Όλο και πιο συχνά συγγραφείς, αντί για κριτικούς, υπογράφουν παρουσιάσεις βιβλίων που μόλις κυκλοφόρησαν. Γιατί συμβαίνει αυτό και πώς επηρεάζει τη λογοτεχνία; Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από το συνέδριο του περιοδικού «Ο Αναγνώστης» που έλαβε χώρα το Σάββατο στο Πνευματικό Κέντρο Αθήνας.
Γράφει η Εύα Στάμου
Ένα συνηθισμένο φαινόμενο τα τελευταία χρόνια είναι η παρουσία, σε πάνελ λογοτεχνικών εκδηλώσεων, συγγραφέων στη θέση κριτικών. Το ίδιο ισχύει και για πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά, όπου όλο και συχνότερα συγγραφείς, αντί για κριτικούς ή δημοσιογράφους, υπογράφουν παρουσιάσεις βιβλίων που μόλις κυκλοφόρησαν.
Γιατί, όμως, συμβαίνει αυτό; Προτιμούν οι συγγραφείς να κρίνονται από ομότεχνούς τους ή μήπως γνωρίζουν εκ πείρας ότι οι γνωστοί κριτικοί λογοτεχνίας δεν πρόκειται να ασχοληθούν με το έργο τους;
Εννοείται ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι συγγραφείς επιλέγουν να παρουσιαστεί το βιβλίο τους από κάποιον φίλο συγγραφέα που θεωρούν πως δεν θα γράψει με ύφος επιθετικό για το τελευταίο τους πόνημα, ειδικά στην περίπτωση που ανταποδίδει τη χάρη.
Το ερώτημα αυτό αναδύθηκε μέσα μου παρακολουθώντας το πολύ ενδιαφέρον συνέδριο «Η Ελληνική Λογοτεχνία στον 21ο αιώνα» που διοργάνωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Οι περισσότεροι κριτικοί που συμμετείχαν στις εργασίες του συνεδρίου με έχουν στο παρελθόν τιμήσει με κείμενα για τα έργα μου και οι σκέψεις που ακολουθούν δεν αφορούν εμένα προσωπικά αλλά το χώρο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Εννοείται ότι σε κάποιες περιπτώσεις οι συγγραφείς επιλέγουν να παρουσιαστεί το βιβλίο τους από κάποιον φίλο συγγραφέα που θεωρούν πως δεν θα γράψει με ύφος επιθετικό για το τελευταίο τους πόνημα, ειδικά στην περίπτωση που ανταποδίδει τη χάρη. Επίσης, ο συγγραφέας που δεν έχει ειδικές γνώσεις στη θεωρία ή την κριτική της λογοτεχνίας, θα αναφερθεί στο ύφος ή τη δράση του βιβλίου, αλλά δεν θα εντοπίσει λεπτομέρειες που θα μπορούσαν να αναδείξουν πιθανές αδυναμίες του κειμένου.
Το πρόβλημα, ωστόσο, πηγάζει από το γεγονός ότι οι κριτικοί κύρους -που έχουν σοβαρή εποπτεία της ξενόγλωσσης πεζογραφίας και στέρεη γνώση της πεζογραφικής μας παράδοσης- αποφασίζουν συχνά να μην καταπιαστούν με βιβλία που δεν προέρχονται από εκδοτικούς οίκους οι οποίοι ασχολούνται συστηματικά με τον προώθηση της λογοτεχνίας και έχουν μόνιμη θέση στις λίστες βραβείων.
Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο πρόβλημα που βιώνει ένας συγγραφέας είναι το άγχος για την απουσία αντίδρασης από την πλευρά των κριτικών.
Το αποτέλεσμα είναι ότι πρωτοεμφανιζόμενοι λογοτέχνες αλλά και αρκετοί με σταθερή παρουσία στα γράμματα -δημιουργοί ακόμα και με συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ βιβλίου και δημοσιεύσεις σε έγκριτα ξένα λογοτεχνικά περιοδικά- αντιμετωπίζουν έναν αποκλεισμό που τους οδηγεί να στρέφονται προς τους ομότεχνούς τους, αν θέλουν να παρουσιαστεί το έργο τους.
Αν κάποιος θεωρεί ότι στις μέρες μας η μεγαλύτερη αγωνία του συγγραφέα αφορά τις αρνητικές κριτικές που μπορεί να λάβει, σημαίνει ότι δεν γνωρίζει εις βάθος τον χώρο του βιβλίου. Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο πρόβλημα που βιώνει ένας συγγραφέας είναι το άγχος για την απουσία αντίδρασης από την πλευρά των κριτικών.
Σίγουρα, μια αρνητική κριτική μπορεί να προκαλέσει στον δημιουργό στενοχώρια ή θυμό, την αίσθηση ότι οι συγγραφικές προθέσεις του δεν έχουν γίνει κατανοητές ή ακόμα και πως έχουν παρεξηγηθεί – αλλά μπορεί και να τον ωθήσει στον αναστοχασμό για το έργο του, και δυνάμει στην επεξεργασία ή βελτίωση όψεων της θεματικής ή της τεχνικής του. Ωστόσο, η απουσία κριτικής αφήνει τους συγγραφείς εκτός πλαισίου, θα έλεγα στο κενό.
Πώς επηρεάζει αυτή η τακτική τη λογοτεχνία;
Κατά τη γνώμη μου, η κριτική οφείλει να στοχεύει στην αποτίμηση του εύρους της λογοτεχνικής παραγωγής και όχι να περιορίζεται στους συγγραφείς ορισμένων εκδοτικών οίκων που παραδοσιακά ανταγωνίζονται για τις θέσεις στις λίστες των βραβείων.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο δίνεται η εντύπωση πως οι κριτικοί που οφείλουν να έχουν την εποπτεία της ετήσιας παραγωγής, διαβάζουν και παρουσιάζουν μόνο έναν μικρό αριθμό βιβλίων που πέπρωται να προταθούν για βραβείο. Αυτός είναι ο λόγος που μπορούμε συνήθως, ρίχνοντας μια ματιά στις λίστες με τίτλους της χρονιάς, να προβλέψουμε με ακρίβεια, από τις πρώτες κιόλας ημέρες κυκλοφορίας της νέας λογοτεχνικής σοδειάς, ποια βιβλία -ή μάλλον ποιοι εκδοτικοί οίκοι- θα βρεθούν στα βραβεία.
Παρατηρείται επίσης το φαινόμενο συγγραφείς με βραβεία και περγαμηνές, όχι μόνο να μην έχουν αρκετούς αναγνώστες στη χώρα μας, αλλά επίσης να μην μεταφράζονται, αφού οι ξένοι εκδοτικοί οίκοι καθώς και οι λογοτεχνικοί ατζέντηδες δεν πείθονται ότι το έργο τους θα καταφέρει να προσελκύσει το ενδιαφέρον του διεθνούς, συστηματικού αναγνωστικού κοινού.
Οι αρνητικές συνέπειες αφορούν τόσο τους αναγνώστες που δεν ενημερώνονται πραγματικά για τις εξελίξεις στο χώρο της εγχώριας λογοτεχνίας, όσο και τους συγγραφείς που δεν βελτιώνονται [...]
Προφανώς ένας κριτικός λογοτεχνίας έχει πολλούς λόγους για να μην ασχοληθεί ποτέ με το έργο συγκεκριμένων λογοτεχνών και δεν υπονοώ ότι οι αιτίες μπορεί να είναι οι σχέσεις με εκδοτικούς οίκους, η υποτιθέμενη πίεση που ασκείται από κάποια σάιτ ή εφημερίδες ή, ακόμα περισσότερο, η αντιπάθεια για κάποιον δημιουργό, όπως συχνά εικάζεται. Πριν από λίγα χρόνια, μάλιστα, γνωστός κριτικός μου εκμυστηρεύτηκε ότι κάποιες φορές αποφεύγει να παρουσιάσει βιβλία αξιόλογων συγγραφέων όταν θεωρεί πως το νέο έργο τους δεν είναι εφάμιλλο της προηγούμενης δουλειάς τους, ακριβώς για να τους προστατεύσει, και όχι από πρόθεση να τους αγνοήσει.
Αν και θα ήταν, λοιπόν, λάθος να ισχυριστεί κανείς ότι γνωρίζει τους λόγους πίσω από την άρνηση κάποιων κριτικών να ασχοληθούν με το έργο ορισμένων συγγραφέων, μπορούμε με αρκετή βεβαιότητα να εκφράσουμε την πεποίθηση πως η διαιώνιση αυτής της κατάστασης έχει αρνητικές συνέπειες.
Οι αρνητικές συνέπειες αφορούν τόσο τους αναγνώστες που δεν ενημερώνονται πραγματικά για τις εξελίξεις στο χώρο της εγχώριας λογοτεχνίας, όσο και τους συγγραφείς που δεν βελτιώνονται, είτε γιατί επαναπαύονται στις δάφνες των ευνοϊκών παρουσιάσεων είτε επειδή δεν έχουν την ευκαιρία να μάθουν με ποιους τρόπους ερμηνεύουν και αποτιμούν το έργο τους οι κριτικοί.
* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Η επίσκεψη» (εκδ. Αρμός).