«Τα εξαιρετικά βιβλία, αυτά που διαβάζουμε και θαυμάζουμε, γράφονται από εξαιρετικούς ανθρώπους, που ως πνευματικοί άνθρωποι, πεφωτισμένοι και ηθικοί, δια-φωτίζουν και τους αναγνώστες». Ή μήπως όχι;
Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης
Η περίπτωση του συγγραφέα παιδικής και εφηβικής λογοτεχνίας Βασίλη Παπαθεοδώρου, που πρόσφατα κατηγορήθηκε (προσοχή, δεν έχει καταδικαστεί έως τώρα) για κατοχή παιδικής πορνογραφίας ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, όχι μόνο για την ηθική πλευρά του ζητήματος αλλά και για τη λογοτεχνική.
Οι βασικότερες από αυτές σχετίζονται με τη σχέση του προσώπου, του πραγματικού δηλαδή ανθρώπου, και των βιβλίων του. Ο εκδοτικός οίκος πήρε αποστάσεις και πολλοί αναγνώστες ζήτησαν να αποσυρθούν τα βιβλία τού εν λόγω πεζογράφου από τις βιβλιοθήκες. Πολλά βιβλιοπωλεία όντως τα απέσυραν, λόγω και της μειωμένης ζήτησής τους, και πολλές βιβλιοθήκες δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων έκαναν κάτι ανάλογο, μολονότι η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν είναι διατεθειμένη να «εξαφανίσει» τα βιβλία του (Ρηγόπουλος 2022). Αυτές οι αντιδράσεις στηρίζονται σε μια ρητή ή υπόρρητη ταύτιση του ανθρώπου-συγγραφέα με τα λογοτεχνικά κείμενά του, είτε επειδή μέσα σ’ αυτά, όπως λένε, αντανακλώνται πιθανόν τα νοσηρά στοιχεία της προσωπικότητάς του ή επειδή ο άνθρωπος λειτουργεί ως πρότυπο, που δεν μπορεί να προβάλλεται στα παιδιά.
Σε όλα αυτά υποφώσκει η αντίληψη ότι τα εξαιρετικά βιβλία, αυτά που διαβάζουμε και θαυμάζουμε, γράφονται από εξαιρετικούς ανθρώπους, που ως πνευματικοί άνθρωποι, πεφωτισμένοι και ηθικοί, δια-φωτίζουν και τους αναγνώστες. Πρόκειται, όμως, για μια ιδεαλιστική τοποθέτηση, που υπερίσχυσε στα χρόνια του ρομαντισμού, κατά την οποία ο δημιουργός είναι ένας μικρός σταρ, η ζωή του ενδιάφερει τον κόσμο και θεωρείται ότι συνδέεται στενά με τα κείμενά του, καθορίζοντας το ένα και μόνο νόημά τους. Η προσωπικότητα του καλλιτέχνη, σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι ο άξονας πάνω στον οποίο διακλαδίζεται το έργο του και γι’ αυτό γύρω της δημιουργούνται βιογραφικές μυθολογίες.
Πλέον το λογοτεχνικό κείμενο δεν εκφράζει (ευθέως) την προσωπικότητα του δημιουργού του, αλλά αποκτά μια –σχετική ή απόλυτη– αυτονομία και αποκόπτεται η αιτιώδης σχέση μεταξύ του έργου και του συγγραφέα, όπως υποστήριξε ο Γ. Τυνιάνοφ.
Από τον Φορμαλισμό, όμως, και τη Νέα Κριτική ξεκινά η περίοδος όπου ο συγγραφέας χάνει την αξία του, αποσυνδέεται από τα βιβλία του και το βάρος πέφτει πλέον στο ίδιο το κείμενο ή, αργότερα, στον αποδέκτη του μηνύματος, τον αναγνώστη. Πλέον το λογοτεχνικό κείμενο δεν εκφράζει (ευθέως) την προσωπικότητα του δημιουργού του, αλλά αποκτά μια –σχετική ή απόλυτη– αυτονομία και αποκόπτεται η αιτιώδης σχέση μεταξύ του έργου και του συγγραφέα, όπως υποστήριξε ο Γ. Τυνιάνοφ. Το κείμενο δημιουργείται από την γλώσσα και δεν εκφράζει τη συνειδητή πλευρά του ποιητή ή του πεζογράφου, αλλά μια υποσυνείδητη, που διαφοροποιεί όσα γράφονται μέσα του από όσα συνέβησαν στη ζωή του δημιουργού.
Στη θεωρία της λογοτεχνίας και την κριτική τα πράγματα είναι σχετικά ξεκάθαρα: ο συγγραφέας δεν συνδέεται αυτοκόλλητα με το έργο και το έργο δεν εκπροσωπεί τη συγγραφική ζωή. Ως εκ τούτου, δεν μας ενδιαφέρει ο βίος και η πολιτεία κάθε καλλιτέχνη, αλλά το ίδιο το βιβλίο. Μεγάλα έργα και σπουδαία κλασικά κείμενα, που αξίζει να διαβαστούν τώρα και πιθανόν αύριο, γράφτηκαν από ανθρώπους που υπηρέτησαν ακραίες ιδεολογίες και έζησαν αντικοινωνικά.
Διαβάζουμε λογοτεχνία ή παρακολουθούμε κινηματογραφικές ταινίες, όχι επειδή οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες είναι εξαιρετικοί άνθρωποι, αλλά επειδή τα ίδια τα έργα ανυψώνονται πάνω από το εγώ του δημιουργού και διαμορφώνουν αισθητικές και πολιτισμικές αξίες.
Ο Φίλιπο Τομάζο Μαρινέτι ήταν φασίστας στην Ιταλία του Μουσολίνι, ο Λουίτζι Πιραντέλλο συνεργάστηκε (ακούσια;) με το καθεστώς, ο Αμερικανός Έζρα Πάουντ εξυμνούσε τον Ιταλό φασίστα, ο Λουί Φερντινάν Σελίν είχε φιλοναζιστικές και ρατσιστικές απόψεις, ο Κνουτ Χάμσουν υπήρξε θιασώτης της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας, ο Γκύντερ Γκρας είχε υπηρετήσει νέος στα SS κ.λπ. κ.λπ. Το ίδιο και εκτός λογοτεχνίας, όπου ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν συνεργάστηκε και προωθήθηκε από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, ο Σαλβαδόρ Νταλί ήταν ένθερμος υποστηρικτής του Φράνκο στην Ισπανία, ο φιλόσοφος Χάιντεγκερ προσέκειτο στο ναζιστικό καθεστώς, ενώ πρόσφατα ο Λαρς Φον Τρίερ έδειξε ακροδεξιές αντιλήψεις. Παιδοφιλικές τάσεις είχαν δείξει ο Γάλλος συγγραφέας Gabriel Matzneff, ενώ Γάλλοι διανοητές, όπως ο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο Μισέλ Φουκώ, ο Ρολάν Μπαρτ, η Σιμόν ντε Μπουβουάρ, ο Αλαίν-Ρομπ Γκριγιέ, ο Ζαν Ντεριντά κ.ά. είχαν ζητήσει το 1977 την αποποινικοποίηση των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ ενηλίκων και παιδιών κάτω των 15 ετών.
Αν, λοιπόν, υιοθετούσαμε τη λογική ότι το έργο αντανακλά και ίσως εμπεριέχει τη ζωή και τις απόψεις του πραγματικού ανθρώπου που το έγραψε, θα έπρεπε να εξαφανίσουμε από προσώπου γης όλα τα έργα των παραπάνω και –με μια διασταλτική ερμηνεία– και πολλών άλλων. Διαβάζουμε, όμως, λογοτεχνία ή παρακολουθούμε κινηματογραφικές ταινίες, όχι επειδή οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες είναι εξαιρετικοί άνθρωποι, αλλά επειδή τα ίδια τα έργα ανυψώνονται πάνω από το εγώ του δημιουργού και διαμορφώνουν αισθητικές και πολιτισμικές αξίες.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Μικρή βιβλιογραφία
Λουκά, Δήμητρα – Δεσποτίδης, Αντώνης (2007): «Συγγραφέας», στο Μερακλής, Μ. – Μητσάκης, Κ. – Πούχνερ, Β. (1988-1991), Ζήρας, Αλ. (1992-1996) και Κουζέλη, Λ. (1997-2007) (επιμ.), Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόσωπα – έργα – ρεύματα – όροι, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, σελ. 2095-2097.
Πετρόπουλος, Κώστας (2021): «Όταν ο Σαρτρ, ο Φουκώ και άλλοι ήταν υπέρ της παιδοφιλίας», περ. Andro, 4.3.2021
Ρηγόπουλος, Δημήτρης (2022): «Η επόμενη ημέρα των βιβλίων του Παπαθεοδώρου», εφ. «Η Καθημερινή», 17.11.2022
Τζιόβας, Δημήτρης (1987): «Από τον συγγραφέα στον αναγνώστη. Η κρίση του υποκειμένου στη θεωρία της λογοτεχνίας», στο Μετά την Αισθητική, εκδ. «γνώση», Αθήνα, σελ. 197-221.
Λαζάρ, Ηλέκτρα (2012): «Καλλιτέχνες στα δίχτυα του Φασισμού», Literature Lands, 25.12.2012.