
Σκέψεις για το βιβλίο και την ταινία «Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο». Στην κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «Im westen nichts Neues» (2022).
Γράφει ο Παναγιώτης Γούτας
Χρειάστηκε σχεδόν ένας ολόκληρος αιώνας –93 χρόνια, για την ακρίβεια– για να αποκαταστήσει κινηματογραφικά η Γερμανία το όνομα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, του άξιου τέκνου της που επιστρατεύτηκε το 1916, πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου κι έφυγε από τη ζωή το 1970, αφού προηγουμένως είχε αυτοεξοριστεί επί χρόνια στις Η.Π.Α και στην Ελβετία. Η κινηματογραφική αποκατάσταση του ονόματος του Ρεμάρκ, βέβαια, υπήρξε εξόχως εντυπωσιακή, αφού η ταινία «Im Westen nichts Neues» αποτελεί την επίσημη υποβολή της Γερμανίας για την κατηγορία «Καλύτερη διεθνή ταινία μεγάλου μήκους» των 95ων βραβείων Όσκαρ 2023, και λέγεται ότι είναι η πιο ακριβή γερμανική παραγωγή στην ιστορία του NETFLIX. Ωστόσο, της ταινίας αυτής προηγήθηκαν οι ταινίες του Lewis Mileston (1930) και η λιγότερο γνωστή εκδοχή του Delbert Mann (1977), που βασίζονται κι αυτές στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρεμάρκ, έχοντας τον ίδιο τίτλο με το βιβλίο. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με κάποια σειρά. Όλα ξεκίνησαν το 1929 με την κυκλοφορία ενός λογοτεχνικού βιβλίου.
Το βιβλίο
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, λοιπόν, το 1929 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο (μτφρ. Γεωργία Δεληγιάννη-Αναστασιάδη, εκδ. Μίνωας). Ο ίδιος είχε τραυματικά βιώματα από το Δυτικό Μέτωπο του πολέμου, που στοίχισε τη ζωή σε 3.000.000 Γερμανούς στρατιώτες και που το γεωστρατηγικό ισοδύναμο αυτής της ακατανόητης θυσίας ήταν η, επί δύο και περισσότερα χρόνια, μετακίνηση του γερμανικού στρατού για μερικές μόλις εκατοντάδες μέτρων στο εσωτερικό της Γαλλίας. Το βιβλίο είναι μια σπαρακτική αντιπολεμική αφήγηση, επικεντρωμένη σε συμβάντα και επιχειρήσεις του γερμανικού στρατού στο Δυτικό Μέτωπο, αλλά, παράλληλα, και η σκληρή αποτύπωση της ενηλικίωσης μιας γενιάς που φαντάστηκε πως το να πηγαίνεις στον πόλεμο ήταν αντίστοιχο με μια ψυχαγωγική εκδρομή. Μιας γενιάς προδομένης κι εξαπατημένης από τα παχιά λόγια των κυβερνώντων της χώρας, που την έσυρε στην καταστροφή και στον αφανισμό. Αφηγητής ο Πάουλ Μπόυμερ, που είχε την «τύχη» να οδηγηθεί στο Δ. Μ. με τους συμμαθητές της τάξης του, αλλά η ειρωνεία αυτής του της τύχης ήταν να αναγκαστεί να βλέπει έναν έναν τους παλιούς του κολλητούς να ψυχορραγούν στο μέτωπο, μέχρι τη στιγμή που έφτασε και η δική του «επίκληση», για να θυμηθούμε το αλληγορικό δράμα του 15ου αιώνα The summoning of everyman, που ενέπνευσε τον Ροθ (το Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο ήταν από τα αγαπημένα νεανικά αναγνώσματα του Φίλιπ Ροθ. Σκηνές πολεμικών επιχειρήσεων και τραγικότητα ζωής κατά το πρότυπο του Ρεμάρκ, θα συναντήσουμε στο μυθιστόρημά του Αγανάκτηση) να γράψει τη νουβέλα του Καθένας.
Ο Πάουλ, ο ευαίσθητος νέος της τάξης του με τις συγγραφικές ανησυχίες, σκέφτεται πολύ ενώ πολεμά τον εχθρό, δυσφορεί, αναστατώνεται, υποφέρει, ταράζεται, συγκινείται, νοσταλγεί το ειρηνικό παρελθόν. Αναγκάζεται να σκοτώσει Γάλλους με αφάνταστο προσωπικό ψυχικό κόστος, συνηθίζει προς στιγμή τον παραλογισμό του πολέμου, κλέβει με άλλους συναδέλφους του χήνες ή γουρουνόπουλα από γαλλικές αγροικίες, φλερτάρει στις παροδικές παύσεις πυρός λιμοκτονούσες νεαρές Γαλλίδες σε γαλλικά χωριά, σέρνεται στις λάσπες των χαρακωμάτων, βουλιάζει στα βρομόνερα, στις γούρνες που έχουν σχηματιστεί από τις οβίδες, για να καλυφθεί από το εχθρικό πυροβολικό, βλέπει άλλους νεοσύλλεκτους να παθαίνουν κρίσεις πανικού κατά τη διάρκεια της μάχης, τραυματίζεται ελαφρώς, παίρνει ολιγοήμερη άδεια για να επισκεφτεί τους γονείς του στη Γερμανία, παρηγορεί την ετοιμοθάνατη μάνα του, κολακεύεται από την εκτίμηση που του τρέφει η μικρή κοινωνία της πατρίδας του, όμως δεν νιώθει ακόμα ήρωας, νιώθει κενός, ένα τίποτα νιώθει μακριά από το μέτωπο, εκεί έχει νόημα η ύπαρξή του, εκεί δίνεται η μάχη για την τιμή της Γερμανίας, εκεί άλλωστε συνεχίζουν να πολεμούν και οι φίλοι του, παίρνει λοιπόν ξανά το τρένο και ενσωματώνεται μαζί τους για να λυτρωθεί, και ελάχιστες μόλις στιγμές πριν την οριστική κήρυξη ανακωχής μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, κι αφού προηγουμένως ο θάνατος έδρεψε τα νιάτα όλων των παλιών του φίλων, μια μέρα ειρηνική και γαλήνια, που ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει να ξεχνιέται από τους στρατιώτες και των δύο παρατάξεων, δραπετεύει κι αυτός από τη ζωή, σκοτωμένος στο πεδίο μάχης κάποιων ύστατων απελπισμένων εχθροπραξιών.
Γράφει στην κατακλείδα του βιβλίου του ο Ρεμάρκ: «Έπεσε τον Οκτώβριο του 1918, μια μέρα τόσο ήσυχη, που σ’ όλο το μέτωπο το στρατιωτικό ανακοινωθέν περιοριζόταν σε μια μοναδική φράση “Ουδέν νεότερον από το Δυτικόν Μέτωπον”. Είχε πέσει με το κεφάλι μπροστά, κι έμοιαζε να κοιμάται πάνω στο χώμα. Σαν τον γύρισαν, είδαν πως δεν πρέπει να υπέφερε πολύ. Το πρόσωπό του είχε έκφραση τόσο γαλήνια, που θαρρείς πως ήταν ευχαριστημένος που τέλειωσε έτσι».
Σκέψεις του Πάουλ Μπόυμερ
Ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος σε ένα ωραίο παλιό του δοκίμιο («Γιατί το τολμηρό τραγούδι δε σοκάρει όσο το τολμηρό ποίημα;», Δοκίμια, Μπιλιέτο, 1999) αναρωτιόταν εύστοχα γιατί το τραγούδι του Χατζιδάκη «Κυπαρισσάκι είν’ αψηλό / το παλικάρι π’ αγαπώ» δεν σκανδάλισε καθόλου αλλά αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε τόσο πολύ, ενώ ο στίχος του Λαπαθιώτη «το πήρα ένα Σαββάτο βράδυ / και κοιμηθήκαμε μαζί» έβαλε τον ποιητή σε μπελάδες, αφού σκανδάλισε τα χρηστά ήθη της εποχής και λογοκρίθηκε. Κάπου αλλού πάλι, και με την ίδια αφορμή, ο Ν. Χ. αντιδιαστέλει τολμηρούς του στίχους με πίνακες του Τσαρούχη, αρεστούς στο φιλότεχνο κοινό παρά τη θεματική τους τόλμη. Κατέληξε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πως η ποίηση και εν γένει ο γραπτός λόγος είναι πιο δραστικός και από το τραγούδι αλλά και από την εικόνα.
Στην περίπτωση ωστόσο του Ρεμάρκ αποδείχτηκε πως μεγαλύτερη ενόχληση στις μάζες από το βιβλίο του προκάλεσε η προβολή της ταινίας του Lewis Milestone το 1930, που βασιζόταν φυσικά στο βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα. Κι αυτό γιατί με την πρώτη προβολή της στο Βερολίνο ο Ρεμάρκ αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της πατρίδας. Η χιτλερική νεολαία όρμησε στην κινηματογραφική αίθουσα και κραυγάζοντας συνθήματα διέκοψε την προβολή. Η ταινία εντέλει απαγορεύτηκε και ο Ρεμάρκ κρίθηκε ανεπιθύμητος στη χώρα του.
«Ο πόλεμος είναι μια αιτία θανάτου, όπως ο καρκίνος και η φυματίωση, η γρίπη και η δυσεντερία. Μόνο που τα θανατηφόρα κρούσματα είναι πιο συχνά εδώ, παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία και είναι πιο ανατριχιαστικά.»
Βρισκόμαστε στο 1931. Δύο χρόνια μετά ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία και το 1933 οι ναζί καίνε δημοσίως όλα τα βιβλία του Ρεμάρκ. Ο συγγραφέας, όπως ελέχθη ήδη, αυτοεξορίζεται σε Αμερική κι Ευρώπη, για να φύγει από τη ζωή το 1970 στο Λοκάρνο της Ελβετίας. Βλέποντας την πρόσφατη ταινία του Γερμανού σκηνοθέτη Edward Berger και διαβάζοντας εκ νέου το βιβλίο του Ρεμάρκ καταλήγω πως πιο δραστικές και καταλυτικές –που πάντως δεν δικαιολογούν επ’ ουδενί μία δίωξη, μία εξορία ή κάψιμο βιβλίων– είναι οι σκέψεις του πρωταγωνιστή Πάουλ Μπόυμερ προς το τέλος της αφήγησης, σκέψεις που στάθηκε αδύνατον να μεταφερθούν στη μεγάλη οθόνη – ίσως υπονοούνται μερικές εξ αυτών χάρη στη δύναμη της εικόνας ή διά της σιωπής και της έκφρασης του προσώπου του ήρωα. Αντιγράφω από το βιβλίο Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο (Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ-ΤΟ ΒΗΜΑ / βιβλιοθήκη, μτφρ. Ευάγγελος Αρχ. Αντώναρος, 2013) κάποιες εξ αυτών, που στάθηκαν η αφορμή να χαρακτηριστεί ο Ρεμάρκ ως «ηττοπαθής» συγγραφέας και να ερεθιστεί η χιτλερική νεολαία:
«…Ο πολιτισμός τόσων χιλιάδων χρόνων δεν μπόρεσε να εμποδίσει τούτο τον ποταμό αίματος… Μόνο αν βρεθείς σε νοσοκομείο, μπορείς να καταλάβεις τι πάει να πει πόλεμος… Είμαι νέος, είκοσι χρονών. Βλέπω τους λαούς να σέρνονται στους πολέμους και να σκοτώνονται σιωπηλοί, χωρίς να λένε τίποτα, χωρίς να ξέρουν τίποτα, χωρίς να έχουν συναίσθηση του κινδύνου, υπακούοντας στους αρχηγούς τους. Βλέπω τα πιο μεγάλα πνεύματα του κόσμου να σχεδιάζουν όπλα και λόγια και να τα ρίχνουν στη μάχη για να εμψυχώσουν τους φαντάρους. Και μαζί μ’ εμένα τα βλέπουν όλα αυτά οι νέοι της ηλικίας μου, κι εδώ κι απέναντι, τα βλέπει μια ολόκληρη γενιά… Από τη ζωή δεν μάθαμε παρά μόνο πώς να σκοτώνουμε. Τι θα γίνει ύστερα από αυτά; Τι θ’ απογίνουμε;» (σελ. 308-309)
«Ο πόλεμος είναι μια αιτία θανάτου, όπως ο καρκίνος και η φυματίωση, η γρίπη και η δυσεντερία. Μόνο που τα θανατηφόρα κρούσματα είναι πιο συχνά εδώ, παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία και είναι πιο ανατριχιαστικά.» (σελ. 315)
«Μοιάζουμε με νομίσματα που ανήκουν σε διαφορετικά κράτη. Τώρα όμως μας έλιωσαν και μας ξανάπλασαν, δίνοντάς μας τα ίδια χαρακτηριστικά. Για να διακρίνει κανείς τις διαφορές, πρέπει να εξετάσει προσεκτικά το υλικό». (σελ. 316)
«Οι εργοστασιάρχες στη Γερμανία πλούτισαν. Εμάς όμως μας θερίζει η δυσεντερία.» (σελ. 324)
«Ο Λέερ βογκάει και προσπαθεί να στηριχτεί πάνω στα χέρια του, η αιμορραγία είναι τρομερή, κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει. Σε λίγα λεπτά σωριάζεται άψυχος στη γη. Τι κέρδισε που ήταν στο σχολείο μας πρώτος στα μαθηματικά;» (σελ. 328-329)
«Οβίδες ασφυξιογόνα και σχηματισμοί τανκς. Καταστροφή, αφανισμός, θάνατος. Δυσεντερία, γρίπη, τύφος. Πνίξιμο, κάψιμο, θάνατος. Χαρακώματα, νοσοκομεία, ομαδικοί τάφοι. Άλλες πιθανότητες δεν υπάρχουν». (σελ. 327)
Η ταινία
Η γερμανική παραγωγή του 2022, το «Im westen nichts Neues» είναι μια υποβλητική ταινία διάρκειας άνω των δύο ωρών. Ο σκηνοθέτης Edward Berger χρησιμοποίησε μια στρατιωτική περιοχή και ένα αεροδρόμιο βόρεια της Πράγας για να κινηματογραφήσει το πεδίο μάχης. Επρόκειτο για ένα τεράστιο γήπεδο με λάσπη, μεγέθους όσο δέκα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Παρά τις πολύ πειστικές και άκρως ρεαλιστικές πολεμικές σκηνές που αποτυπώνουν εύγλωττα όλο τον ζόφο και τη σκληρότητα του πολέμου, όπως είχε άλλωστε καταγράψει και στο βιβλίο του ο Ρεμάρκ, ο Berger δεν τήρησε με μεγάλη συνέπεια το αρχικό κείμενο. Έχει αποσιωπηθεί στο φιλμ τελείως η ολιγοήμερη άδεια του Πάουλ και η επιστροφή στην πατρίδα με τρένο, ενώ το τέλος του φίλου τού πρωταγωνιστή, του εθνοφρουρού Στανισλάς Κατσίνσκι, έχει διαφορετική αιτιολογία στο βιβλίο και διαφορετική στην ταινία. Επίσης το τέλος του Πάουλ στην ταινία είναι μια έξυπνη ευφάνταστη ιδέα του σκηνοθέτη (ή μήπως του σεναριογράφου;), που ωστόσο απογειώνει το φιλμ με την τραγικότητά της. Τέλος, η κορυφαία σκηνή της αφήγησης, η στιγμή που ο Πάουλ σκοτώνει έναν Γάλλο στρατιώτη σε μία, σώμα με σώμα, πάλη, τον τυπογράφο Ζεράρ Ντιβάλ, δίχως να μπορεί να διαχειριστεί ψυχολογικά και ανθρώπινα αυτόν τον σκοτωμό, αποδίδεται συγκλονιστικά και στην ταινία.
Μένει, λοιπόν, να δούμε αν στην απονομή των Όσκαρ, τον προσεχή Μάρτιο, επιβραβευτεί αυτή η εξαιρετική ταινία που η υπόθεσή της βασίστηκε σε προσωπικά βιώματα του Ρεμάρκ, ή αν οι κρίνοντες τις ταινίες επιλέξουν άλλες ταινίες με πιο ανώδυνο και ελαφρύ περιεχόμενο.
Ο Πάουλ, ανακατεύοντας μέσα στη γούρνα με τα λασπόνερα το πορτοφόλι του νεκρού Γάλλου στρατιώτη και μαθαίνοντας τα στοιχεία του, σκέφτεται πανικόβλητος πως πρέπει να γίνει τυπογράφος και να αφιερώσει τη μετέπειτα ζωή του στο να παρηγορεί την οικογένεια του Ντιβάλ. Κορυφαία, σπαραχτική, απόλυτα ανθρώπινη στιγμή του Ρεμάρκ, που, ας μην το ξεχνούμε, διαβάζοντας το βιογραφικό του πληροφορούμαστε πως και ο ίδιος ήταν γιος του γαλλικής καταγωγής βιβλιοδέτη Πέτερ Φραντς Ρεμάρκ. Λαμβάνοντας υπόψη πως ο Ρεμάρκ πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο, αναρωτιέται ο υποψιασμένος αναγνώστης μήπως ο Πάουλ, το άλτερ έγκο δηλαδή του συγγραφέα, σκοτώνοντας τον άγνωστο Γάλλο τυπογράφο είχε την αίσθηση πως είχε σκοτώσει τον ίδιο του τον πατέρα. Μένει, λοιπόν, να δούμε αν στην απονομή των Όσκαρ, τον προσεχή Μάρτιο, επιβραβευτεί αυτή η εξαιρετική ταινία που η υπόθεσή της βασίστηκε σε προσωπικά βιώματα του Ρεμάρκ, ή αν οι κρίνοντες τις ταινίες επιλέξουν άλλες ταινίες με πιο ανώδυνο και ελαφρύ περιεχόμενο.
Ένα τελευταίο σχόλιο
Οι ομοιότητες των πολεμικών επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο, σε βιβλίο και ταινία, με την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία είναι προφανείς. Εισβολή Ρώσων στην Ουκρανία-εισβολή Γερμανών στη Γαλλία, επιδίωξη αλλαγής συνόρων σε Ουκρανία και Γαλλία αντίστοιχα, αφανισμός μιας γενιάς Γερμανών-αφανισμός δεκάδων χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών, η Μητέρα Γερμανία και η Μητέρα Ρωσία αντίστοιχα που παραστέκουν και εμπνέουν, ο Κάιζερ από τη μια-ο Πούτιν από την άλλη, που στο ζενίθ του παραλογισμού τους εμψυχώνουν και ντοπάρουν ανυποψίαστα εικοσάχρονα, και άλλα ακόμη. Δυστυχώς η Ιστορία επαναλαμβάνεται ακόμη μία φορά, πλέον ως φάρσα. Όμως σ’ αυτή τη χώρα αρεσκόμαστε να βαυκαλιζόμαστε με την ιδέα πως ο φασισμός έχει μονάχα ένα χρώμα, το φαιό, και πως εκπορεύεται αποκλειστικά από τη χώρα του Ρεμάρκ. Τα άρματα «Λέοπαρντ», που με αδικαιολόγητη καθυστέρηση στέλνουν, επιτέλους, οι Γερμανοί στους Ουκρανούς ως στρατιωτική βοήθεια αναζωπυρώνουν την ιδεολογική αχρωματοψία μερίδας των διανοουμένων, που κάνουν λόγο για φασιστική συμπεριφορά της Δύσης έναντι του «ανθρωπιστή» Πούτιν. Φοβάμαι, όμως, πως αυτή η συζήτηση δεν οδηγεί πουθενά. Οπότε, ως κατακλείδα αυτού του κειμένου, ας κρατηθεί το κλισέ των συγγραφέων στις υποσημειώσεις των βιβλίων τους, όταν θέλουν να βγάλουν την ουρά τους απέξω για πράγματα που γράφτηκαν εκθέτοντας τρίτους, και που τους υπερβαίνουν δραματικά: «Κάθε ομοιότητα της παραπάνω κριτικής αποτίμησης βιβλίου και ταινίας με σημερινά πρόσωπα και καταστάσεις είναι πέρα για πέρα συμπτωματική».
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.