Σκέψεις, αναμνήσεις, εντυπώσεις και στοχασμοί για την προσωπικότητα και το έργο του Λάκη Παπαστάθη. Κεντρική εικόνα: Γιάννης Κιουρτσάκης, Υβόννη Μαλτέζου, Λάκης Παπαστάθης, Νόρα Αναγνωστάκη. Φωτογραφία © Γιώργος Ζεβελάκης
Γράφει ο Γιάννης Κιουρτσάκης
Πώς γεννιέται μια φιλία; Ξάφνου μια σπίθα ανάβει στο βλέμμα κάποιου αγνώστου και κάτι έχει αλλάξει μέσα σου και νιώθεις ότι το πρόσωπο που μόλις τώρα αντίκρισες μπορεί να σημαδέψει τη ζωή σου.
Αλλά το πιο συναρπαστικό είναι να βλέπεις αυτό το άγουρο συναίσθημα να δένει μέρα με τη μέρα, σαν τον καρπό στο δέντρο⋅ να ωριμάζει και να βαστάει ως τον θάνατο – πέρα και από τον θάνατο. Μαντεύεις πως ο άλλος έχει να σου χαρίσει κάτι πολύτιμο για σένα – ίσως και να πάρει από εσένα. Δεν έχετε όμοιες αναμνήσεις, ούτε όμοιο χαρακτήρα, ούτε όμοια παιδεία – διαφέρετε και διαφωνείτε σε πολλά κι είσαστε και οι δύο πεισματάρηδες. Αδιάφορο: «εις τον πάτο της εικόνας» διακρίνετε αχνά κάτι βαθύτερο που μέλλει να σας συνδέει πια διά βίου.
Έτσι ανακαλώ τη συνάντηση μου με τον Λάκη Παπαστάθη το 1984 στη Νέα Σμύρνη – την έχει αφηγηθεί γλαφυρά ο ίδιος. Προικισμένος με το χάρισμα να ανακαλύπτει νέα πρόσωπα για να τα παρουσιάσει στην εκπομπη «Παρασκήνιο» της Cinetic, είχε ξετρυπώσει το πρώτο μου δοκίμιο για τον Καραγκιόζη, την προφορική παράδοση και τη λαϊκή δημιουργία, και με είχε αναζητήσει για να μιλήσουμε γι’ αυτά στη δημοφιλή τότε ΕΡΤ2 (η ιδιωτική τηλεόραση δεν είχε μπει ακόμα στη ζωή μας). Έζησα τότε μιαν αλησμόνητη βραδιά: το γύρισμα μιας ταινίας στο θέατρο σκιών του Μάνθου Αθηναίου, με τον ίδιο να παίζει έξοχα τον Καραγκιόζη γραμματικό, εμένα να σχολιάζω πολλά και διάφορα, και τον Λάκη να οδηγεί σαν αόρατος Θεός τα πάντα, δίχως να παρεμβαίνει στη δουλειά μας, μα εμψυχώνοντάς μας και τους δύο με θέρμη.
Γιατί αν εκείνος είχε συγκινηθεί από ένα βιβλίο, εγώ είχα σαγηνευτεί από έναν άνθρωπο: ευγενικό, γενναιόδωρο, έτοιμο να χαρίσει αφειδώλευτα στον φίλο το ταλέντο του και στην τέχνη όλη του την ύπαρξη.
Γιατί αν εκείνος είχε συγκινηθεί από ένα βιβλίο, εγώ είχα σαγηνευτεί από έναν άνθρωπο: ευγενικό, γενναιόδωρο, έτοιμο να χαρίσει αφειδώλευτα στον φίλο το ταλέντο του και στην τέχνη όλη του την ύπαρξη.
Δεν γνώριζα τότε τη δουλειά του, εκτός από την παλαιότερη ταινία μικρού μήκους Γράμματα από την Αμερική, που με είχε συγκλονίσει μέχρι δακρύων στα σκοτεινά χρόνια της χούντας. Αλλά δεν είχα προλάβει να δω Τον καιρό των Ελλήνων, όταν βγήκε στις αίθουσες – μου την έδειξε αργότερα, σε ιδιωτική προβολή, ο ίδιος. Η ταινία με μαγνήτισε αλλά γέννησε μέσα μου πλήθος απορίες, γιατί δεν κατόρθωνα να εξιχνιάσω την παράξενη έλξη που ασκούσε στην ψυχή μου. Τόσο μαγευτικός και συνάμα αλλόκοτος μου φαινόταν τότε (κι όχι μόνο σ’ εμένα) ο ποιητικός, σχεδόν τελετουργικός κινηματογράφος του Λάκη. Ανάλογα αισθήματα δοκίμασα πρωτοβλέποντας στα 1986 τον Θεόφιλο, το σενάριο και το γύρισμα του οποίου τα έζησα τούτη τη φορά από κοντά, συμμετέχοντας στην ταινία και ως κομπάρσος.
Γιατί άραγε άργησα να γευτώ το πνευματικό μεδούλι αυτών των έργων; Δεν το ξέρω. Όμως, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, κατάλαβα αιφνίδια πόσο τυφλός ήμουν τόσα χρόνια. Μα ναι: αυτές οι δύο ταινίες όπου ο φίλος μου εξερευνούσε όχι με τον τρόπο της θεωρίας ή της ιδεολογίας, αλλά με τη δική του ξεχωριστή ματιά μιας άκρως ποιητικής κινηματογραφικής εικόνας το δράμα του νεοελληνικού κόσμου και το μυστήριο της τέχνης, αυτές λέω, οι δύο ταινίες μιλούσανε για μένα, με αφορούσαν προσωπικά! Εδώ αντίκριζα μ’ ένα παρθενικό βλέμμα τα δύο αβυθομέτρητα υπαρξιακά ερωτήματα που στοίχειωναν από καιρό –στοιχειώνουν πάντα– τη στοχαστική και λογοτεχνική δουλειά μου: πρώτα την προσωπική μου ταυτότητα ως Νεοέλληνα που μετέχει σ’ ένα «εμείς» ταυτόχρονα αδελφικό και διχασμένο (δεν είναι θαυμάσιο; ακριβώς όπως τόσα πρόσωπα της αρχαίας τραγωδίας!)⋅ κι έπειτα, το όχι μικρότερο μυστήριο της τέχνης που, όταν αναφερόμαστε σ’ έναν ζωγράφο όπως ο Θεόφιλος, είναι κι αυτό συνυφασμένο με τον μύθο και την ιστορία του Ελληνισμού.
Η ώρα είχε σημάνει να συνομιλήσω ως τεχνίτης του λόγου με τον τεχνίτη της εικόνας, γράφοντας τα δύο μικρά δοκίμια που περιέχονται σ’ αυτόν τον τόμο, μαζί με τα DVD των δύο ταινιών. Κι όχι μόνο για να προσφέρω στον ακριβό μου φίλο ένα μικρό αντίδωρο για την ατίμητη προσφορά του στην αυτογνωσία μας⋅ ούτε μόνο για να χαρίσουμε τον αδελφικό μας διάλογο στους θεατές και αναγνώστες μας, με την προσδοκία να τον μοιραστούν μ’ εμάς, για να τον προχωρήσουν σε νέα μονοπάτια. Αλλά και γιατί, σκύβοντας, με όση προσήλωση και αγάπη ήμουν ικανός να δώσω στο έργο του φίλου μου, κατάφερα να φωτίσω, να εμβαθύνω και να ανανεώσω ανέλπιστα το δικό μου έργο. Και τι σημαίνει τελικά αυτό αν όχι πως έτσι γνώρισα λίγο καλύτερα τον εαυτό μου; Ας θυμηθούμε τον λόγο του Πλάτωνα: Και ψυχή ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν εις ψυχήν αυτή βλεπτέον (= κι η ψυχή, αν της μέλλεται να γνωρίσει τον εαυτό της, σε ψυχή πρέπει να κοιτάζει).
...σκύβοντας, με όση προσήλωση και αγάπη ήμουν ικανός να δώσω στο έργο του φίλου μου, κατάφερα να φωτίσω, να εμβαθύνω και να ανανεώσω ανέλπιστα το δικό μου έργο.
Αυτό είναι το έργο και το δώρο της φιλίας.
Αλλά δεν πρόκειται να μιλήσω εδώ για τον πνευματικό διάλογό μας με το Λάκη. Ακόμα λιγότερο να αποτιμήσω το έργο του. Η αποτίμηση θα γίνει στην ώρα της και θα είναι έργο συλλογικό και μακρόπνοο. Γιατί τα ζητούμενα είναι πολλά. Άραγε ποιος από εμάς θα αναμετρηθεί διαλογικά με Το μόνον της ζωής του ταξίδιον και το Ταξίδι στη Μυτιλήνη; Δύο ταινίες που φωτίζουν, κατά τη γνώμη μου, όσο λίγα έργα, ένα διαχρονικό στην ελληνική παράδοση θέμα: εκείνο του αέναου μα πάντα ανολοκλήρωτου γυρισμού του Έλληνα (και πιο γενικά, του ανθρώπου) στην πιο βαθιά πατρίδα του⋅ του νόστου των αρχαίων. Εδώ βλέπω να φωλιάζει το γλυκόπικρο, όπως έχω πει αλλού, κουκούτσι του πολιτισμού μας, με άλλα λόγια αυτό που είμαστε συλλογικά και προσωπικά στο βάθος της ψυχής μας.
Ζητούμενο εξίσου σημαντικό. Πώς θα καταστήσουμε κτήμα εσαεί για τις νεότερες ελληνικές γενιές την κιβωτό νεοελληνικής τέχνης και ζωής την οποία αποτελεί η σειρά τόσων πολύτιμων ντοκιμαντέρ Παρασκήνιο, που ο Λάκης δημιούργησε μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο και άλλους συνεργάτες σκηνοθέτες. Πώς θα ξαναζωντανέψει η καινούργια σειρά που διαδέχτηκε το Παρασκήνιο, με την καίρια ονομασία Υστερόγραφο (πιθανώς ένας φόρος τιμής στον αγαπημένο ποιητή του Λάκη, Μανόλη Αναγνωστάκη), η συνέχιση της οποίας έχει διακοπεί, δεν ξέρω για ποιο λόγο... Κι ας έδωσε ήδη λαμπρά δείγματα γραφής άξιων σκηνοθετών – ανάμεσα τους και τρία αριστουργηματικά ντοκιμαντέρ του Λάκη, με τον ίδιο να παρουσιάζει ως σεναριογράφος, σκηνοθέτης, πρωταγωνιστής ηθοποιός και αφηγητής την ιστορική μνήμη της Αθήνας. Να τι είδους δωρεές προς τον πολιτισμό μας χρειαζόμαστε σ’ αυτά τα χρόνια της γενικευμένης λήθης. Κι εδώ δεν αντιστέκομαι στον πειρασμό να μη μνημονεύσω την αποκαρδίωση του Λάκη, στους τελευταίους μήνες της ζωής του, για τον ευτελισμό του πολιτισμού στον κόσμο μας, που μεταβάλλει σε εμπόρευμα την τέχνη.
Μα όσο το σκέφτομαι περισσότερο σαστίζω με τις ποικίλες όψεις της προσφοράς του αγαπημένου φίλου μας. Πώς να ξεχάσω τις πρωτότυπες, ανεπανάληπτα προσωπικές, συλλογές των διηγημάτων του, όπου η γνήσια συμπόνια για τους ταπεινούς και καταφρονεμένους της σύγχρονης αθηναϊκής και επαρχιακής ζωής, συναντιέται με την αγάπη του για τον παλιό βουβό κινηματογράφο, το θέατρο και την τέχνη του ηθοποιού; Ξεχνιέται το βιβλίο για τον δάσκαλο Αλέξη Δαμιανό και το γύρισμα της Ευδοκίας;
Αλλά και πώς είναι δυνατό να παραβλέψουμε τις αμέτρητες ομιλίες ή παρεμβάσεις του στις πιο διαφορετικές δημόσιες εκδηλώσεις, τα αμέτρητα άρθρα του σε περιοδικά και στον ημερήσιο τύπο, ανάμεσα στα οποία θα ανακαλύψει κάποιος αληθινά διαμάντια;
Είθε να αντλήσουμε από τον πόνο της σωματικής του απουσίας τη δύναμη να δώσουμε νέα πνοή και νέο νόημα στην αειθαλή πνευματική του παρουσία.
Πώς να παραγνωριστεί η αφοσίωσή του στη ζωγραφική (ζωγράφιζε και ο ίδιος κι επιζωγράφιζε δικές του –ακόμα μια προσφιλής του τέχνη– κι αλλωνών). Αυτή η αφοσίωση μας έχει δώσει όχι λίγες διεισδυτικές κριτικές για τα έργα το σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων – εδώ ο επαρκής αναγνώστης νιώθει αμέσως την κοφτερή κριτική ματιά του καλλιτέχνη.
Ιδού ένα έργο πολυδιάστατο που τώρα μόλις αρχίζουμε να υποψιαζόμαστε το μέγεθος του και προπαντός τις εσωτερικές σχέσεις που συνδέουν τις διαφορετικές ενσαρκώσεις του.
Αλήθεια, τι περίεργο! Τώρα που το έργο αυτό έχει εκ των πραγμάτων ολοκληρωθεί, το νιώθω να γίνεται όλο και πιο ζωντανό κάθε μέρα! Όπως ο αλησμόνητος φίλος μας γίνεται πιο ζωντανός μέσα στην ψυχή της καθεμιάς, του καθενός μας. Είθε να αντλήσουμε από τον πόνο της σωματικής του απουσίας τη δύναμη να δώσουμε νέα πνοή και νέο νόημα στην αειθαλή πνευματική του παρουσία.
Αυτό το δίκοπο συναίσθημα ο φίλος μας μου έμαθε να το λέω χαρμολύπη.
➨ Το κείμενο διαβάστηκε σε αφιέρωμα στη μνήμη του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη που οργανώθηκε από την Εταιρεία Γραμμάτων και Τεχνών Πηλίου στον Κισσό στις 25 Ιουλίου 2023.
*Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΟΥΡΤΣΑΚΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του η επανέκδοση του μυθιστορήματός του «Σαν μυθιστόρημα» (εκδ. Πατάκη).