Σκέψεις με αφορμή τα 60 χρόνια από τη συγγραφή του βιβλίου του Γιώργου Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» (εκδ. Κέδρος). Φωτογραφία © Ανδρέας Μπέλιας.
Του Παναγιώτη Γούτα
Ακριβώς πριν από εξήντα χρόνια ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου άρχισε να γράφει το πρώτο του πεζογραφικό πόνημα, που τον καθιέρωσε ως σπουδαίο πεζογράφο – μιλώ φυσικά για τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο, που ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1964, στο Καστρί Κυνουρίας, όπου είχε πρωτοδιορισθεί ο συγγραφέας, αλλά και στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου στάλθηκε κατόπιν, για δύο χρόνια.
Το βιβλίο αυτό με το οποίο ο Ιωάννου εγκαινιάζει τη βιωματικής γλώσσας πεζογραφία του υπήρξε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα από τα πρώτα αγαπημένα μου αναγνώσματα (μαζί με το Ζητείται ελπίς του Σαμαράκη και Το τελευταίο αντίο του Βασιλικού), που προσδιόρισε και κατηύθυνε σε μεγάλο βαθμό και τη δική μου πεζογραφική πορεία, τουλάχιστον των δύο πρώτων μου βιβλίων. Όπως και ο Ιωάννου, απέφυγα κι εγώ να χαρακτηρίσω τα πρώτα κείμενά μου ως «διηγήματα» (τα είπα «αφηγήματα»), ακολουθώντας το παράδειγμα και την προβληματική του αγαπημένου μου συγγραφέα. Εδώ να διευκρινίσω πως ο χαρακτηρισμός της συλλογής Για ένα φιλότιμο από τον ίδιο τον Ιωάννου ως «πεζογραφήματα» υπήρξε εύστοχος και σοφός. Έγινε αντικείμενο συζητήσεων από φιλολόγους και μελετητές ως προς το τι αντιπροσωπεύει αυτός ο όρος. Εν ολίγοις, ο ουδέτερος χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» αποδίδει και αποτυπώνει θαυμάσια αυτό το μικτό, τελείως προσωπικό στιλ και ιδιαίτερο ύφος των κειμένων – κάτι ανάμεσα σε δοκίμιο, αφήγημα, εξομολόγηση, χρονικό και μαρτυρία, τίποτα απ’ όλα αυτά αλλά και όλα μαζί τα παραπάνω, κάτι τελείως πρωτοποριακό για την εποχή του.
Ο ουδέτερος χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» αποδίδει και αποτυπώνει θαυμάσια αυτό το μικτό, τελείως προσωπικό στιλ και ιδιαίτερο ύφος των κειμένων – κάτι ανάμεσα σε δοκίμιο, αφήγημα, εξομολόγηση, χρονικό και μαρτυρία, τίποτα απ’ όλα αυτά αλλά και όλα μαζί τα παραπάνω, κάτι τελείως πρωτοποριακό για την εποχή του.
«Διψώ για εξομολόγηση…»
Το στίγμα του βιβλίου, που με πολλή συγκίνηση ξαναδιάβασα πρόσφατα για πολλοστή φορά, νομίζω πως συμπυκνώνεται στην τελευταία παράγραφο του πεζογραφήματος «Ώρα για το κουκούλι». Σας το μεταφέρω αυτούσιο:
«Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως».
Τα είκοσι δύο κείμενα του βιβλίου αποτελούν ένα μικρό βιωματικό ορυχείο. Κείμενα απλά (όχι απλοϊκά) αλλά απαιτητικά στην προσέγγισή τους, αρσίζικα θα τα χαρακτήριζα δανειζόμενος τη λέξη από ποίημα του Χριστιανόπουλου, γραμμένα από έναν άνθρωπο μοναχικό αλλά όχι αποκομμένο από τη ζωή, που λατρεύει να καταγράφει τους λαϊκούς κι αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, καυτηριάζει και στηλιτεύει τους «χαλασμένους», κατά τη γνώμη του, αστούς, τους πλαδαρούς μορφωμένους και τους άνοστους συγγραφείς, με τους οποίους αναγκαστικά συγχρωτίστηκε για μεγάλο μέρος της ζωής του, ενώ παράλληλα αξιοποιεί θαυμάσια μνήμες από την Κατοχή, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων, τη φτώχεια, τη στέρηση, τις εκτελέσεις νέων παιδιών από τους Γερμανούς, αλλά και τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των κατακτημένων. Παράλληλα, όμως, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί ένα ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης του ’50 και του ’60, της πόλης δηλαδή που μεγάλωσε και ανδρώθηκε συγγραφικά ο Ιωάννου, γνωρίζοντας κάθε της γωνιά, κάθε της εκκλησία, κάθε της πλατεία σπιθαμή προς σπιθαμή.
Το εν λόγω βιβλίο αποτελεί ένα ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης του ’50 και του ’60, της πόλης δηλαδή που μεγάλωσε και ανδρώθηκε συγγραφικά ο Ιωάννου, γνωρίζοντας κάθε της γωνιά, κάθε της εκκλησία, κάθε της πλατεία σπιθαμή προς σπιθαμή.
Κείμενα για τα κελιά της δημιουργικής απομόνωσης, για την απέχθειά του στις κότες, τα λαϊκά σινεμά, τα εβραίικα μνήματα, τον φόβο του ύψους που συνοδευόταν από πανικό και αϋπνίες, τους σφάχτες ζώων που εύκολα τους διακρίνει ο φίλος του και οι οποίοι είναι πολύ προσεκτικοί με τα εκτεθειμένα μαχαίρια, τη βυζαντινή και τη σύγχρονη ιστορία της πλατείας Δικαστηρίων, την ικανότητά του να διακρίνει την καταγωγή των ανθρώπων στους προσφυγικούς συνοικισμούς από τις κουβέντες ή τις κινήσεις τους, τον φίλο του, τον Μπάτη, που οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει μπροστά στο σπίτι του προς παραδειγματισμό της γειτονιάς, τους ψύλλους της Βεγγάζης που προτιμούν για αφαιμάξεις τρυφερά δέρματα λευκών παρά έγχρωμων ανθρώπων, μια σκληρή κατοχική μνήμη φόβου και στέρησης στον σταθμό του Άδενδρου, έξω από τη Θεσσαλονίκη, μια ανακομιδή οστών ενός άτυχου νέου που σκοτώθηκε από τους Γερμανούς και η οποία γίνεται παρουσία τουριστών που αγνοούν τα γεγονότα και καγχάζουν, αλλά και αρκετά ακόμη θέματα περιλαμβάνονται σ’ αυτή τη συλλογή.
Πρώτη έκδοση: 1964 Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη. Έκτοτε το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος. |
Ένας μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας
Ο Ιωάννου, ευρισκόμενος ακόμη στην πρώτη του συγγραφική φάση, εκεί όπου κυριαρχούν οι τύψεις, οι ενοχές και η εσωστρέφεια και όπου η ερωτική του κλίση είναι ακόμη έντεχνα καμουφλαρισμένη, επενδύει γόνιμα στη δύναμη της εξομολόγησης για να αξιοποιήσει το πλούσιο βιωματικό του νταμάρι και να καταγράψει τις τραυματικές μνήμες μιας σκληρής εποχής, όπου κυριαρχούν η στέρηση, ο φόβος και η απώλεια. Περιπλανιέται από τόπο σε τόπο κι από το παρελθόν στο παρόν (ή και το αντίστροφο), πηδάει από τη μία παρατήρηση στην άλλη, από τη μία σκέψη και μνήμη στην άλλη, αποδεικνύοντάς μας πως ένας συγγραφέας γράφει καλύτερα για τον γενέθλιο τόπο του αν αντικρίζει πρόσωπα και καταστάσεις από απόσταση – τόσο τοπική όσο και χρονική. Η διεισδυτική του ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις, στους ανθρώπους της λαϊκής αλλά και της αστικής τάξης, αλλά και στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης στην ολότητά της είναι μοναδική.
Γοητευτικός αφηγητής, βαθύς ψυχογράφος και, παράλληλα, καταγραφέας της ανθρώπινης ιστορίας διά της μνήμης, τρεις ιδιότητες συμπυκνωμένες σ’ εκείνην του συγγραφέα. Ενός συγγραφέα που, αν και μπαγιάτης [1] (αφού γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες), έχει το διαχρονικό προνόμιο να μην μπαγιατεύουν ποτέ τα κείμενά του με τον χρόνο, αλλά να παραμένουν εύγεστα, φρέσκα και χυμώδη, προκαλώντας αναγνωστική απόλαυση. Και φυσικά ας μην ξεχνούμε ποτέ, μια που μιλάμε για τον Γιώργο Ιωάννου (το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, με τον οποίο οι δυο τους συνεργάστηκαν αρμονικά στα πρώτα τεύχη της «Διαγωνίου»), πως πέρα από τον υποκειμενισμό και τη μονομανία που τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό με τα κείμενά του τον απλό, στερημένο και μοναχικό άνθρωπο της εποχής του, αντιδιαστέλλοντας εμφατικά τα προτερήματα και τα προσόντα της λαϊκής τάξης (όταν ακόμη αυτή υπήρχε) έναντι της αστικής, που, όντας ο ίδιος μορφωμένος αστός, την καυτηρίασε και την ειρωνεύτηκε σε απίστευτο βαθμό για τα καμώματα και την ημιμάθειά της. Τέλος, η συχνή αναφορά του στα πεζογραφήματά του σε πρόσφυγες και προσφυγικούς συνοικισμούς αλλά και η τρυφερή ματιά του απέναντι στους Εβραίους της πόλης, στη θυσία τους και στον «προγραμματισμένο» για τον χαμό βίο τους, μας αφήνουν να αντιληφτούμε πως ο Ιωάννου υπήρξε ένας ευαίσθητος, μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας και άνθρωπος.
[1] Ο βέρος Θεσσαλονικιός.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή διηγημάτων «Η εγγύτητα των πραγμάτων», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νησίδες.
Απόσπασμα από βιβλίο
«Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε· ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ’ ό,τι συνήθως κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’ αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις · κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.
Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ’ ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.
Και γιατί το ’κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ’κανες; του φώναξα.
Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά· εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσκημα δαμάσει».