Σκέψεις για τη σχέση των παιδικών εκθέσεων με τη λογοτεχνία με αφορμή τα βιβλία: Robert Walser «Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ» (μτφρ. Απόστολος Στραγαλινός, εκδ. Κριτική), Ντίνος Χριστιανόπουλος «Μαθητικές εργασίες (1943-1948)» (εκδ. University Studio Press) και Marcello D' Orta «Εγώ ελπίζω να τη βολέψω – Εξήντα εκθέσεις παιδιών Δημοτικού» (μτφρ. Γιώργος Κασαπίδης, εκδ. Γνώση).
Του Παναγιώτη Γούτα
Ο αείμνηστος καθηγητής Γλωσσολογίας, ο Χρίστος Τσολάκης, σε μια διάλεξή του στο Γλήνειο Διδασκαλείο όπου ήμουν μετεκπαιδευόμενος, μας διάβασε μια έκθεση ενός μαθητή της περιφέρειας για να του πούμε τη γνώμη μας. Η έκθεση είχε γραφτεί στις 9 Δεκεμβρίου του 1966 και είχε ως θέμα «Τα πρώτα χιόνια». Μας διάβασε λοιπόν ο αγαπημένος μας καθηγητής το παρακάτω κείμενο:
«Από βραδύς είχε ξαστεριάν. Του προυί σκόνητι η μάναμ’ να πα να χέσι. Ανοίγι ντπόρτα Όπ! χιόνι! Σκοθήκαμι κι εμεί να κατρήσουμι. Τι καντς αι ικεί; Δε βλεπς που κατράς; Πάει του Χιόνι είπι η αδερφόζμ. Ύστερα πήγα στου παραθύρι κιέγλιπα του χιόνι. Αυτό ήταν του πρώτου χιόνι στου χουριού μ».
Την αρχική μας έκπληξη διαδέχθηκαν εκκωφαντικά γέλια. Ο Τσολάκης σοβάρεψε απότομα. «Μη γελάτε! Αυτό που ακούσατε είναι γνήσιος, πηγαίος λόγος μαθητή της περιφέρειας!». Μας μίλησε για τα χαρίσματα του κειμένου κι εμείς τον κοιτούσαμε δύσπιστοι κι απορημένοι. Λιτότητα, ζωντάνια, αυθορμητισμός, ντοπιολαλιά, σεβασμός στα στοιχεία της φύσης. Πήρα τον λόγο, λίγο να το παίξω έξυπνος, λίγο να του δείξω τάχα πως είχα μπει στο πνεύμα του. «Μπορούμε, κύριε καθηγητά, να μιλήσουμε και για λογοτεχνικές αρετές του κειμένου;» Ένας συνάδελφός μου, παρεξηγώντας τις προθέσεις μου μου πέταξε από δίπλα ψιθυριστά: «Κόψ’ το, τη χοντραίνεις την πλάκα!». Ο Τσολάκης γύρισε και μου απάντησε τελείως σοβαρά. «Δεν μπορώ να σου απαντήσω σ’ αυτό. Να είσαι, πάντως, βέβαιος πως πολλοί σημερινοί λογοτέχνες θα ήθελαν κάποτε να εκφραστούν όπως αυτός ο μικρός…»
Είκοσι ένα χρόνια μετά από αυτό το συμβάν, έπεσαν στα χέρια μου τρία βιβλία, δύο πρόσφατα κι ένα παλαιότερο, αναφορικά με παιδικές εκθέσεις, λογοτεχνών ή μαθητών, και σκέφτηκα να τα σχολιάσω, στη μνήμη του παλιού μου καθηγητή.
Όπως ο Γερμανοελβετός ζωγράφος Paul Klee μάς απέδειξε με τους πίνακές του, πως στη ζωγραφική το δυσκολότερο πράγμα είναι να ζωγραφίζεις όπως ένα μικρό παιδί, έτσι και ο Ρόμπερτ Βάλζερ (1878-1956) μας αποδεικνύει πως το δυσκολότερο, ίσως, πράγμα στη λογοτεχνία (ή έστω ένα από τα δυσκολότερα) είναι να ενδυθείς την περσόνα ενός μαθητή και να μιλήσεις με την αυθεντικότητα και την απλότητα της γλώσσας του. Αυτό κάνει και ο Βάλζερ, υποδύεται συγγραφικά έναν μαθητή που, παρά το μικρό της ηλικίας του, καταπιάνεται με μεγάλα θέματα της ζωής: Τη φιλία, τη φτώχεια, την ανθρωπιά, την αγάπη, τη φύση, τη μοναξιά. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε το 1904 υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό μεγάλα λογοτεχνικό μεγέθη της εποχής, όπως ο Κάφκα και ο Έρμαν Έσσε.
Στις παιδικές εκθέσεις του βιβλίου αυτού αντικατοπτρίζεται μια άδολη πίστη και αποδοχή στις αξίες της εποχής. Ο λόγος των εκθέσεων ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στην παιδική αφέλεια και απλότητα της σκέψης, και σε υψηλά νοήματα που, ωστόσο, ερεθίζουν την παιδική σκέψη. Η τελευταία αποτυπώνεται με πειστικότητα τόσο μέσα από τις συχνές αναρωτήσεις του μαθητή για την αλήθεια των πραγμάτων, μέσα από τις αναφορές στα θέματα των εκθέσεων ή στο πώς θα τις αντιμετώπιζε ο δάσκαλος, αλλά ακόμη και μέσα από κάποια βιαστικά κλεισίματα των εκθέσεων, επειδή δεν του έφτασε ο χρόνος ή χτύπησε το κουδούνι. Τα νοητικά ξεπετάγματα που αναφύονται στην αφήγηση από τον μικρό, φανερώνουν πως στην παιδική σκέψη, σε όλες τις εποχές, κρύβονται συχνά υψηλά νοήματα και ποιητικότητα, λόγω της απλότητας και αγνότητας των σκέψεων και των συναισθημάτων των μικρών παιδιών. Σε αρκετές εκθέσεις τονίζεται η κατεργαριά των μαθητών, που διαρκώς επιζητούν να ξεγελάσουν τον δάσκαλο, αλλά και το χάρισμα των δασκάλων να ξεφεύγουν από τις πονηριές και τις κατεργαριές των μαθητών τους.
Τα νοητικά ξεπετάγματα που αναφύονται στην αφήγηση από τον μικρό, φανερώνουν πως στην παιδική σκέψη, σε όλες τις εποχές, κρύβονται συχνά υψηλά νοήματα και ποιητικότητα, λόγω της απλότητας και αγνότητας των σκέψεων και των συναισθημάτων των μικρών παιδιών.
Ζουμερά, καλογραμμένα, αληθινά κείμενα, πολύπλοκα μέσα στην απλότητά τους, συνθέτουν αυτό το βιβλίο. Ο ήρωάς μας πιστεύει ακράδαντα πως είναι δοκιμιογράφος υψηλών προδιαγραφών – και μήπως δεν είναι; Στη σελίδα 33 εμπλέκεται το γράψιμο εκθέσεων με τη συγγραφή βιβλίων. Αντιγράφω: «Μα, μιλάω στον πληθυντικό; Τούτη είναι μια συνήθεια των συγγραφέων, και κάθε φορά που γράφω εκθέσεις αισθάνομαι σαν συγγραφέας». Τέλος, στην επόμενη σελίδα πληροφορούμαστε πως το 1904 ο γονείς διάλεγαν το επάγγελμα που θα ακολουθούσε μελλοντικά ένα παιδί, κάτι που είναι θεμιτό και αρεστό από τον μαθητή-συγγραφέα, που ωστόσο αντιμετωπίζει το όλο ζήτημα όχι με ηττοπάθεια, αλλά με περίσσια διπλωματία. Αντιγράφω σχετικά: «Είναι ασφαλώς θέμα προτίμησης και αρμοδιότητα των γονιών μας να μας διαλέξουν επάγγελμα. Εκείνοι ξέρουν καλύτερα ποιο είναι το κατάλληλο για εμάς. Κι αν κάποιο διαφορετικό από το επάγγελμα που αποφάσισαν να κάνουμε στη ζωή μας αποδειχθεί ότι μας ταιριάζει καλύτερα, υπάρχει πάντα χρόνος να μεταπηδήσουμε σ’ εκείνο αργότερα». Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως ο Ρόμπερτ Βάλζερ πέθανε το 1956 λησμονημένος, κατά τη διάρκεια ενός μοναχικού του περιπάτου στο χιόνι.
Οι «Μαθητικές εργασίες» του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Αν στο Οι εκθέσεις του Φριτς Κόχερ ο συγγραφέας υποδύθηκε έναν μαθητή που έγραφε εκθέσεις, στο Μαθητικές εργασίες (1943-1948) του Χριστιανόπουλου, έχουμε παιδικές και νεανικές εκθέσεις του ποιητή, που ωστόσο έχουν μεγάλο, κυρίως φιλολογικό, ενδιαφέρον, τόσο για τις απαρχές της συγκρότησης ενός ύφους και ενός στιλ από τον μετέπειτα ποιητή, όσο και για την καταγραφή του κοινωνικού και εκπαιδευτικού κλίματος της εποχής. Όπως εύστοχα επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του ΑΠΘ Δημήτρης Κόκορης, από τα πρώτα αυτά κείμενα του Χριστιανόπουλου ο αναγνώστης θα διακρίνει «υφολογικά και δομικά γνωρίσματα της προσωπικής του γραφής (ακριβολογία, κριτική διάθεση, πρώιμη ωριμότητα, λυρική διάθεση, βαθύς επηρεασμός από τον στρατευμένο χριστιανισμό, αγάπη προς τους γονείς, ηρωοποίηση των κοινωνικά απορριγμένων κ.τλ.)». Θα πρόσθετα και το στοιχείο της ζωοφιλίας αλλά και της προσήλωσης σε έναν στόχο ή σε κάποιο ηθικό χρέος.
Προσωπικά, αυτό που πιστεύω πως διαπνέει τις περισσότερες από τις παιδικές και νεανικές εκθέσεις του Θεσσαλονικιού ποιητή είναι αυτό το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας και η ζεστή, ιδιαίτερη ματιά του στους «τσαλακωμένους» της ζωής, ένα στοιχείο που, φυσικά, θα γιγαντωθεί στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Ενδιαφέρον, φυσικά, παρουσιάζει και η καταγραφή της εποχής από ιστορικής και κοινωνικής πλευράς, τα βιώματα του ποιητή από τη μετά τη γερμανική κατοχή κατάσταση στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά και ο τρόπος που λειτουργούσε τη δεκαετία του ’50 το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Μαθαίνουμε λοιπόν πως, την εποχή εκείνη μαθητές διάβαζαν και σχολίαζαν την έκθεση κάποιου συμμαθητή τους, γράφοντας στο τέλος το τελικό σχόλιο και την τελική εκτίμηση, κάτι που οπωσδήποτε διαμόρφωσε από τότε την κριτική ματιά και το οξύ πνεύμα του ποιητή, αφού διαπλάστηκε μέσα από τέτοιες εκπαιδευτικές διαδικασίες. Διαβάζουμε επίσης από τον Κόκορη (το γνωρίζαμε αυτό και από τις αυτοβιογραφικές σελίδες του Ντ. Χριστ.) πως ο ποιητής, από τα δεκατέσσερα ήδη χρόνια του είχε μοιράσει στους συμμαθητές του στο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης (υπάρχει και λειτουργεί και σήμερα επί της οδού Ικτίνου) δέκα τεύχη του περιοδικού «Χριστιανόπουλο» –προάγγελος ασφαλώς της ιστορικής «Διαγωνίου»–, που ο ίδιος, μέσα σε μια διετία, έγραψε με το χέρι του.
Μαθαίνουμε λοιπόν πως, την εποχή εκείνη μαθητές διάβαζαν και σχολίαζαν την έκθεση κάποιου συμμαθητή τους, γράφοντας στο τέλος το τελικό σχόλιο και την τελική εκτίμηση, κάτι που οπωσδήποτε διαμόρφωσε από τότε την κριτική ματιά και το οξύ πνεύμα του ποιητή...
Στο βιβλίο Μαθητικές εργασίες (1943-1948) μέσα από τις εκθέσεις και τις κριτικές αναλύσεις ποιημάτων, διακρίνουμε επίσης τη σταδιακή πνευματική ωρίμανση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, οδηγούμενος από απλοϊκά θέματα σε πιο σύνθετα, ακόμη και στον στρωτό, πάντα καλλιγραφημένο, ευανάγνωστο και ομοιόμορφο τρόπο γραφής του, που φαίνεται πως από τα δεκαεπτά του χρόνια και εντεύθεν τον διατήρησε αυτούσιο. Αυτά τα έντεκα αριθμημένα μικρά τετράδια, καπλαντισμένα από τον ίδιο τον ποιητή, δωρίστηκαν από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο το 2016 στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Α.Π.Θ., μαζί με το υπόλοιπο αρχείο του. Αντιγράφω την 5η έκθεση με τίτλο «Ο μικροπωλητής», ενδεικτική του πώς σκεπτόταν και τι απασχολούσε τον δεκαπεντάχρονο, Χριστιανόπουλο εκείνη την περίοδο (1946):
«Είναι μια τάξη ανθρώπων που καταδιωγμένοι απ’ τη δυστυχία, απ’ τη σκλαβιά, απ’ την πείνα, σα κυνηγημένα πουλιά, καταφύγανε στο επάγγελμα αυτό για να μείνουν στη ζωή. Είναι όλοι υπάρξεις πονεμένες, ψυχές που δοκιμάσανε την πίκρα της ζωής. Αν επιχειρούσαμε να τους ρωτήσουμε ποιοι είναι και γιατί κατάντησαν έτσι, τότε θα ξετυλίγουνταν μπροστά μας κρυφά δράματα και βουβά θα περνούσε σα κινηματογραφική ταινία μπρος μας όλη η δυστυχία, μ’ όλη την έκτασή της. Το παιδάκι που πουλάει απ’ τις 5 το πρωί τσιγάρα στους δρόμους, είναι ο γιος του ήρωα, που εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Το κορίτσι που πουλεί “φρέσκα κουλούρια”, είναι κόρη του άγνωστου στρατιώτη, πούπεσε ηρωικά στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο. Η γυναίκα πούχει στην καλαθούνα της δυο τρία λάχανα, είναι πρόσφυγας απ’ τη Θράκη, και της κάψαν το σπίτι. Κείνος ο γέρος που πουλάει κονσέρβες, ήταν κάποτε έμπορος τρανός, αλλά οι καταχτητές του λήστεψαν το κατάστημα. Τέλος, κείνος ο μαθητάκος –τον προδίδει το τριμμένο του μαθητικό πηλίκιο–, που στέκεται έξ’ απ’ το φούρνο κι αγοράζει ψωμιά, είναι γιος κάποιου που λύγισε στην πείνα του 41, και που αναγκάστηκε ν’ αφήση τα μαθητικά θρανία και να ριχτή στη δουλειά, για να συντηρήση τη δόλια μάνα του και τη μικρή του αδελφή. Να προχωρήσουμε; Αδύνατο! Ένα βιβλίο δε θα μας έφτανε για να τα γράψουμε. Ν’ αρκούμαστε μόνο σ’ αυτά».
Ο Ναπολιτάνος δάσκαλος Μαρτσέλο ντ’ Όρτα, έγινε κάποια στιγμή ο διασημότερος δάσκαλος της Ιταλίας δημοσιεύοντας αυτούσιες παιδικές εκθέσεις των μαθητών του, από το Δημοτικό Σχολείο του Αρζάνο. Ο ίδιος δηλώνει πως έκανε ελάχιστες παρεμβάσεις στον λόγο των παιδιών, αφήνοντας σκόπιμα τα λάθη και τις εκφραστικές ή συντακτικές παραφωνίες τους, για να διατηρήσει την αυθεντικότητα του παιδικού λόγου. Κείμενα ειλικρινή, ευφυέστατα, σπαρταριστά σε πολλά τους σημεία, φανερώνουν περίτρανα τον διαχωρισμό της Ιταλίας στον πλούσιο Βορρά και στον φτωχό, υποτιμημένο, στα όρια της ανοχής Νότο, όπου η μαφία, ο Μαραντόνα και το ποδόσφαιρο κυριαρχούν στη ζωή μεγάλων αλλά και μικρών.
Ο συγγραφέας στον πρόλογό του εκθειάζει τα προτερήματα του παιδικού λόγου μέσα από αυτές τις εκθέσεις (απόρροια της δωδεκαετούς του θητείας ως δασκάλου) διακρίνοντας πως αυτά τα πηγαία κείμενα αποτελούν: «μια σοφία και μια καρτερικότητα με αρχαίες ρίζες, ένα ανέμελο και γεμάτο έντονες συγκινήσεις κέφι στη λούμπεν προλεταριακή αθωότητά του, ένα καθημερινό, εύθυμο και ανελέητο χρονικό που ανοίγει μια ανήσυχη χαραμάδα στις συνθήκες ζωής του Νότου μας. Κάτι που μας προκαλεί να σκεφτούμε και που δύσκολα θα μας πρόσφερε με τόση αμεσότητα ένας σοβαροφανής τόμος κοινωνιολογίας». Το Εγώ ελπίζω να τη βολέψω, κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 1990, έχει φτάσει τις τριάντα εκδόσεις και έχει πουλήσει πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα παγκοσμίως. Αντιγράφω δυο από τις εκθέσεις, ενδεικτικές του ύφους του βιβλίου:
Παρουσιάστε τον πατέρα σας
«Ο πατέρας μου κάνει το χαρτονά. Πηγαίνει και μαζεύει τα χαρτόνια στις νύχτες. Καμιά φορά πηγαίνω κι εγώ μαζί του και πηγαίνουμε με το μηχανάκι. Ο πατέρας μου δεν ξέρω πόσο χρονών είναι, αλλά δεν είναι πάρα πολύ γέρος: είναι και λίγο νέος! Αυτός το πρωί κάνει μια άλλη δουλειά, και μετά κάθεται το απόγευμα, κοιμάται λίγο, τρώει, και μετά βγαίνει τη νύχτα και πηγαίνει για χαρτόνια. Ο πατέρας μου δεν είναι πολύ γέρος, αλλά είναι καράφλας, το κεφάλι του είναι σαν καρπούζι; Την Κυριακή μας πηγαίνει στην εκκλησία. και μας αγαπάει. Εμείς στην πλατεία παίζουμε με τα άλλα παιδιά, μετά αυτός αγοράζει γλυκά. Ο πατέρας μου είναι πολύ φτωχός, τα χαρτόνια δε φτάνουνε, γι’ αυτό τσακώνεται πάντα με τη μαμά μου. Το Πάσχα αυτός φέρνει στο σπίτι το αρνί για να το σφάξουμε, αλλά πάντα το λυπόμαστε, και στο τέλος το χαρίζουμε πάντα. Έτσι αυτός τσακώνεται άλλη μια φορά με τη μαμά μου που του λέει: –Τι σκατά το φέρνεις κάθε χρόνο αυτό το αρνί που είναι σαν και σένα. τι άντρας είσαι που δεν έχεις το κουράγιο να το σφάξεις;! Θα σε σφάξω εγώ φουκαρά μου». (σελ. 36)
Περιγράψτε το σχολείο σας
«Το σχολείο μου ειναι παλιό, σαραβαλιασμένο. Γεμάτο με τρύπες στους τοίχους. Οι αίθουσες είναι βρώμικες, χωρίς πίνακα, με τα θρανία όλα σπασμένα... Όταν ανοίγουμε τα συρτάρια από τις έδρες βγαίνουνε αράχνες. Οι καμπινέδες είναι όλοι χαλασμένοι, οι βρύσες δεν τρέχουνε νερό, οι καμπινέδες βρωμάνε. Οι επιστάτες δεν κάνουνε τίποτα από το πρωί μέχρι το βράδυ, ο διευθυντής είναι ένας χαζός που δεν ξέρει να κάνει κουμάντο. Αυτός φοβάται τις μαμάδες που είναι στρίγκλες και τους επιστάτες, που είναι όλοι εγκληματίες. Στο σχολείο μου κάνει κουμάντο ο επιστάτης. Ο επιστάτης είναι κάτι σα ληστής, και όλοι τρέμουνε μπροστά του. Ο δάσκαλός μου τον σιχαίνεται. Εγώ σε μένα μου φαίνεται χίλια χρόνια που πηγαίνω σ’ αυτό το σχολείο. Τα παιδιά είναι κακά, κατουράνε στους νεροχύτες, βουλώνουνε τους καμπινέδες. Το σχολείο μου είναι μια Κόλαση. Αυτό ονομάζεται δημοτικό Σχολείο “Νικολό Τομαζέο”». (σελ. 43)
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με διηγήματα «Η εγγύτητα των πραγμάτων» (εκδ. Νησίδες).