Οι διαχρονικοί και οι αναλώσιμοι συγγραφείς. Τι ξεχωρίζει τους μεν από τους δε; Και ποιος αποφασίζει κάθε φορά ποιος ανήκει πού; «Κάθε ιστορική στιγμή ιεραρχεί τις αισθητικές της αξίες κινούμενη εντός ενός συγκεκριμένου ορίζοντα».
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Από όλους τους ορισμούς, όσοι ζητούν να περιγράψουν τι ξεχωρίζει τα λίγα βιβλία από το σωρό των ομοίων τους και τα φυγαδεύει απ’ τη λήθη, προσφυέστερος μου φαίνεται εκείνος του Μάρτιν Βάλζερ. Κατά τον Γερμανό πεζογράφο, αν κάτι διακρίνει τους διαχρονικούς συγγραφείς από τους άλλους, που η επήρειά τους στάθηκε χρονικά πεπερασμένη, είναι ότι τους πρώτους εξακολουθούμε να τους έχουμε ανάγκη. Όσο για τους υπόλοιπους, στην ουσία για μας δεν υπάρχουν. Στην καλύτερη περίπτωση, αν η πρώτη τους φήμη είχε σταθεί σημαντική, τους επιστρατεύουμε ενίοτε ως ιστορική πηγή. Ως τέτοια τους μνημονεύουμε και τους μελετάμε, αλλά η ανάγνωσή των έργων τους δεν μας παρέχει εκείνη την πρωτογενή, αδιαμεσολάβητη τέρψη που περιμένει κανείς από ένα πράγματι επίκαιρο λογοτεχνικό κείμενο.
Το ότι οι ανάγκες υπαγορεύουν τις προτιμήσεις μας, και όχι αντίστροφα, πρέπει ν’ ακούγεται σήμερα, εποχή της διαδεδομένης υποψίας, περίπου αυτονόητο. Λιγότερο αυτονόητες είναι οι λογικές συνέπειες ενός τέτοιου αξιώματος. Γιατί, ως γνωστόν, οι ανάγκες του κοινού διαρκώς μεταβάλλονται: Ό,τι είναι σήμερα en vogue, αύριο κιόλας είναι passé. Ήδη, απομακρυνόμενα από το χρονικό σημείο της συγγραφής τους, όλα τα έργα χάνουν σε αμεσότητα. Η γλωσσική τους επένδυση απαρχαιώνεται, η τεχνοτροπία τους, η τόσο καινοτομική κάποτε, καταντάει αναδρομικά τετριμμένη, όλο και περισσότερα πραγματολογικώς άδηλα σημεία υπονομεύουν για τον νεότερο αναγνώστη την απρόσκοπτη κατανόησή του περιεχομένου τους. Πώς λοιπόν υπάρχουν κείμενα που εξακολουθούν να μας είναι χρήσιμα, παρότι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις του κοινού που τα δεξιώνεται έχουν αλλάξει δραστικά από εκείνες της εποχής της γραφής τους;
Τα «αιώνια θέματα» της τέχνης είναι όντως «αιώνια» στον βαθμό που αποτυπώνουν ακριβώς τέτοια σταθερά και αενάως ανακυκλούμενα βιώματα. Αρκεί, λοιπόν, να ανασηκώσει κανείς το ιστορικό περιτύλιγμα, για να ανακαλύψει από κάτω τον ίδιο πάντοτε, βιωματικά αμετάβλητο άνθρωπο.
Απαντήσεις έχουν προταθεί πολλές. Μια πρώτη επιστρατεύει ανθρωπολογικά κυρίως επιχειρήματα: Τα ανθρώπινα βιώματα, όσα καλείται να θεματίσει η τέχνη, είναι πεπερασμένα τον αριθμό. Η απόσταση που χωρίζει τον κυνηγημένο Ορέστη από τον μαινόμενο Άμλετ, τον πλάνητα Αρχίλοχο από τον αλήτη Βιγιόν, την ερωτευμένη Σαπφώ από τον ερωτόληπτο Πετράρχη, μ’ όλες τους τις διαφορές, είναι σε τελευταία ανάλυση μικρή. Τα «αιώνια θέματα» της τέχνης είναι όντως «αιώνια» στον βαθμό που αποτυπώνουν ακριβώς τέτοια σταθερά και αενάως ανακυκλούμενα βιώματα. Αρκεί, λοιπόν, να ανασηκώσει κανείς το ιστορικό περιτύλιγμα, για να ανακαλύψει από κάτω τον ίδιο πάντοτε, βιωματικά αμετάβλητο άνθρωπο.
Μια δεύτερη απάντηση, αντίστροφη αυτή, μας προτείνει ως κριτήριο διαλογής την τεχνοτροπική δεξιότητα. Ένα έργο μορφικά κορυφαίο συμβαίνει κάποτε να μας συγκινεί ακόμη κι αν το αρχικό του περιεχόμενο μας είναι πλέον λίγο-πολύ αδιάφορο. Πόσοι αναγνώστες ενδιαφέρονται πράγματι σήμερα για την πατριδολατρία ενός Κάλβου ή ενός Σολωμού; Κι όμως, η «λυρική τόλμη» του ενός και ο «συνεχής αγώνας για την έκφραση» του άλλου, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, κρατάει ζωντανό το έργο τους, κάνοντάς μας να παραβλέπουμε ή να ξεχνάμε ολότελα τους σκοπούς που οι δημιουργοί του ζήτησαν μ’ αυτό να υπηρετήσουν. Τέτοια κείμενα συμμερίζονται καθώς φαίνεται τις περίπου υπερφυσικές ιδιότητες της ζωγραφικής ενός Μανουήλ Πανσέληνου, όπως τις είκασε κάποτε ο Οδυσσέας Ελύτης. Είναι τόση δηλαδή η εκφραστική τους δύναμη, ώστε «ενώ δεν υπάρχει Θεός, μας αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο».
Σε τελευταία ανάλυση, βέβαια, ούτε το ανθρωπογνωστικό βάθος ούτε η μορφική αρτιότητα αποτελούν αρετές ικανές από μόνες τους να περισώσουν ένα έργο στην αναγνωστική συνείδηση μιας άλλης εποχής. Αν ήταν έτσι ούτε ο Βολταίρος ούτε ο Μπρεχτ θα τολμούσαν ποτέ να απορρίψουν με τόση κατηγορηματική ευχέρεια μεγέθη σαν τον Πίνδαρο ή τον Σίλλερ αντίστοιχα. Πέρα από αυτές τις αρετές, ένα έργο για να διεκδικήσει διαχρονική εγκυρότητα, πρέπει επιπλέον να είναι κατ’ αρχήν συμβατό με τις αισθητικές αντιλήψεις μιας άλλης, μεταγενέστερης εποχής. Κι αυτό γιατί κάθε ιστορική στιγμή ιεραρχεί τις αισθητικές της αξίες κινούμενη εντός ενός συγκεκριμένου ορίζοντα. Τα κυριότερα γνωρίσματα αυτού του ορίζοντα είναι ο εθισμός και η αδράνεια: Προσδοκά κανείς ότι ήδη έχει συναντήσει, και τούτο σε βαθμό ευθέως ανάλογο προς τον βαθμό της εξοικείωσης μαζί του. Και αντιστρόφως: για να συναντήσει κανείς κάτι πραγματικά, αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται εκ προοιμίου στις αναγνωστικές του έξεις, ή έστω να μην τις αντιστρατεύεται ριζικά. Διαβάζει κανείς ό,τι περιμένει ήδη να διαβάσει, βλέπει ό,τι έχει κιόλας δει.
Προσδοκά κανείς ότι ήδη έχει συναντήσει, και τούτο σε βαθμό ευθέως ανάλογο προς τον βαθμό της εξοικείωσης μαζί του. Και αντιστρόφως: για να συναντήσει κανείς κάτι πραγματικά, αυτό πρέπει να ανταποκρίνεται εκ προοιμίου στις αναγνωστικές του έξεις, ή έστω να μην τις αντιστρατεύεται ριζικά. Διαβάζει κανείς ό,τι περιμένει ήδη να διαβάσει, βλέπει ό,τι έχει κιόλας δει.
Τώρα, κάθε τέτοιος ορίζοντας είναι εξ ορισμού στενός, αφού δεν περικλείει ποτέ το σύνολο των ιστορικά δοσμένων ή θεωρητικά δυνατών αισθητικών εμπειριών. Παραταύτα, όλες οι εποχές δεν κουράζονται να μας διαβεβαιώνουν ότι οι δικές τους επιλογές είναι οι μόνες «δίκαιες» ή «αιτιολογημένες». Έτσι, αποφάσεις πρόδηλα μεροληπτικές, υπαγορευμένες από πολεμικές ανάγκες, συχνά προσωπολατρικές ή και τυχαίες παρουσιάζονται ως αντικειμενικά πορίσματα ενός γούστου που αξιώνει εγκυρότητα δήθεν επιστημονική. Με πόση πεπεισμένη αφέλεια, οι τωρινοί κριτικοί μας δεν καταγγέλλουν τους παλαιότερους συναδέλφους τους ότι «υπερτίμησαν» ένα έργο, μόνο και μόνο επειδή οι ίδιοι το κρίνουν αδιάφορο. Πόσες φορές δεν τους ψέγουν επειδή «παραγνώρισαν» ή «αδίκησαν» έναν συγγραφέα, μόνο και μόνο επειδή αυτός έτυχε αργότερα να αποσπάσει την παραδοχή που οι συγκαιρινοί του του αρνήθηκαν.
Η σχετικότητα των κατεστημένων λογοτεχνικών αξιών έρχεται στην επιφάνεια μόνο όταν η ιεραρχία που συγκροτούν, ο εκάστοτε κανόνας, καταρρέει. Στις περιπτώσεις αυτές, οι ανατροπές στη σύγχρονη λογοτεχνική πράξη συμπαρασύρουν και τις θεωρούμενες πάγιες αξίες του παρελθόντος. Τότε ο ορίζοντας των αισθητικών προσδοκιών μας διαφοροποιείται διττά: Θετικά, με το να διευρύνεται προς κατευθύνσεις μέχρι τότε πρωτόγνωρες ή αναξιοποίητες· αποθετικά, με το να συρρικνώνεται, αφήνοντας εκτός οπτικού πεδίου ό,τι από τις παλαιές συμβάσεις δεν συμβιβάζεται πλέον με τις καινούργιες μας επιλογές.
Η σχετικότητα των κατεστημένων λογοτεχνικών αξιών έρχεται στην επιφάνεια μόνο όταν η ιεραρχία που συγκροτούν, ο εκάστοτε κανόνας, καταρρέει.
Φυσικά, για λόγους πολιτικά ευκατάληπτους, κανείς από τους ιδρυτές του νέου κανόνα δεν παραδέχεται ότι η διεύρυνση του αισθητικού ορίζοντα, όπως την ευαγγελίζεται, συνεπάγεται αυτόματα και την ανάλογη στένωσή του. Έτσι κι αλλιώς, όμως, κάτι τέτοιο θα ήταν ολωσδιόλου περιττό. Είτε για λόγους οικονομίας (κανείς δεν μπορεί να εκτιμά εξίσου τα πάντα) είτε προς όφελος του προσανατολισμού (ο πλουραλισμός εκτρέφει τη σύγχυση), ο αισθητικός μας ορίζοντας δεν μπορεί παρά να είναι περιορισμένος. Κατά τρόπο ειρωνικό, κάθε φορά που στρεφόμαστε προς καινούργιες κατευθύνσεις, χάνουμε απ’ τα μάτια μας πολλά από εκείνα που ως χθες ακόμη βλέπαμε καθαρά.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).