Για το μαλαισιανό-ινδονησιακό ποιητικό είδος «παντούν» ή «παντούμ».
Γράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης
Χάρη σ’ ένα τυπογραφικό λάθος, το μαλαισιανό-ινδονησιακό «παντούν», είδος ποιητικό που στην Ελλάδα συνδέεται συνήθως με το όνομα του Γιώργου Σεφέρη, έγινε γνωστό στην Ευρώπη ως «παντούμ». Ο Βίκτωρ Ουγκώ το 1829, σε υποσημείωση βιβλίου του, παρέθετε την πεζή μετάφραση ενός δείγματος, όπως την είχε βρει στις σελίδες ενός ανατολιστή της εποχής. Το ερέθισμα ήταν αρκετό. Μερικοί από τους γνωστότερους Γάλλους ποιητές του 19ου αιώνα θα γοητευθούν από την εξωτική φόρμα και θα συνθέσουν δικά τους παντούμ: Λεκόντ ντε Λιλ, Τεοφίλ Γκωτιέ, Σαρλ Μπωντλαίρ, Τεοντόρ Μπανβίλ, Πωλ Βερλαίν, Ζυλ Λαφόργκ, μεταξύ άλλων.
Το αλυσιδωτό παντούμ
Ιδίως οι παρνασσιστές, στον αγώνα τους κατά της υστερορομαντικής απορρύθμισης του στίχου, εκτίμησαν τους αυστηρούς κανόνες του παντούμ. Σ’ αυτό βοήθησε και το ότι το παράθεμα του Ουγκώ ήταν από μια ιδιαίτερη παραλλαγή της φόρμας, το λεγόμενο αλυσιδωτό παντούμ (pantun berkait), στο οποίο ο δεύτερος και τέταρτος στίχος της πρώτης στροφής επαναλαμβάνονται ως πρώτος και τρίτος της δεύτερης, κ.ο.κ. – επανάληψη που δίνει ρυθμικό άκουσμα συγγενικό με εκείνο της βιλανέλλας ή του ροντώ. Θυμίζω το πασίγνωστο σεφερικό παράδειγμα:
Τ’ αστέρια κρατούν έναν κόσμο δικό τους
στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
ψυχή μου λυτρώσου απ’ τον κρίκο του σκότους
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια.
Στο πέλαγο σέρνουν φωτιές τα καράβια
η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
πικρή φλογισμένη που δέεσαι μ’ ευλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει.
Η νύχτα στενεύει και στέκει σαν ξένη
στο μαύρο μετάξι τα φώτα έχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιος νόμος σε δένει
και τι θα σου μείνει και τι θα σ’ αφήσει. […]
Ποίηση της παρέας, της γιορτής και της ερωτοτροπίας
Ωστόσο, στην κύρια του μορφή το pantoum malais δεν είναι παρά ένα απλό τετράστιχο με πλεκτή ρίμα. Είδος προφορικής λαϊκής ποίησης στην καταγωγή του, καλλιεργείται στο Μαλαϊκό Αρχιπέλαγος, από τη Χρυσή Χερσόνησο του Κλαύδιου Πτολεμαίου ώς τις ανατολικές ακρώρειες της Θάλασσας της Ιάβας εδώ και πεντακόσια χρόνια. Με περιεχόμενο ερωτικό ή γνωμικό, η θέση του στη δημώδη παράδοση των λαών της περιοχής είναι ανάλογη της δικής μας μαντινάδας ή του ιαπωνικού χάικου, πρόκειται για ποίηση της παρέας, της γιορτής και της ερωτοτροπίας. Νά πώς το περιγράφει ένας Ευρωπαίος ταξιδευτής το 1836.
«Τα παντούν υποτίθεται ότι είναι αυτοσχεδιασμοί, και μερικές φορές όντως είναι· αλλά η μνήμη αυτών των νησιωτών είναι εφοδιασμένη με τόσους πολλούς ήδη έτοιμους στίχους που σπάνια έχουν ανάγκη να καταφύγουν στην επινόηση. Το κύριο προσόν των παντούν είναι η συνοπτικότητά τους, το όλον λέει πιο πολλά απ’ όσα οι λέξεις του μεμονωμένες. Τα λογοπαίγνια και οι υπαινιγμοί συχνά ξεχωρίζουν για τη λεπτότητά τους, κάποτε μάλιστα εντυπωσιάζεται κανείς από τη δύναμη της φαντασίας και του ποιητικού συναισθήματος».
Στην Ευρώπη μαρτυρίες περιηγητών για το παντούμ έχουμε και πριν από τα χρόνια του Ουγκώ, ήδη από το 1812.
Παραδόξως, σε αντίθεση με το χάικου του οποίου οι Ιάπωνες πρωτομάστορες μεταφράστηκαν και μεταφράζονται κατά κόρον, μαλαισιανά και ινδονησιακά παντούν πολύ λίγο έχουν αποδοθεί σε δυτικές γλώσσες. Στην Ευρώπη μαρτυρίες περιηγητών για το παντούμ έχουμε και πριν από τα χρόνια του Ουγκώ, ήδη από το 1812. O Άντελμπερτ φον Σαμισσό μάλιστα είχε συνθέσει δικά του παντούμ στα γερμανικά το 1821 – χωρίς σπουδαία απήχηση ωστόσο· ακόμη και σήμερα, στη Γερμανία το είδος σπανίζει. Εκτός Γαλλίας, διάσημα παντούμ θα γράψουν ποιητές όπως η Καρολίνα Παύλοβα στη Ρωσσία, ο Γιάροσλαβ Σάιφερτ στην Τσεχία, ο Τζων Άσμπερυ στις ΗΠΑ κ.ά.
Στην Ελλάδα, έχω την εντύπωση ότι το πρώτο παντούμ που έχουμε είναι η μπωντλαιρική «Harmonie du soir» όπως την απέδωσε το 1906 στο περιοδικό Ακρίτας ο Σωτήρης Σκίπης – ποίημα το οποίο παραλλάσσει το σύνηθες σχήμα των ομοιοκαταλήξεων του είδους και το οποίο έκτοτε αποδόθηκε στα ελληνικά πολλές φορές. Παραθέτω μια μεταγενέστερη απόδοση, πιο επιτυχημένη νομίζω, εκείνη του Γεωργίου Σημηριώτη που είδε το φως πρώτη φορά στην εφημερίδα Έθνος το 1916. Αυτή εδώ η εκδοχή της είναι του 1929.
ΒΡΑΔΥΝΗ ΑΡΜΟΝΙΑ
Να τοι, ξανάρθαν οι καιροί που κλαδανεμισμένο
κάθε λουλούδι αχνοβολά σα μοσχοθυμιατήρι!
Οι αντίλαλοι κ’ οι ευωδιές στο βραδυνό ζεφύρι
κυλούν σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο.
Κάθε λουλούδι αχνοβολά σαν μοσχοθυμιατήρι·
και σαν καρδούλα που λυπούν, κάποιο βιολί θλιμμένο
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο,
κι ο ουρανός είν’ όμορφος σα μέγα θυσιαστήρι!
Σαν μια καρδούλα που λυπούν κλαίει το βιολί θλιμμένο·
καρδούλ’ αγάπης που μισεί στον τάφο να υπνογύρει!
Ο ουρανός είν’ όμορφος σα μέγα θυσιαστήρι
κι ο ήλιος μες στο αίμα του πνίγηκε το χυμένο!
Καρδούλ’ αγάπης που μισεί στον τάφο να υπνογύρει
ζει μόνο από το παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο!
Ο ήλιος μες στο αίμα του πνίγηκε το χυμένο
– κ’ Εσύ σαν άγιο μέσα μου λάμπεις δισκοποτήρι!
Το δικό του παντούμ ο Σεφέρης το έστειλε μέσω του φίλου του Γιώργου Κατσίμπαλη για να δημοσιευθεί στη Νέα Εστία. Στο γράμμα του της 7.12.1931 από το Λονδίνο όπου υπηρετεί τού γράφει:
«Παντούμ. Το είπα “Νύχτα στην ακρογιαλιά”. Θα ήθελα να βρω μια λέξη που δίνει είτε το Nocturne είτε το Étude — νυχτερινό, νυχτιάτικο, σπουδή δε με ικανοποιούν. Ας μείνει ο τίτλος τετριμμένος. Έβαλα και ένα μότο από το Μάρκο Αυρήλιο προς χάρη του μεγαλείου της ΝΕ. Σε παρακαλώ να φροντίσεις να μπει σε ωραία και γυαλιστερά πλάγια στοιχεία».
Όπως έκανε και με τα «χάι-κάι» και τα «λιμερίκια», ίσως ο Σεφέρης ήθελε με τον τίτλο να επιστήσει την προσοχή στον αναγνώστη ότι κομίζει κάτι νέο στην ελληνική ποίηση, ότι εγκαινιάζει εδώ σε μας μια καινούργια φόρμα.
Πράγματι, το ποίημα θα τυπωθεί στο περιοδικό το 1932. Αργότερα, θα μετονομαστεί σε «Παντούμ» και θα περιληφθεί στο Τετράδιο γυμνασμάτων το 1940. Όπως έκανε και με τα «χάι-κάι» και τα «λιμερίκια», ίσως ο Σεφέρης ήθελε με τον τίτλο να επιστήσει την προσοχή στον αναγνώστη ότι κομίζει κάτι νέο στην ελληνική ποίηση, ότι εγκαινιάζει εδώ σε μας μια καινούργια φόρμα.
Πράγματι, έκτοτε παντούμ ελληνικά γράφτηκαν δεκάδες. Τα περισσότερα τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια, στο πλαίσιο της αναβίωσης της αυστηρής προσωδίας. Φανερή παραμένει πάντως η γοητεία του Σεφέρη. Αρκετά από τα ελληνικά παντούμ είναι γραμμένα σε αμφίβραχυ, το μέτρο που εκείνος μεταχειρίστηκε, και λίγο πολύ με τον τρόπο του.
Κλείνω με ένα παντούμ σε μέτρο αναπαιστικό, του Θεοδόση Βολκώφ από το βιβλίο του Versus του 2019.
ΠΑΝΤΟΥΜ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
Σιωπηρό κι από πέτρα λιοντάρι
με τη μέλαινα πύρινη χαίτη
ορυκτών και μετάλλων τα βάρη
φέρει μέσα του έτη και έτη.
Με τη μέλαινα πύρινη χαίτη
ένας νους που πυκνώνει στο βλέμμα
φέρει μέσα του έτη και έτη
γλώσσα πέτρας και πέτρινο αίμα.
Ένας νους που πυκνώνει στο βλέμμα
κάποιον κόσμο τραχύς ζωγραφίζει
γλώσσα πέτρας και πέτρινο αίμα
και τον στίχο μυώνες γεμίζει.
Κάποιον κόσμο τραχύς ζωγραφίζει
με μια βούληση πέτρα και σκέψη
και τον στίχο μυώνες γεμίζει
και με ρώμη τη ρώμη έχει δρέψει.
Με μια βούληση πέτρα και σκέψη
ορυκτών και μετάλλων τα βάρη
και με ρώμη τη ρώμη έχει δρέψει
σιωπηρό κι από πέτρα λιοντάρι.
*Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Η πλάνη του Γκαίτε – Για μια κριτική του μεταφραστικού λόγου» (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2022).