Σκέψεις του γνωστού συγγραφέα σχετικά με την ανυποληψία της νεοελληνικής πεζογραφίας στο ελληνικό κοινό. Στην κεντρική εικόνα, τμήμα από το έργο «Portrait of George Dyer in a Mirror» (1968), του Φράνσις Μπέικον.
Του Αλέξη Πανσέληνου
Έγινε πρόσφατα μεγάλη συζήτηση γύρω από την υποδοχή της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, με αφορμή ένα αρχικό άρθρο του συγγραφέα Νίκου Μάντη στον Αναγνώστη. Και ανάμεσα στα άλλα που ειπώθηκαν και γράφτηκαν έγιναν κάποιες συγκρίσεις της με την ξένη λογοτεχνία και την πολύ πιο πρόθυμη υποδοχή της από το αναγνωστικό κοινό.
Ήμουν της ιδέας πως σε μεγάλο βαθμό η προτίμηση του κοινού για την ξένη λογοτεχνία οφείλεται στον καλά οργανωμένο μηχανισμό προώθησης που υπάρχει πίσω της, από τους μεγάλους ξένους εκδοτικούς οίκους και τις διθυραμβικές κριτικές που συνήθως την συνοδεύουν στα οπισθόφυλλα και τις διαφημίσεις του τύπου, ενώ οι τεράστιοι αριθμοί των πωλήσεών τους απηχούν βέβαια και το αντίκρισμα των μεγάλων πληθυσμών που θα διαβάσουν το πρωτότυπο στη γλώσσα του. Πρότεινα επίσης τη σκέψη πως ένα μεγάλο μέρος της δικής μας –μεγάλης– παραγωγής πεζογραφημάτων (γιατί ο λόγος κυρίως την πεζογραφία αφορούσε, όπως και να το κάνουμε) πάσχει από έλλειψη επαγγελματισμού, τη γνωστή προχειρότητα που χαρακτηρίζει μεγάλο αριθμό νέων αλλά και παλιότερων πεζογράφων μας.
Η σκέψη που κάνω τώρα και καταθέτω εδώ είναι τελείως διαφορετικής τάξης. Είχα θίξει πλαγίως το θέμα στο δικό μου άρθρο για τον Αναγνώστη. Έλεγα δηλαδή πως είναι αξιοπερίεργο πώς και γιατί ο Γάλλος ή ο Άγγλος ή ο Γερμανός αναγνώστης να ενδιαφέρεται περισσότερο για την αμερικάνικη πραγματικότητα (Roth, D.F. Wallace, D. Dellilo) την νοτιοαφρικανική (J.M. Coetzee), την ιταλική (I. Calvino, A. Moravia), την αιγυπτιακή (N. Mahfouz) ή την πολωνέζικη (O. Tokarczuk) και όχι για την σύγχρονη ελληνική. Κάποιοι είπαν πως η Ελλάδα ως διεθνής παρουσία είναι γενικά υποβαθμισμένη – και γι’ αυτό! Δεν πιστεύω πως στέκει κάτι τέτοιο γιατί το ίδιο ενδεχομένως θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε για την Κολομβία ή τη Χιλή.
Ώσπου κάποια στιγμή θυμάται, τυχαία, τη φράση του Oscar Wilde από τον πρόλογο του Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι: «H απέχθεια του 19ου αιώνα για τον ρεαλισμό είναι η οργή του Κάλιμπαν που αντικρίζει το είδωλό του στον καθρέφτη». Και ξαφνικά το πράγμα φωτίζεται διαφορετικά.
Αν λοιπόν πάρουμε κάποιους δόκιμους συγγραφείς μας, άντρες και γυναίκες, και τα αρτιότερα από τα έργα τους και τα βάλουμε στη ζυγαριά μαζί με τους αντίστοιχους ξένους που κυκλοφορούν μεταφρασμένοι στην ελληνική αγορά, τι θα βλέπαμε; Θα βλέπαμε τη ζυγαριά να γέρνει προς το μέρος των ξένων. Τι λοιπόν δεν αρέσει στο ελληνικό κοινό από τους συγγραφείς μας; Σκέφτεται κανείς και ξανασκέφτεται και απάντηση εύκολα δεν βρίσκει. Ώσπου κάποια στιγμή θυμάται, τυχαία, τη φράση του Oscar Wilde από τον πρόλογο του Πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι: «H απέχθεια του 19ου αιώνα για τον ρεαλισμό είναι η οργή του Κάλιμπαν που αντικρίζει το είδωλό του στον καθρέφτη». Και ξαφνικά το πράγμα φωτίζεται διαφορετικά. Γιατί η αλήθεια είναι πως –όποια και αν είναι, μικρή ή μεγάλη, η βαρύτητα της χώρας μας σαν παρουσίας στον σημερινό κόσμο– η φυσιογνωμία μας εδώ και δεκαετίες πάσχει από τις στρεβλώσεις των πολιτικών αναταράξεων, της κρατικής αδιαφορίας, της όλο και πιο υποβαθμιζόμενης παιδείας και της οικονομικής μας εξαθλίωσης. Πόλεις χωρίς υποδομές, παροχές στοιχειώδους επάρκειας, κοινωνική πρόνοια για τα πανηγύρια, δημόσια περίθαλψη για τα κλάματα, παιδεία ανύπαρκτη, σπουδές χωρίς αντίκρισμα, υπερήλικες με συντάξεις καταληστευμένες και ταμεία αδειασμένα, νέοι χωρίς μέλλον στον τόπο τους, άσχημες πόλεις άναρχα αναπτυγμένες, χωρίς ίχνος αισθητικής, που θυμίζουν αφρικανικές τενεκεδουπόλεις.
Σφουγγάρι λήθης για τις δικές μας μιζέριες, που όμως είναι η καθημερινότητα που τυραννά τις ζωές μας, για τους χθεσινούς σιωπηλούς υποστηρικτές και τους σημερινούς κραυγαλέους νοσταλγούς της Χούντας του 67 που ζουν ανάμεσά μας και για τα σκάνδαλα των πολιτικών που έριξαν τη χώρα στα βράχια.
Ναι, η πραγματικότητα την οποία στήνουν μπροστά στα μάτια του αναγνωστικού κοινού οι συγγραφείς μας –εκτός βέβαια από όσους φρόντισαν τα έργα τους να διαδραματίζονται σε ξένους τόπους ή εκείνους που προτιμούν να τα τοποθετούν εκτός τόπου και χρόνου σε κοινωνίες του μέλλοντος κατά τα πρότυπα της Narnia ή του Game of Thrones– δεν είναι να τη χαίρεσαι. Πόσο προτιμότερο, λοιπόν, να διαβάζουμε για τα ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα των Νεοϋορκέζων Εβραίων στον Roth, τις βαρβαρότητες του IRA στην Β. Ιρλανδία από την κυρία Burns, για τα Γκουλάγκ των αντιφρονούντων σοβιετικών συγγραφέων και τα μυστηριώδη εγκλήματα δίπλα στα ρηχά νερά όπου τραγουδούν οι καραβίδες της κυρίας Owens. Σφουγγάρι λήθης για τις δικές μας μιζέριες, που όμως είναι η καθημερινότητα που τυραννά τις ζωές μας, για τους χθεσινούς σιωπηλούς υποστηρικτές και τους σημερινούς κραυγαλέους νοσταλγούς της Χούντας του ’67 που ζουν ανάμεσά μας και για τα σκάνδαλα των πολιτικών που έριξαν τη χώρα στα βράχια. Δυσάρεστος καθρέφτης, πράγματι, γιατί αυτοί είμαστε και αυτός είναι ο κόσμος στον οποίο ανήκουμε.
Και αν δεν μεταφράζονται τα βιβλία αυτά στο εξωτερικό δεν είναι επειδή δεν είναι καλή τέχνη, αλλά γιατί οι μικρές γλώσσες χρειάζονται κρατική μέριμνα και υποστήριξη για να βγουν έξω από τον τόπο τους – όχι γιατί η ελληνική πραγματικότητα δεν ενδιαφέρει τους ξένους ή δεν τους είναι εξίσου αδιάφορη όσο τους είναι το νοτιοαφρικανικό apartheid, η αιγυπτιακή φτώχεια και κακομοιριά ή η βορειοαμερικανική παράνοια μιας κοινωνίας που σήπεται προοδευτικά.
Ναι! Σε μεγάλο βαθμό η απαξίωση της ελληνικής λογοτεχνίας από το κοινό είναι η οργή του Κάλιμπαν που βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
Να πω και τούτο. Ό,τι και να λέμε, όσο και να θέλουμε να μας γνωρίσουν έξω, το πραγματικό κοινό του συγγραφέα είναι το δικό του, το κοινό του τόπου του. Αυτό μπορεί να τον καταλάβει, αυτό μιλά την ίδια γλώσσα μαζί του και σε αυτό πρώτα και κύρια απευθύνεται. Αν το ελληνικό κοινό μας στρέφει την πλάτη στην ελληνική λογοτεχνία δεν είναι επειδή είναι στ’ αλήθεια δήθεν σε θέση να διαγνώσει τις ελλείψεις της τέχνης της, αλλά επειδή η πραγματικότητα που στήνουν μπρος στα μάτια του οι συγγραφείς είναι ενοχλητική. Ναι! Σε μεγάλο βαθμό η απαξίωση της ελληνικής λογοτεχνίας από το κοινό είναι η οργή του Κάλιμπαν που βλέπει το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
* Ο ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ είναι συγγραφέας. Το νέο του μυθιστόρημα με τίτλο Λάδι σε καμβά θα κυκλοφορήσει στις 27 Οκτωβρίου από τις εκδ. Μεταίχμιο.