Της Άλκηστης Σουλογιάννη*
Όπως είναι γνωστό, τον πολιτισμό ως ζώντα οργανισμό προσδιορίζει κυρίως η διάρκεια, με ειδικότερα χαρακτηριστικά αφενός την ανάπτυξη και αφετέρου την υπέρβαση των χωροχρονικών ορίων, στοιχεία που αποτελούν τεκμήρια της δυναμικότητας του πολιτισμού στο επίπεδο του περιεχομένου και στο επίπεδο των δημιουργών και των φορέων.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντοπίζεται και η επικοινωνία μεταξύ πολιτισμών ως διαδικασία μετάδοσης και ανταλλαγής πληροφοριών, με τον συνακόλουθο διάλογο, έστω και ως διάλογο αντιπαραθέσεων και αντεγκλήσεων.
Και όπως παρατηρείται σε όλους τους ζώντες οργανισμούς, υπάρχουν οι πολιτισμοί που κυριαρχούν. Προς αυτή την κατεύθυνση αξιοποιούνται ως δίαυλοι αφενός το διατιθέμενο σύστημα διατύπωσης, οργάνωσης και διεκπεραίωσης αρχών και ιδεών όπου παρεμβαίνει ως όχημα ο γλωσσικός κώδικας, και αφετέρου οι ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές παράμετροι και συγκυρίες.
Ασχέτως πάντως της επικράτησης των κυρίαρχων πολιτισμών (θέμα άλλωστε που δεν είναι της παρούσης), το διαχρονικό ζητούμενο αλλά και τεκμήριο ισχύος ενός πολιτισμού είναι όχι απλώς η υπέρβαση των χωροχρονικών ορίων, αλλά η διαμόρφωση και διατήρηση τόπων σταθερής ή διαρκούς παρουσίας του πολιτισμού εκτός της κοιτίδας δημιουργίας αυτού, στο πλαίσιο του γεωπολιτικού περιβάλλοντος εισόδου και υποδοχής.
Με αυτά τα δεδομένα (σε μια απολύτως επιγραμματική διατύπωση) προσδιορίζεται η διαχρονική κινητικότητα και δυναμική του ελληνικού πολιτισμού ως έξοδος των προϊόντων της πολιτισμικής μητρόπολης από την κοιτίδα παραγωγής αυτών.
Πέρα από το περισσότερο ή λιγότερο μακρινό ιστορικό παρελθόν της παρουσίας των εκφάνσεων του ελληνικού πολιτισμού εκτός κοιτίδων δημιουργίας και ανάπτυξης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοπογραφία και η τοπιογραφία της σύγχρονης παρουσίας του ελληνικού πολιτισμού μέσα στον σύγχρονο παγκόσμιο χάρτη, καθώς και η αναγνώριση των διαύλων επικοινωνίας του ελληνικού πολιτισμού με τα στοιχεία και τους παράγοντες της διεθνούς πολιτισμικής αγοράς.
Για λόγους ιστορίας αλλά και τιμής η πρώτη αναφορά απευθύνεται στις ελληνικές κοινότητες και ιδιαιτέρως στα ελληνικά ή ελληνικού ενδιαφέροντος εκπαιδευτικά και γενικότερα μορφωτικά ιδρύματα, που οργανώθηκαν με ποικίλες ιστορικές, πολιτικές, οικονομικές αφορμές και αναπτύχθηκαν περίπου σε όλη την επιφάνεια του πλανήτη κατά τη διάρκεια κυρίως των τεσσάρων-πέντε τελευταίων αιώνων ως αποτέλεσμα συνέργειας ανάμεσα στην κοινωνία των ελλήνων αποδήμων και στους θεσμικούς παράγοντες της χώρας υποδοχής.
Στο πλαίσιο δραστηριότητας αυτών των κοινοτήτων ο ελληνικός πολιτισμός ανέπτυξε διάλογο τόσο με τον ιστορικά επικρατέστερο ή εντόπιο πολιτισμό, όσο και με άλλα πολιτισμικά συστήματα που παρίσταντο περιστασιακά ή σε σταθερή βάση στη χώρα υποδοχής. Ως εργαλεία επικοινωνίας αξιοποιήθηκαν τόσο η ελληνική γλώσσα που αποτέλεσε παράγοντα πολυπολιτισμικότητας, όσο και η κυρίαρχη γλώσσα της χώρας υποδοχής που συνέβαλε στη διεκπεραίωση και μετάδοση των αρχών και των αξιών του ελληνικού πολιτισμού. Αυτές οι συνθήκες προσδιόρισαν μια πρώτη μορφή επικοινωνίας ανάμεσα στην ελληνική πολιτισμική μητρόπολη και στη διαπολιτισμική περιφέρεια.
Ως επέκταση του φαινομένου στο πλαίσιο των σύγχρονων συνθηκών αποδημίας, θα πρέπει να εκτιμηθεί η σύγχρονη συμμετοχή ελλήνων στον διεθνή ακαδημαϊκό και γενικότερα πολιτισμικό χώρο, η οποία (συμμετοχή) έχει παγιωθεί μέσα στη διεθνή κοινότητα.
Σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η λειτουργία θεσμικών παραγόντων που εξασφαλίζουν τη σταθερή παρουσία του ελληνικού πολιτισμού στον διεθνή χώρο, επάνω στη βάση της διμερούς ή διακρατικής συνεργασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση, θα πρέπει καταρχήν να τονισθεί με ιδιαίτερη έμφαση η σημαντική παρά τα ποικίλα διοικητικο-οικονομικά προβλήματα επιστημονική δραστηριότητα, αλλά και η γενικότερη κοινωνική παρουσία του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, το οποίο αφενός μεν κατάγεται από την υπέρβαση των γεωγραφικών ορίων της κοιτίδας ανάπτυξης του ελληνικού πολιτισμού, και αφετέρου απέκτησε θεσμικό χαρακτήρα στο πλαίσιο των διεργασιών για την αναθέρμανση της διμερούς συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Ιταλίας. Ας θυμηθούμε ότι το επίσημο συμβατικό πλαίσιο για τις σχέσεις των δύο χωρών ετέθη το 1928 με την υπογραφή διμερώς της Συνθήκης Φιλίας-Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού. Η εφαρμογή της Συνθήκης αυτής διεκόπη αυτομάτως με την πρόκληση πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας προς την Ελλάδα το 1940. Στην πραγματικότητα, η ίδρυση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών το 1951 μέσα στο ιστορικό περιβάλλον της Βενετίας συνέβαλε αποφασιστικά στην προώθηση των διμερών συνεννοήσεων, οι οποίες είχαν αρχίσει το 1949 και οι οποίες σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη διμερή συνεργασία σε θέματα του ευρέος φάσματος του πολιτισμού στη διάσταση τόσο της κληρονομιάς όσο και της σύγχρονης δημιουργίας, ολοκληρώθηκαν με την υπογραφή το 1954 της Μορφωτικής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία ετέθη σε ισχύ το 1956.
Στο πλαίσιο της υπό μία ευρεία έννοια πολιτισμικής συνεργασίας της Ελλάδας με άλλες χώρες αναπτύσσεται συνεχώς από το 1992 η δραστηριότητα του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού (ΕΙΠ), με σκοπό τη διαρκή παρουσία και προβολή του ελληνικού πολιτισμού στον διεθνή χώρο. Διαύλους για τη μεθόδευση της δραστηριότητας του Ιδρύματος αποτελούν τα Παραρτήματα αυτού στο Βερολίνο, στην Οδησσό και στην Αλεξάνδρεια, καθώς και οι Εστίες Πολιτισμού του Ιδρύματος που οργανώθηκαν στην Τεργέστη, στη Σόφια, στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι, στα Τίρανα και στη Μελβούρνη. Εξάλλου, το Ίδρυμα εκπροσωπείται και στην Ουάσιγκτον διά της Ελληνικής Πρεσβείας. Με αυτές τις προϋποθέσεις το Ίδρυμα αναπτύσσει δημιουργικό διαπολιτισμικό διάλογο, με έμφαση στην προώθηση των εκφάνσεων του ελληνικού πολιτισμού στον διεθνή χώρο, ενώ αξιοποιείται η ελληνική γλώσσα ως σύνθετο και πολυεπίπεδο σημασιολογικό σύστημα, αντίστοιχο της σύνθετης και πολυεπίπεδης διάρθρωσης αρχών και ιδεών που αντιπροσωπεύει ο ελληνικός πολιτισμός σε συγχρονική και σε διαχρονική διάσταση.
Η δραστηριότητα του Ιδρύματος αντιπροσωπεύει τη θεσμική πρωτοβουλία του ελληνικού κράτους, προκειμένου να μεθοδευθεί η διατήρηση της παρουσίας του ελληνικού πολιτισμού στη διεθνή διαπολιτισμική περιφέρεια, έστω και στο πλαίσιο των εξαιρετικά περιορισμένων και υπό τις παρούσες συνθήκες σχεδόν μηδενικών πλέον οικονομικών δυνατοτήτων.
Στον αντίποδα των θεσμικών πρωτοβουλιών του ελληνικού κράτους εντοπίζονται οι πρωτοβουλίες της διεθνούς κοινωνίας των πολιτών σε ό,τι αφορά τη διαρκή παρουσία του ελληνικού πολιτισμού εκτός γεωγραφικών ορίων παραγωγής.
Πρόκειται καταρχήν για τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα, στις πρωτοβουλίες της οποίας οφείλεται η απαρχή της ανάπτυξης ενός ιδιαίτερου γνωστικού αντικειμένου που αποτελούν οι λεγόμενες νεοελληνικές σπουδές, είτε ως επέκταση και εξέλιξη των κλασσικών και βυζαντινών σπουδών είτε ως αυτοτελής οργάνωση στο πλαίσιο άλλων σύγχρονων ακαδημαϊκών γνωστικών αντικειμένων. Περιεχόμενο των ΝΕ σπουδών αποτελούν η γλώσσα και τα κείμενα (κείμενα φιλολογικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, ιστορικά), σε συνάρτηση πάντως και με άλλες πολιτισμικές εκφάνσεις και δράσεις, όπως είναι η λογοτεχνική μετάφραση, ο κινηματογράφος, η μουσική, οι παραστατικές τέχνες, εν γένει τα προϊόντα της λόγιας, της έντεχνης ή της παραδοσιακής δημιουργίας.
Τα πανεπιστημιακά τμήματα ΝΕ σπουδών στις ξένες χώρες λειτουργούν ως πραγματικές νησίδες ελληνικού πολιτισμού στο πλαίσιο οργανωμένων διαπολιτισμικών κοινοτήτων, δεδομένου μάλιστα ότι οι ΝΕ σπουδές – τουλάχιστον στα πλέον δραστήρια ή σύγχρονης αντίληψης αντίστοιχα πανεπιστημιακά τμήματα – κινούνται πλέον και σε σύνθετα ακαδημαϊκά περιβάλλοντα, όπως είναι τα διεπιστημονικά ή διαγνωσιακά προγράμματα, ή οι συγκριτικές σπουδές, ή οι πολιτισμικές σπουδές, ενώ συχνά οι κυρίαρχες γλώσσες στις ξένες χώρες συνεπικουρούν σ’ αυτό το πλαίσιο την ελληνική για τη διατύπωση και μετάδοση των αρχών και των αξιών του ελληνικού πολιτισμού.
Ας σημειωθεί με αυτή την ευκαιρία, ότι όταν αναφερόμαστε σε δραστήρια πανεπιστημιακά τμήματα ΝΕ σπουδών με σύγχρονη αντίληψη, εννοούμε τμήματα τα οποία έχουν αποβάλει την εσωστρέφεια των νεώτερων ή περιφερειακών με γεωγραφικό χαρακτήρα γνωστικών αντικειμένων, συμμετέχουν δυναμικά στο ακαδημαϊκό γίγνεσθαι των αντίστοιχων πανεπιστημίων, και μέσα από ενδοπανεπιστημιακές συνεργασίες ανταποκρίνονται στα ακαδημαϊκά δεδομένα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των νέων κάθε φορά θεσμικών καταστάσεων.
Την πρωτοβουλία της διεθνούς ακαδημαϊκής κοινότητας για την οργάνωση και διατήρηση τμημάτων ΝΕ σπουδών στα ξένα πανεπιστήμια έχει στηρίξει καταρχήν και κυρίως το ελληνικό κράτος. Το σχετικό, παλαιότερο, εκτενέστερο, ουσιαστικότερο και αντιστρόφως ανάλογο προς τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες πρόγραμμα ανήκει στο ΥΠΠΟ, το οποίο ακριβώς έχει αντιμετωπίσει τα τμήματα ΝΕ σπουδών των ξένων πανεπιστημίων ως νησίδες ή εστίες ή πυρήνες παρουσίας του ελληνικού πολιτισμού στη διαπολιτισμική περιφέρεια. Αντίστοιχα πάντως προγράμματα έχουν εφαρμόσει τόσο το ΥΠΕΞ όσο και το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας.
Κατά περίπτωση έχει υπάρξει συνεργασία μεταξύ των τριών αυτών Υπουργείων για τη σύσταση ακαδημαϊκών μονάδων ελληνικών σπουδών (πράγμα που συνέβη π. χ. για την ίδρυση του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Σλαβικό Πανεπιστήμιο του Μπακού/Αζερμπαϊτζάν).
Με αυτή την ευκαιρία θα πρέπει να αναφερθεί και το γεγονός, ότι προγράμματα στήριξης τμημάτων ΝΕ σπουδών σε ξένα πανεπιστήμια εφαρμόζουν και παράγοντες της οργανωμένης ελληνικής κοινωνίας των πολιτών (όπως είναι τα σχετικά προγράμματα του Ιδρύματος Ωνάση).
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει σχετική συνέργεια του ελληνικού κράτους και της κοινωνίας των πολιτών άλλου κράτους για την εφαρμογή παρόμοιων προγραμμάτων (αναφέρω ως παράδειγμα τη συνεργασία του ελληνικού ΥΠΠΟ και διακεκριμένων πολιτών στις ΗΠΑ για την οργάνωση ακαδημαϊκής μονάδας σπουδών ελληνικού ενδιαφέροντος στο Πανεπιστήμιο Georgetown στην Ουάσιγκτον).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η συνέργεια του ελληνικού κράτους (εν προκειμένω του ΥΠΠΟ) και ακαδημαϊκών παραγόντων τρίτου γνωστικού αντικειμένου για τη στήριξη και αναβάθμιση των ΝΕ σπουδών ξένου πανεπιστημίου (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συνεργασία ανάμεσα στο ΥΠΠΟ και σε επιφανή καθηγητή του Department of Electrical and Computer Engineering και του Institute for Systems Research στο Πανεπιστήμιο του Maryland, για την ενίσχυση λειτουργούντος επί σειρά ετών τμήματος ελληνικών σπουδών στο πανεπιστήμιο αυτό με τη μεθόδευση της οργάνωσης κέντρου προβολής του ελληνικού πολιτισμού υπό μία ευρύτερη έννοια, και όχι αποκλειστικά στο πλαίσιο ενός ακαδημαϊκού αντικειμένου).
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι εργαλεία στη διάθεση των ΝΕ σπουδών και κατ’ επέκταση στη διάθεση του ελληνικού πολιτισμού διεθνώς αποτελούν οι εταιρείες ΝΕ σπουδών. Κατά συνήθη πρακτική, οι εταιρείες αυτές είναι δευτερογενές προϊόν πρωτοβουλίας ακαδημαϊκών διδασκάλων του τομέα των ΝΕ σπουδών στα ξένα πανεπιστήμια (πράγμα που ισχύει για τις επιμέρους ευρωπαϊκές εταιρείες/γαλλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική κλπ., ή για την Εταιρεία ΝΕ Σπουδών Αυστραλίας-Ν. Ζηλανδίας). Αντιθέτως η ίδρυση της Εταιρείας ΝΕ Σπουδών Αμερικής (Modern Greek Studies Association/MGSA) αποτελεί πρωτογενή πράξη και πρωτοβουλία ακαδημαϊκών προσωπικοτήτων των ΗΠΑ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις ΝΕ σπουδές. Η δραστηριότητα της Εταιρείας αυτής για την προβολή και παρουσία του ελληνικού πολιτισμού στις ΗΠΑ οδήγησε στην οργάνωση τμημάτων ΝΕ σπουδών στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Στην Εταιρεία προσεχώρησαν στη συνέχεια και αντίστοιχες ακαδημαϊκές μονάδες τόσο του Καναδά όσο και χωρών της Ν. Αμερικής. Εξάλλου, πρωτοβουλία του ελληνικού ΥΠΠΟ σε συνεργασία με προσωπικότητες της ευρωπαϊκής ακαδημαϊκής κοινότητας υπήρξε η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας ΝΕ Σπουδών ως τόπου επαφής των ανεξάρτητων, επιμέρους ευρωπαϊκών εταιρειών ΝΕ σπουδών, δηλαδή στην ουσία ως τόπου διαπολιτισμικής επικοινωνίας και συνεννόησης με συνισταμένη το κοινό ενδιαφέρον για τον ελληνικό πολιτισμό.
Τέλος, νησίδες παρουσίας του ελληνικού πολιτισμού στον διεθνή χώρο αποτελούν φορείς που οργανώνονται με την πρωτοβουλία ελλήνων παραγόντων και δημιουργών πολιτισμού με δραστηριότητα στις χώρες υποδοχής. Στους φορείς αυτούς συμμετέχουν και ομόλογοι παράγοντες ως εκπρόσωποι του ιστορικά επικρατέστερου εντόπιου πολιτισμού, αλλά και ομόλογοι παράγοντες άλλων πολιτισμών που παρίστανται στη χώρα. Υπ’ αυτή την έννοια οι φορείς αυτοί λειτουργούν ως δίαυλοι διαπολιτισμικής συνεννόησης και παραγωγής. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει π. χ. το Χοροθέατρο «Kinesis/Κίνησις» στο (πολυπολιτισμικό) Βανκούβερ, στο πλαίσιο της δραστηριότητας του οποίου (χοροθεάτρου) η έμφαση δίδεται σε θέματα και σε μορφές έκφρασης του ελληνικού πολιτισμού αφενός στη διαχρονική ανάπτυξη αυτού, και αφετέρου στην επικοινωνία και διασταύρωσή του με άλλους πολιτισμούς.
Αυτά τα δεδομένα (σε μια επιγραμματική, και πάλι, διατύπωση στη διάσταση της παραδειγματικής εφαρμογής) αποτελούν τεκμήρια της σταθερής παρουσίας και συμμετοχής των στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού στον προσδιορισμό του διεθνούς διαπολιτισμικού και επομένως περαιτέρω κοινωνικού γίγνεσθαι.
Με άλλα λόγια, αυτά τα δεδομένα αποτυπώνουν τον χαρακτήρα και τη δυναμική μόνιμων ή σταθερών νησίδων ελληνικού πολιτισμού που εντοπίζονται στον διεθνή διαπολιτισμικό χώρο.
Οι μόνιμες ή σταθερές νησίδες ελληνικού πολιτισμού διατηρούν παραπληρωματική σχέση με μια μορφή περιστασιακών πυρήνων ελληνικού πολιτισμού. Περιστασιακούς πυρήνες ελληνικού πολιτισμού αποτελούν κυρίως και πρωτίστως οι μεγάλες διεθνείς πολιτισμικές δράσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, όπως είναι οι μεγάλες εκθέσεις που οργανώνονται στα μεγάλα ξένα μουσεία (π. χ. στο Λούβρο ή στο Metropolitan Museum/NY) και αφορούν την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά, ή η συμμετοχή δημιουργών και προϊόντων του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού σε μεγάλα διεθνή πολιτισμικά γεγονότα, όπως είναι τα διεθνή θεατρικά φεστιβάλ ή οι διεθνείς εικαστικές και αρχιτεκτονικές εκθέσεις.
Οι μόνιμες ή σταθερές νησίδες και οι περιστασιακοί πυρήνες προβάλλουν με ιδιαίτερη έμφαση τα στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού, και περαιτέρω εξασφαλίζουν γι’ αυτόν μια προστατευτική ατμόσφαιρα ασφαλείας, όταν οι ιστορικές-πολιτικές-οικονομικές συγκυρίες και συσχετίσεις που ισχύουν στο ευρύ πεδίο της παγκοσμιότητας, έχουν ως αποτέλεσμα την αυτοϋπονόμευση με τη συνακόλουθη υποτίμηση του πολιτικού και κοινωνικού εκτοπίσματος της κοιτίδας, στην οποία αναπτύχθηκε αυτός ακριβώς ο ελληνικός πολιτισμός.
Άλκηστις Σουλογιάννη
* To κείμενο αυτό είναι η εισήγηση που εκφώνησε η υπογράφουσα στην ημερίδα "Νησίδες ελληνικού πολιτισμού στον διεθνή χώρο" της Εταιρείας Σπουδών ΝΕ Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 24/11/11.