Η γειτονιά μου, το Χαριλάου. Πενήντα χρόνια μετά, όλα αλλάζουν, όλα ίδια μένουν.
Του Παναγιώτη Γούτα
μνήμη Άλκη Καμπανού
Παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον φόνο του δεκαεννιάχρονου οπαδού του Άρη, του Άλκη, από τον αδίσταχτο εικοσιτριάχρονο μακελάρη, επί της οδού Πλαστήρα, στου Χαριλάου, γύρισα νοερά σχεδόν πενήντα χρόνια πίσω. Δυο τετράγωνα παρακάτω, στο παρκάκι της οδού Μαρασλή, δεκάχρονο σχεδόν αγόρι, γυρνούσα από το γήπεδο του Άρη με το ασπρόμαυρο κασκόλ στον λαιμό, όταν μου την έπεσαν τρεις γνώριμοί μου αληταράδες, γνωστοί νταήδες στις αλάνες και στα σφαιριστήρια της γειτονιάς, αρκετά χρόνια μεγαλύτεροί μου. Μου άρπαξαν τότε το κασκόλ, ο ένας έβγαλε από την τσέπη του έναν αναπτήρα κι ο δεύτερος τέντωνε το κασκόλ για να το κάψει. Ο τρίτος μου ’ριξε μια ξεγυρισμένη σφαλιάρα λέγοντάς μου:
–Αυτό, κωλότουρκε, για να μάθεις να γυρνάς έτσι στου Χαριλάου!
Έβαλα τα κλάματα. Δεν γνωρίζω το τι θα επακολουθούσε αν δεν εμφανιζόταν στη στιγμή κι ο τέταρτος της παρέας, ένα φτωχόπαιδο, κάποια χρόνια μεγαλύτερος μου, που ο παππούς μου ο Γιώργος τού έδινε συχνά χρήματα και, κάποιες φορές, έστελνε τρόφιμα στην άνεργη, χήρα μητέρα του, που φυτοζωούσε σε μια χαμοκέλα σε μία πάροδο της Μαρασλή. Με αναγνώρισε, «αφήστε το παιδί, είναι γνωστός μου!» είπε και οι νταήδες σταμάτησαν τη δράση τους. Πήρα το μισοκαμένο κασκόλ στα χέρια και, με δάκρυα στα μάτια, επέστρεψα στο σπίτι μου, που ήταν διακόσια μέτρα παρακάτω, διηγούμενος στους γονείς μου το τι είχε συμβεί. Το παραπάνω περιστατικό το κατέγραψα, εδώ και είκοσι χρόνια, σε αφήγημα, στο δεύτερό μου βιβλίο, όμως σαν παλιά πληγή και σαν ουλή που κακοφορμίζει με τον καιρό, ακόμα με βασανίζει. Ιδίως όταν συναντώ και σήμερα τους τότε νταήδες στην ίδια γειτονιά να περιφέρονται αμέριμνοι ή να ψωνίζουν από τα ίδια καταστήματα που ψωνίζω κι εγώ.
Τότε, βέβαια, τα χρόνια, τουλάχιστον αναφορικά με την εξωγηπεδική βία, ήταν πιο ανώδυνα σε σχέση με τα τωρινά. Κάποια ηχηρή σφαλιάρα, μια ξώφαλτση μπουνιά, πολλά φτυσίματα, πετροπόλεμος, καφέδες να εκτοξεύονται στα απέναντι διαζώματα των γηπέδων και οι γνώριμες βρισιές –κυρίως σεξουαλικού περιεχομένου– δονούσαν την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα. Όλη η ένταση και η βία εξαντλούνταν στις ιαχές «μωαμεθανοί!» ή «σκουλήκια!», σε κάποιες οπαδικές συρράξεις, σε εικονικές κηδείες με συγχωροχάρτι του τύπου «Κηδεύομε σήμερα τον προσφιλή συντοπίτη Άρη…» ή εν χορώ αναφωνήσεις «Εδώ εις τον Βορρά, σήμερα κηδεύουμε τη λαχαναγορά!» και «δέκα χρόνια γκόμενες!» ως ανταπάντηση από την αντίπαλη μεριά, αρκετές σπασμένες τζαμαρίες καταστημάτων και κανένα αναποδογυρισμένο ή καμένο αυτοκίνητο. Αυτά όλα κι όλα. Όμως, την επομένη, στην πόλη, αρειανοί και παοκτσήδες μονοιασμένοι. Τότε η αλητεία ήταν ακόμη χύμα και ανοργάνωτη. Δεν υπήρχαν οργανωμένοι στρατοί οπαδών και τάγματα εφόδου, όπως σήμερα, και μάλιστα με την ανοχή, συχνά, των παραγόντων κάποιων ομάδων.
Η γειτονιά του (η γειτονιά μας θα έλεγα) μού είναι ιδιαιτέρως γνώριμη, περνώ από ’κει μέρα παρά μέρα κατηφορίζοντας προς το διαμέρισμα της μητέρας μου. Απέναντι υπάρχει Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο, κι εκεί στο μοιραίο πεζούλι, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ μαζεύονται αγόρια και κορίτσια της περιοχής για φλερτ, κουβεντούλες, αμήχανες συζητήσεις, γέλια και αστεία.
Σοκαρίστηκα με τον νεκρό έφηβο, γιατί το τέλος του ήταν πραγματικά εφιαλτικό. Και αποτρόπαιο. Κόπηκε από δρεπάνι η μηριαία αρτηρία του και πέθανε αβοήθητος από ακατάσχετη αιμορραγία, δωδεκάμισι η ώρα το βράδυ, σ’ ένα ευρύχωρο πεζούλι πολυκατοικίας. Η γειτονιά του (η γειτονιά μας θα έλεγα) μού είναι ιδιαιτέρως γνώριμη, περνώ από ’κει μέρα παρά μέρα κατηφορίζοντας προς το διαμέρισμα της μητέρας μου. Απέναντι υπάρχει Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο, κι εκεί στο μοιραίο πεζούλι, μεσημέρι-απόγευμα-βράδυ μαζεύονται αγόρια και κορίτσια της περιοχής για φλερτ, κουβεντούλες, αμήχανες συζητήσεις, γέλια και αστεία. Το σημείο των ραντεβού των εφήβων της περιοχής. Εκεί ο ανυποψίαστος Άλκης αντάμωσε τον Χάρο. Ο Χάρος ο ίδιος, προσωποποιημένος, με κουκούλα και δρεπάνι στο χέρι, όπως παριστάνεται σε ασπρόμαυρες γκραβούρες του δέκατου όγδοου και του δέκατου ένατου αιώνα, ήρθε ύπουλα και τον αφάνισε. Κι εκεί το αγόρι άφησε την τελευταία του πνοή από ανθρωποειδή που αυτοπροσδιορίζονται ως οπαδοί του ΠΑΟΚ. Οι θαυμαστές και οι λάτρεις της ιστορίας του προσφυγικού σωματείου της πόλης μας που ξέρει καλά από πόνο, εγκατάλειψη, δυστυχία και ξεριζωμό, ξερίζωσαν τη ζωή ενός νέου παιδιού, εγκαταλείποντάς τον στην πεζούλα των ονείρων και των ερώτων του, και σκορπώντας πόνο και δυστυχία στην οικογένειά του και στους αγαπημένους του φίλους.
Τρεις μέρες μετά το μακελειό, το νεαρό αγόρι ήρθε στον ύπνο μου ολοζώντανο, με όλη τη φλόγα της νιότης του να λαμπυρίζει στα μάτια του:
– Γιατί δεν ήσουν εκεί να τους εμποδίσεις; με ρώτησε με ένα παράπονο στη φωνή του.
Δεν ήξερα τι να του απαντήσω.
Όταν ξύπνησα, το πρωί, ήμουν ράκος. Δεν είχα το κουράγιο να σύρω τα πόδια μου για τη δουλειά μου.
Το ίδιο κιόλας απόγευμα βρήκα σ’ ένα συρτάρι το παλιό, μισοκαμένο κασκόλ, το έχωσα στον κόρφο μου και κίνησα για το γνωστό σημείο. Κάπως έτσι βάδιζα και πριν από μισό αιώνα, έξω από το γήπεδο του Άρη, για να δω την αγαπημένη μου ομάδα, από φόβο μη μου την πέσουν από τα γύρω στενά οι «αλήτες με τα κίτρινα».
Στο σημείο του θανάτου του Άλκη, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες κίτρινα κασκόλ, κι άλλα τόσα αναμμένα κεράκια και δεκάδες σημειώματα, είχαν σχηματίσει ένα ιδιότυπο μνημείο πόνου, σπαραγμού και οδύνης για το αδικοχαμένο παιδί.
Έσκυψα ευλαβικά στον σωρό και απίθωσα στη μνήμη του το καψαλισμένο κασκόλ του παρελθόντος. Στο σημείο που θερίστηκαν τα νιάτα ενός αθώου ανθρώπου, εναπόθεσα τα δικά μου νιάτα. Το κασκόλ ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα – ασπρόμαυρο και παλιό σε μια στοίβα ολοκαίνουριων κίτρινων λάβαρων. Με μαγκωμένη καρδιά έγραψα με στιλό στο χοντρό βιβλίο των αφιερώσεων: «Άλκη, θα είμαι πάντα εδώ!». Αμίλητος το κίνησα για το σπίτι μου.
Αν, κατά τη διάρκεια της επιστροφής, μου την έπεφτε σε κανένα στενό κάποιος μυστήριος και σκοτεινός τύπος ζητώντας επίμονα να μάθει τι ομάδα είμαι, ίσως με τα χείλη του ανυποψίαστου αγοριού και να του απαντούσα:
– Είμαι Άλκης!
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με διηγήματα «Η εγγύτητα των πραγμάτων» (εκδ. Νησίδες).