Στην κεντρική εικόνα, μέρος από το έργο «Ο Luigi Cherubini και η Μούσα της Λυρικής Ποίησης», του Jean Auguste Dominique Ingres (1842).
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Σε όλους τους τόπους και σε όλους τους καιρούς, ο μεγάλος λυρικός ποιητής τείνει προς την υψηγορία, την πλατυρρημοσύνη, τη μεγαλοστομία. Όχι όμως επειδή περιφρονεί τους ελάσσονες τόνους του διαλογισμού, τη χαμηλόφωνη γλώσσα του ελέγου – καμιά απόχρωση της ανθρώπινης φωνής δεν του είναι ξένη. Αλλά ακριβώς επειδή αντλεί αδιάκριτα από όλες τις πηγές της αισθαντικότητάς του – συνειδητές ή ασύνειδες, ψυχόρμητες ή βουλητικές, συγκρατημένες ή συνεγερτικές. Και γνωρίζει κάθε φορά να τονίζει τη φωνή του ανάλογα, αίροντάς την κάθε φορά στο κατάλληλο ύψος ή προσδίδοντάς της το απαραίτητο πλάτος προκειμένου αυτή να ακουστεί καθαρά.
Σε αντίθεση με αυτούς που αρνούνται στην ποίηση την όποια ευρύτερη σημασία, ο λυρικός ξέρει ότι «η ομορφιά δεν είναι παρά του τρόμου η αρχή» (Ρίλκε), ότι οι λέξεις κρύβουν μέσα τους εκρηκτική δύναμη, ότι η πίεση των ιδεών μεταμορφώνει και παραμορφώνει τα πράγματα. Και είναι σ' αυτήν ακριβώς την επίγνωση όπου έχει τις ρίζες του ο «βαθύτερος ρεαλισμός» του (Γιάννης Ρίτσος).
Από την εποχή του Αρχίλοχου ώς εκείνη των τροβαδούρων, και από αυτούς ώς τους ρομαντικούς της Ιένας, η ανάδυση του λυρικού εγώ δεν υπήρξε ποτέ ένα συμβάν αποκλειστικά λογοτεχνικό, ένα ακόμη προϊόν του ακαδημαϊκού εργαστηρίου.
Αλλά και ο απαραγνώριστα πολιτικός χαρακτήρας του έργου του. Από την εποχή του Αρχίλοχου ώς εκείνη των τροβαδούρων, και από αυτούς ώς τους ρομαντικούς της Ιένας, η ανάδυση του λυρικού εγώ δεν υπήρξε ποτέ ένα συμβάν αποκλειστικά λογοτεχνικό, ένα ακόμη προϊόν του ακαδημαϊκού εργαστηρίου. Αλλά συμβάδιζε πάντοτε με την εμφάνιση στο ιστορικό προσκήνιο ενός νέου τύπου ανθρώπου, χειραφετημένου από προαιώνιες δουλείες και δημιουργού μιας καινούργιας, αυτεξούσιας ατομικότητας. Το ότι προπομπός αλλά και ιδεώδης εκφραστής αυτής της νέας ατομικότητας υπήρξε ανέκαθεν ο σκληρός πυρήνας κάθε λυρισμού, η ερωτική ποίηση, λέει ασφαλώς πολλά..
Εμπρός στον ακμαίο λυρισμό, το εγώ που πασχίζει να αχνοφανεί κάτω απ' τα μουρμουρητά της "αντιλυρικής" ποίησης των τελευταίων δεκαετιών είναι ένα εγώ λογοκριμένο. Πάει να πει: ένα εγώ συναισθηματικά ανάπηρο, άδειο από ένστικτα και επιθυμίες ή τόσο τρομοκρατημένο από αυτά ώστε μόνο να τα ειρωνεύεται μπορεί. Ο "αντιλυρικός" ξέρει μόνο να ενίσταται. Ανακλαστικά του έχει εκείνα του περιδεούς. Τα πάντα στα μάτια του φαντάζουν ναρκοθετημένα από κινδύνους. Ανίκανος να πιστέψει, να παραδεχθεί ή να αρνηθεί οτιδήποτε, το μόνο που του απομένει είναι να παρατηρεί φιλύποπτα τους πάντες και τα πάντα. Στα λυρικά επιφωνήματα αντιδρά με την γκριμάτσα του ανθρώπου του εθισμένου στα τσιγκούνικα λόγια, στο άκουσμα της μεγάλης φωνής μεμψιμοιρεί επικαλούμενος την κοινή ησυχία. Στους πόθους και τα όνειρα των άλλων δεν έχει να αντιτάξει παρά αλυσίδα ατελεύτητη από επιφυλάξεις και μικρόλογους ενδοιασμούς.
Το δυστύχημα του "αντιλυρικού" είναι ότι αδυνατεί να πείσει καν τον ίδιο του τον εαυτό για την ορθότητα των επιφυλάξεων και των ενδοιασμών του.
Το δυστύχημα του "αντιλυρικού" είναι ότι αδυνατεί να πείσει καν τον ίδιο του τον εαυτό για την ορθότητα των επιφυλάξεων και των ενδοιασμών του. Δέσμιος ενός κομφορμισμού που τον πτοεί, εκλαμβάνει παραπλανητικά κάθε του δισταγμό ως δείγμα ωριμότητας και σοφίας, τα αχρηστευμένα του ένστικτα ως εμβριθή στοχασμό («απόφασις μετά σκέψιν – ένστικτον βραδυπορούν», σάρκαζε κάποτε ο Μιχαήλ Μητσάκης), την ίδια την Ιστορία ως αναδρομική άσκηση επί χάρτου, πρόσφορη μοναχά για σχόλια στο περιθώριο των κιτρινισμένων σελίδων. Αυτό που αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι είναι οι δεσμεύσεις και η έντονη γλώσσα. Το βασίλειό του είναι η επικράτεια του διφορούμενου και των υπαινιγμών, η ειρωνεία του, που την έχει σε τόση υπόληψη, είναι άσφαιρη, αμυντικός μηχανισμός που του κρύβει τον κόσμο, οι ιδέες του, ιδέες-ερζάτς, αντιγραμμένες από τους τυφλοσούρτες της ορθοέπειας.
Ο αντιλυρικός ποιητής είναι σχετικιστής. Όμως όχι για να εξασφαλίσει χώρο ζωτικό για τους έρωτές του – τέτοιους δεν έχει. Δικό του σύνθημα δεν είναι το «όττω τις έραται» της Σαπφώς, αλλά το «anything goes», ο ψευδοπλουραλισμός του συρμού, που καθώς κερματίζει εμπρός του την πραγματικότητα σε ασυνάρτητες ψηφίδες, τον αποτρέπει απ' το να αφοσιωθεί σοβαρά σε οτιδήποτε. Και μολονότι συχνά βαυκαλίζεται ότι τα βάζει με τους μύθους, στο τέλος, καταλήγει να αποδέχεται άκριτα, εσωτερικεύοντάς τα, όλα τα μυθεύματα του καιρού του.
Μια τέτοια ακμαία ποίηση λυρική, σε καιρούς ανημπόριας δεν έχει θέση. Πώς θα μπορούσε να ήταν αλλιώς;
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του η ανθολογία ποίησης «1821-2021: Η Ελλάς των Ελλήνων. Δύο αιώνες εθνικά δεινά στον καθρέφτη της ποίησης» (εκδ. Gutenberg).