Σκέψεις και σημειώσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ελληνικού δοκιμίου.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
1. Υπήρξε δοκιμιακός λόγος προ δοκιμίου; Πατέρας του όρου θεωρείται ο Μισέλ ντε Μονταίν τον 16ο αιώνα, αλλά αν δεν δεχόμαστε την ιδέα ότι οι λέξεις γεννούν τα πράγματα, υπάρχουν όντως κείμενα ικανά να διεκδικήσουν τον τίτλο και πριν την επίσημη καθιέρωσή του, δοκίμια avant la lettre. Έντεχνος λόγος, στοχαστική διάθεση, ύφος προσωπικό, μη μυθοπλαστικό περιεχόμενο, τάση προς διδαχή, και τα πέντε αυτά κύρια γνωρίσματα που γενικά αποδίδονται στο δοκίμιο συνδυασμένα είναι προφανές ότι απαντούν σε μεγάλα κείμενα της ευρωπαϊκής παράδοσης πολύ πριν από την Αναγέννηση. Οι διάλογοι του Πλάτωνα ή του Πλουτάρχου, οι λόγοι του Δημοσθένη ή του Κικέρωνα, οι επιστολές του Παύλου ή του Αβελάρδου είναι τέτοια, avant la lettre δοκίμια. Αρκεί να διαβάσει κανείς τον λόγο Προς τους νέους, για τα ελληνικά γράμματα, του Μεγάλου Βασιλείου για να διαπιστώσει σε ποια παράδοση πατάει ο πυργοδεσπότης της Δορδόνης. Ειδικά η τάση της δοκιμιογραφίας προς τη διδαχή τη φέρνει στη γειτονιά της διδακτικής λογοτεχνίας: τι άλλο είναι το Περί της φύσεως των πραγμάτων του Λουκρήτιου αν όχι φιλοσοφικό δοκίμιο;
2. Υπάρχει δοκιμιακός λόγος εκτός δοκιμίου; Ο αναγνώστης των μυθιστορημάτων του Μίλαν Κούντερα, ο αναγνώστης των ποιημάτων του Φίλιπ Λάρκιν γνωρίζει πως ναι. Ο Τολστόι ή ο Μπαλζάκ ποικίλλουν με δεκάδες σελίδες δοκιμιακού τύπου στοχασμών τα βιβλία τους και ο Αλεξάντερ Πόουπ τιτλοφορεί ένα από τα σημαντικότερα ποιήματά του «δοκίμιο»: Essay on man. Όπως ακριβώς ο Παπαδιαμάντης θεωρείται, και δικαίως, ποιητής παρότι δεν γράφει λυρική ποίηση, έτσι και μερικοί από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους μας θα πρέπει να αναζητηθούν εκτός του χώρου της συνήθους δοκιμιογραφίας.
Όπως ακριβώς ο Παπαδιαμάντης θεωρείται, και δικαίως, ποιητής παρότι δεν γράφει λυρική ποίηση, έτσι και μερικοί από τους σημαντικότερους δοκιμιογράφους μας θα πρέπει να αναζητηθούν εκτός του χώρου της συνήθους δοκιμιογραφίας.
3. Ο προσδιορισμός «λογοτεχνικό» πριν απ’ τη λέξη δοκίμιο εξυπονοεί προφανώς ότι πέραν του λογοτεχνικού υπάρχει και ένα άλλο δοκίμιο, χωρίς ιδιάζουσα ή σημαντική λογοτεχνική ποιότητα: το επιστημονικό, ιστορικό, φιλοσοφικό ή άλλο δοκίμιο. Η διάκριση των δύο δεν είναι εύκολη. Πράγμα που εξηγεί ίσως γιατί οι περισσότεροι δοκιμιογράφοι πατούν σε δύο βάρκες, μεταξύ αναφορικού περιεχομένου και έντεχνου λόγου. Αν δεν αποδειχθούν καλοί ισορροπιστές, ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν να πέσουν στο νερό.
4. Η νεώτερη ελληνική δοκιμιογραφία έχει στις απαρχές τον άνθρωπο που θεμελιώνει και τη νεώτερη ελληνική ποίηση: τον Διονύσιο Σολωμό. Ωστόσο και ο προηγηθείς Νεοελληνικός Διαφωτισμός έχει να επιδείξει έργα σημαντικά: η Απολογία του Μοισιόδακος λ.χ. έχει δοκιμιακές αρετές, όπως και ένια κείμενα του Κοραή, του Βηλαρά, του Βούλγαρη, του Ανθρακίτη. Ο σολωμικός Διάλογος όμως είναι το πρώτο κλασικό δοκίμιο της λογοτεχνίας μας, για καιρό ίσως το μόνο. Γενικά η σχέση του δοκιμίου προς τον λυρισμό είναι ιδιαίτερα στενή, στενότερη από την ανάλογη σχέση του δοκιμίου προς την αφήγηση και το δράμα. Πολλοί σημαντικοί δοκιμιογράφοι μας ή είναι και οι ίδιοι ποιητές ή γράφουν για την ποίηση. Και εκτός Ελλάδος, οι μεγάλοι ποιητές που είναι και μεγάλοι δοκιμιογράφοι είναι λεγεώνα: Πωλ Βαλερύ, Τ. Σ. Έλιοτ, Οκτάβιο Πας, Όσιπ Μαντελστάμ, Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, για να μείνω σε μερικά μόνο ονόματα.
5. Δοκίμιο που δεν θέλγει και δεν πείθει την ίδια στιγμή, δεν μπορεί να υπάρξει, όμως η δοσολογία των δύο αυτών συστατικών του, της θέλξης και της πειθούς, ποικίλλει. Υπάρχει δοκιμιογραφία πρωτίστως αποδεικτική, βασιζόμενη στη δύναμη του επιχειρήματος και την αναλυτική οξυδέρκεια του συγγραφέα. Υπάρχει και δοκιμιογραφία εκφραστική, που γοητεύει χάρη στη δύναμη της γλώσσας και την υποβλητικότητα του ύφους κυρίως. Ο πρώτος Παπαγιώργης με αυτή την έννοια είναι δοκιμιογράφος κυρίως εκφραστικός, ο Κονδύλης αντίθετα, όπου δοκιμιογραφεί, αποδεικτικός. Ο Δημαράς ξεκινά ως δοκιμιογράφος εκφραστικός με το Δοκίμιο για την ποίηση, εξελίσσεται όμως σε δοκιμιογράφο αποδεικτικό στην συνέχεια. Ο Σεφέρης και ο Λορεντζάτος είναι συγγραφείς εκφραστικοί, το ύφος στα δοκίμιά τους πρωταγωνιστεί. Αλλά και μονόπλευροι, η altera pars σπανίως μετράει στις αναπτύξεις τους, αν δεν παραθεωρείται κιόλας εκ προοιμίου. Ο Παλαμάς, αντίθετα, στο καλύτερο κομμάτι του κριτικού του έργου είναι περιεκτικά αποδεικτικός, η γνώμη του είναι θεμελιωμένη πάνω σε μια εντυπωσιακή, και έκτοτε ανεπανάληπτη στα καθ’ ημάς, εποπτεία της αισθητικής γραμματείας των αιώνων. Πίσω του έχει την παράδοση ενός Πολυλά και ενός Καλοσγούρου. Ο Παπαϊωάννου και ο Τσάτσος νοιάζονται ιδιαίτερα για τη συνοχή των επιχειρημάτων τους, ο Καπετανάκης, ο Σαραντάρης, ο Κανελλόπουλος, ο Μαλεβίτσης λιγότερο, ο Ράμφος, ο Γιανναράς, ο Λεμπέσης συχνά ρίχνουν το βάρος τους στην λάμψη της μεμονωμένης φράσης. Ο Ροΐδης, ο Γαβριηλίδης, ο Ψυχάρης, ο Τερζάκης, ο Θεοτοκάς, ο Ελύτης, ποιος λίγο ποιος πολύ, είναι όλοι τους πάνω απ’ όλα στυλίστες: γητευτές. Ο Γιαννόπουλος και ο Δραγούμης επίσης, αλλά λιγότερο απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Με τον Αλεξίου, τον Μαρωνίτη, τον Βαγενά, τον Ζουμπουλάκη συμβαίνει το ανάποδο: ακόμη και τα πιο στεγνά γραψίματά τους είναι όλο ύφος. Ο Κοτζιάς και ο Μπουκάλας είναι εξαίρετα αποδεικτικοί όταν το επιθυμούν, ενίοτε και ο Καψάλης. Ο Ξενόπουλος είναι πειστικά γλαφυρός, ο Άγρας είναι γλαφυρά πειστικός. Ο Καραντώνης είναι και εκφραστικά δυνατός, ο Φώτος Πολίτης ακόμη περισσότερο. Ο Ζαμπέλιος παλινωδεί διαρκώς μεταξύ έκφρασης και ιδέας. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ίσως ο κορυφαίος δοκιμιογράφος της νεώτερης γλώσσας μας, ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα τους.
Ο Σεφέρης και ο Λορεντζάτος είναι συγγραφείς εκφραστικοί, το ύφος στα δοκίμιά τους πρωταγωνιστεί. Αλλά και μονόπλευροι, η altera pars σπανίως μετράει στις αναπτύξεις τους, αν δεν παραθεωρείται κιόλας εκ προοιμίου.
6. Γενικά, η ρίζα του νεώτερου ελληνικού δοκιμίου είναι διπλή: από τη μια έχουμε το ιστορικό, από την άλλη το λογοτεχνικό/κριτικό δοκίμιο. Το επιστημονικό δοκίμιο είναι είδος σε έλλειψη, το φιλοσοφικό δοκίμιο είδος εν ανεπαρκεία. Το πολιτικό δοκίμιο, η πολιτική ρητορική πρωτίστως, είναι ελάχιστα προσεγμένο, την (παλαιότερη) εκκλησιαστική ρητορική τη γνωρίζουμε κάπως καλύτερα. Ο απίστευτος πλούτος που κρύβει ο ελληνικός Τύπος των δύο αυτών αιώνων (επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, πολεμικές, ταξιδιωτικά, ρεπορτάζ) θα χρειαζόταν συστηματική ανασκαφή ώστε να ξανάρθει στο φως. Αλλά όταν τα δύο τρίτα των άρθρων του Παλαμά παραμένουν ως τώρα αθησαύριστα (ευτυχώς, λόγω των νέων Απάντων, όχι για πολύ ακόμη) σε τι μπορεί να προσδοκά κανείς; Κι από όλα αυτά που εναποτίθενται καθ’ ημέραν στα ψηφιά του διαδικτύου, προώρισται άραγε κάτι αύριο να διασωθεί;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η συλλογή δοκιμίων «Τι είναι και τι δεν είναι η ποίηση» (εκδ. Μικρή Άρκτος).