Μια αναδρομή στην ιστορία των Διαβαλκανικών Συναντήσεων, με αφορμή τη συμμετοχή συγγραφέων και μεταφραστών από βαλκανικές χώρες στη Διαβαλκανική Συνάντηση που διοργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στη 19η ΔΕΒΘ. Στο κέντρο της φωτογραφίας, η αντιπρόεδρος της Εταιρείας Συγγραφέων Έλενα Χουζούρη, ενώ όρθιοι στα αριστερά στέκονται οι Αλέξης Ζήρας (παλιότερος πρόεδρος της Εταιρείας) και Ιωσήφ Βεντούρας (νυν πρόεδρος).
Γράφει η Έλενα Χουζούρη
Συγγραφείς και μεταφραστές από τις βαλκανικές χώρες –που κυρίως διαμένουν στην Ελλάδα–, συμμετείχαν στη Διαβαλκανική Συνάντηση Συγγραφέων και Μεταφραστών που διοργάνωσε το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, στο πλαίσιο της 19ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, στην Θεσσαλονίκη.
Η θετική πρωτοβουλία είχε σκοπό την περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεων των βαλκανικών χωρών μέσω του πολιτισμού, των γραμμάτων, της λογοτεχνίας, ή όπως επίσης εύστοχα ειπώθηκε, την τόνωση της πολιτιστικής διπλωματίας.
«Να γνωρίσουμε πριν μιλήσουμε» – Μια ιστορία με παρελθόν
Σημειώνεται ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ένα τέτοιο γεγονός λαμβάνει χώρα στην Ελλάδα. Μια αναδρομή στο χρόνο δείχνει ότι αυτή η συνάντηση, με βαλκάνιους συγγραφείς και μεταφραστές που διαμένουν στην Ελλάδα, πλην δύο εξαιρέσεων, κάθε άλλο παρά κατέχει τα πρωτεία.
Το πολιτιστικό μας καλεντάρι πηγαίνει πολύ πίσω και συγκεκριμένα στο 1998, όταν στην Αλεξανδρούπολη, πραγματοποιείται η πρώτη Διαβαλκανική Συνάντηση Συγγραφέων και Μεταφραστών. Η Συνάντηση αυτή, στην οποία συμμετέχει ένας σημαντικός αριθμός συγγραφέων και μεταφραστών από τις βαλκανικές χώρες, διοργανώνεται από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, μετά από μια ιδέα της πρώτης διευθύντριάς του, εκλιπούσας πρόσφατα, Μυρσίνης Ζορμπά, διαρκεί πέντε ημέρες και περιλαμβάνει, συναντήσεις, συζητήσεις, και εργαστήρια μετάφρασης. Η Συνάντηση επαναλαμβάνεται και το 1999 με το ίδιο σκεπτικό και συμβάλλει ιδιαίτερα στη σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες, σε εποχές ιδιαίτερα τεταμένες στα Βαλκάνια.
Στην Αλεξανδρούπολη, πραγματοποιείται η πρώτη Διαβαλκανική Συνάντηση Συγγραφέων και Μεταφραστών. Η Συνάντηση αυτή, στην οποία συμμετέχει ένας σημαντικός αριθμός συγγραφέων και μεταφραστών από τις βαλκανικές χώρες, διοργανώνεται από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, μετά από μια ιδέα της πρώτης διευθύντριάς του, εκλιπούσας πρόσφατα, Μυρσίνης Ζορμπά.
Εκτός όμως από τις Διαβαλκανικές Συναντήσεις που διοργανώνει το τότε ΕΚΕΒΙ, έχουμε και άλλες δύο που πραγματοποιούνται στην Έδεσσα, περί το 2000, με πρωτοβουλία βορειοελλαδιτών ποιητών, του Εδεσσαίου Βασίλη Παππά και του εκ Κατερίνης Αντώνη Κάλφα, μετά από ιδέα του συγγραφέα και κριτικού Δημοσθένη Κούρτοβικ. Στις Συναντήσεις αυτές συμμετέχουν ποιητές από τις βαλκανικές χώρες και από την Βόρεια Ελλάδα.
Βαλκάνιους συγγραφείς βρίσκουμε να συμμετέχουν και στα Φεστιβάλ των Πρεσπείων, την ίδια περίπου εποχή, με πρωτοβουλία του ποιητή Μίμη Σουλιώτη.
Η Εταιρεία Συγγραφέων και τα Διαβαλκανικά Φεστιβάλ Ποίησης
Ιδιαίτερα, ωστόσο, πρέπει να σταθούμε στα Διαβαλκανικά Φεστιβάλ Ποίησης που είχαν πραγματοποιηθεί στην Θεσσαλονίκη, στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, το 2012, το 2013 και το 2014. Για να θυμηθούμε εκείνα τα χρόνια, το 2011, επί προεδρίας Αλέξη Ζήρα, το τότε Δ.Σ μετά από πρόταση της υποφαινόμενης αποφάσισε να προχωρήσει στην διοργάνωση του Πρώτου Διαβαλκανικού Φεστιβάλ Ποίησης στη Θεσσαλονίκη με το παρακάτω σκεπτικό, όπως αντιγράφω από το πρόγραμμα του Δεύτερου Φεστιβάλ:
«Η πρωτοβουλία ενός Διαβαλκανικού Φεστιβάλ Ποίησης ξεκίνησε από την Εταιρεία Συγγραφέων, με σκοπό να εδραιωθεί ένας ετήσιος πολιτιστικός θεσμός, ικανός να ανοίξει δημιουργικό διάλογο ανάμεσα στις χώρες των Βαλκανίων, να αναδείξει τα κοινά τους πολιτισμικά στοιχεία, να αμβλύνει τις διαφορές τους, να προβάλλει το ποιητικό και λογοτεχνικό τους πρόσωπο και να προωθήσει τη σύσφιγξη των σχέσεων των βαλκανικών χωρών μέσα από τη λογοτεχνία, την σκέψη, την δημιουργία, τον πολιτισμό».
Και γιατί στη Θεσσαλονίκη;
Γιατί, σύμφωνα με το ίδιο κείμενο:
«Η Θεσσαλονίκη είναι ο καταλληλότερος τόπος για την πραγματοποίηση και θεσμοθέτηση ενός Διαβαλκανικού Φεστιβάλ Ποίησης. Πόλη με αδιάλειπτη πρωταγωνιστική παρουσία 2.500 χρόνων, πολυεθνοτική έως το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, “Δεύτερη Ιερουσαλήμ” για το πολυπληθές εβραικό της στοιχείο, “Πρωτεύουσα των προσφύγων” για τους πολυάριθμους εξ Ανατολών, Έλληνες πρόσφυγες μετά το 1922, “πόλη της λογοτεχνίας” για Έλληνες και ξένους συγγραφείς και πόλη διεθνών εκθέσεων, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997, με ευρύτατες πολιτισμικές υποδομές και μοναδική καλλιτεχνική παράδοση».
Τα δύο Φεστιβάλ ήταν διήμερα, και συμπεριελάμβαναν ομιλίες-παρουσιάσεις των συμμετεχόντων ποιητών/τριών γύρω από τις κοινές βαλκανικές ρίζες, ποιητικά αναλόγια τόσο σε χώρο μέσα στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, όσο και σε καφέ-μπαρ της πόλης [...]
Στο Πρώτο και στο Δεύτερο Διαβαλκανικό Φεστιβάλ Ποίησης προσκλήθηκαν και συμμετείχαν ποιητές και ποιήτριες από: Την Αλβανία, την Βοσνια-Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, την Κροατία, το Μαυροβούνιο, την τότε π.ΓΔΜ (νυν Βόρεια Μακεδονία), τη Ρουμανία, τη Σερβία, τη Σλοβενία και την Τουρκία, ενώ από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν ποιητές και ποιήτριες, μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων.
Τα δύο Φεστιβάλ ήταν διήμερα, και συμπεριελάμβαναν ομιλίες-παρουσιάσεις των συμμετεχόντων ποιητών/τριών γύρω από τις κοινές βαλκανικές ρίζες, ποιητικά αναλόγια τόσο σε χώρο, μέσα στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, όσο και σε καφέ-μπαρ της πόλης, όπου οι ποιητές και οι ποιήτριες διάβαζαν ποιήματα τους στη γλώσσα τους με παράλληλη ανάγνωση της ελληνικής μετάφρασης, καθώς και ξεναγήσεις στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης και στο Μουσείο Ιστορίας της πόλης, στον Λευκό Πύργο.
Το Δεύτερο Διαβαλκανικό Φεστιβάλ Ποίησης (επί προεδρίας Δημήτρη Καλοκύρη) είχαν χαιρετίσει ο τότε Δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης και ο ομότιμος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ και επίτιμο μέλος της ΕΣ, Εμμανουήλ Κριαράς. Στην επιτυχία των δύο Διαβαλκανικών Φεστιβάλ Ποίησης συνέβαλαν το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος με ηθοποιούς που διάβαζαν στα ελληνικά τα ποιήματα των ξένων προσκεκλημένων, καθώς και το Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης με μουσικούς που ερμήνευαν κλασικά κομμάτια στα διαλείμματα των αναγνώσεων.
Την επόμενη χρονιά (επίσης επί Προεδρίας Δημήτρη Καλοκύρη) το Φεστιβάλ διεύρυνε το διαβαλκανικό του πυρήνα, χωρίς όμως να τον χάσει, προσκαλώντας και ποιητές-ποιήτριες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και από την Αμερική. Δυστυχώς η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ, το οποίο πρόσφερε, όπως τονίζεται στο πρόγραμμα, την αμέριστη υλική και ηθική του αρωγή, αλλά και η βάναυση έφοδος της οικονομικής κρίσης που διέκοψε και την οικονομική βοήθεια των Ιδρυμάτων Κώστα και Ελένης Ουράνη και Πέτρου Χάρη δεν επέτρεψαν στην Εταιρεία Συγγραφέων να συνεχίσει την διοργάνωση αυτών των Φεστιβάλ.
Τον περασμένο χρόνο, η Εταιρεία Συγγραφέων (επί Προεδρίας Ιωσήφ Βεντούρα), μετά το διαφαινόμενο πέρας της επιδημίας του κορονοιού, αποφάσισε να πιάσει και πάλι το νήμα από εκεί που είχε αναγκαστεί να το διακόψει –αυτή τη φορά παραλλάσσοντας τον αρχικό τίτλο– να διοργανώσει τις «Διαβαλκανικές Λογοτεχνικές Συναντήσεις» αφιερωμένες, εναλλάξ ανά χρονιά, είτε στην πεζογραφία είτε στην ποίηση. Με δεδομένες τις περιορισμένες οικονομικές της δυνατότητες για ένα τέτοιο εγχείρημα, η Εταιρεία Συγγραφέων ξεκίνησε μια σειρά επαφών με το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού, θέτοντας υπόψη του το σχετικό της σχέδιο, οι οποίες τελικά, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν ευοδώθηκαν.
Η ανθολογία βαλκανικής ποίησης «Αίμος»
Στην κατεύθυνση της γνωριμίας με τους Βαλκάνιους γείτονες μας σπουδαίο ρόλο έχει παίξει η πεντάτομη Ανθολογία Βαλκανικής Ποίησης «Αίμος» που εκδόθηκε το 2000 από τις εκδόσεις του περιοδικού ΑΝΤΙ. Όπως μας πληροφόρησε η γνωστή Βουλγάρα ελληνίστρια-μεταφράστρια Ζντράβγκα Μιχάηλοβα η οποία συμμετείχε ως μεταφράστρια βουλγαρικής ποίησης, η Ανθολογία αποτελούσε ένα πανόραμα κλασικών και σύγχρονων ποιητών στο πλαίσιο της εθνικής τους λογοτεχνίας και γλώσσας.
Η ιστορία της σύλληψής της πηγαίνει στους Δελφούς, όπου τον Μάρτιο του 1993 είχε πραγματοποιηθεί μια συνάντηση με θέμα: «Βαλκάνια: Εθνικοί Πολιτισμοί και κοινό μέλλον». Τότε ο ιδρυτής και διευθυντής του ΑΝΤΙ, Χρήστος Παπουτσάκης είχε συναντηθεί με τον φημισμένο Βούλγαρο ποιητή Στ. Γκέτσεφ ο οποίος του πρότεινε την δημιουργία μιας βαλκανικής ανθολογίας. Λίγες ημέρες μετά, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες της Ζντράβκα Μιχάηλοβα, δημοσιεύεται στο ΑΝΤΙ ένα κείμενο του Γκέτσεφ με τίτλο «Να γνωρίσουμε πριν μιλήσουμε». Για την ευόδωση αυτού του τολμηρού πολύτομου εγχειρήματος συνεργάστηκαν μια σειρά μεταφραστών μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν έως την έκδοση του. Αποτελεί, θεωρώ, την πρώτη και πιο σημαντική κατάθεση στην κατεύθυνση της ρήσης του Βούλγαρου ποιητή «Να γνωρίσουμε πριν μιλήσουμε».
Θα περάσουν από τότε δύο δεκαετίες έως να κυκλοφορήσει, το 2019, μια ανθολογία μεταπολεμικής ποίησης από τη Βόρεια Μακεδονία, με τίτλο «Μακεδονικό παραμύθι», με εισαγωγή, μετάφραση και ανθολόγηση Δ. Μόσχου, από τις εκδόσεις «Αντίποδες» και πρόσφατα, όπως παρουσιάστηκε και στην Διαβαλκανική Συνάντηση Λογοτεχνών και Μεταφραστών, στην 19η ΔΕΒΘ, μια ανθολογία Βαλκάνιων συγγραφέων, σε μετάφραση και ανθολόγηση του Σταύρου Ντάγιου.
Και το βαλκανικό κοινό μας «παραμύθι» συνεχίζεται αισίως, όπως δείχνουν ευτυχώς τα έως τώρα δεδομένα.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).