντας» ό,τι έλαβε από αυτήν.
Με λίγα λόγια, ο αναγνώστης δεν μπορεί πλέον να ξέρει ποιος είναι πίσω από το κείμενο που διαβάζει. Ακόμα περισσότερο εν τέλει, δεν θα νοιάζεται για το ποιος το έγραψε, συγκατατιθέμενος σε μια σύμβαση: το ίδιο το έργο συγκινεί, προβληματίζει, ερεθίζει, ευαισθητοποιεί, εξάπτει, ξεσηκώνει ή τίποτα απ’ όλα αυτά, ανεξάρτητα από το βιογραφικό του δημιουργού του ή το όνομα της Τ.Ν. που το κατασκεύασε. Το ζητούμενο, δηλαδή, δεν είναι ποιος αλλά τι: κι εκεί πιθανόν η μηχανή να μην μπορεί (ακόμα;) να παραγάγει υψηλής στάθμης και συναισθηματικής φόρτισης κείμενα, με αποτέλεσμα αυτά να μην προσλαμβάνονται ως αξίες, όχι επειδή είναι «τεχνητά», αλλά επειδή δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις υψηλών απαιτήσεων προσδοκίες του ανθρώπου.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).