
Σκέψεις και ερωτήματα με αφορμή το βιβλίο του Theo Dorgan «Ελληνικά – Ορφέας» (μτφρ. Σωκράτης Καμπουρόπουλος, εκδ. Το Ροδακιό).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Εκείνον το χειμώνα κατάλαβα ότι είμαστε φτωχοί,
ανεβαίνοντας στο Φέαρ Χιλ μέσα σε λοξή βροχή
με τρύπια παπούτσια, για να παίξω στη λάσπη και στο κρύο·
είδα τον εαυτό μου να γερνάει εκεί, σ’ έναν κόσμο μικρό
κι αρνήθηκα. Ένα όνειρο άλλου τόπου με συνεπήρε».
Τους δικούς σου τους αγαπάς, μα μπορείς να ερωτευτείς μόνο έναν ξένο ή μια ξένη. Έτσι και τον τόπο σου: τον αγαπάς, γιατί απ’ όλους τους τόπους αυτός ενσαρκώνει το παιδί που ήσουν και που το ’χεις αμετάκλητα χάσει πια – αγαπάς τον τόπο σου· αλλά, επειδή οι τόποι είναι σαν τους ανθρώπους, δεν μπορείς να ερωτευτείς παρά έναν ξένο τόπο μόνο, με το ξάφνιασμα που γεννά. Ξαναγεννιέσαι με τον έρωτα, εκεί που απλώς νοσταλγείς με την αγάπη. Ίσως γι’ αυτό είμαστε άτυχοι όσοι γεννηθήκαμε και ζήσαμε σ’ έναν τόπο μόνο, σε μια πατρίδα. Γνωρίσαμε την αγάπη, μα όχι τον έρωτα. Ο ποιητής Θίο Ντόργκαν, γεννημένος το 1953 στο Κορκ στη νοτιοδυτική Ιρλανδία σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης με δεκαπέντε παιδιά, μοιάζει τυχερός. Το πρώτο ποίημα «Νέα αρχή» στη συλλογή του Ελληνικά – Ορφέας, όμορφα μεταφρασμένο απ’ τον Σωκράτη Καμπουρόπουλο, είναι μια ερωτική επιστολή στην Ελλάδα, τον τόπο που διάλεξε κι όχι αυτόν όπου γεννήθηκε.
«Ποιο είναι το έθνος μου δεν είναι το ίδιο με το ποιος είναι ο τόπος μου», γράφει, και: «Γύρισα την πλάτη μου στον βόρειο άνεμο, δεν μ’ ενδιαφέρουν οι Βίκινγκς… Ο νότος κράτησε την καρδιά μου».
Τον τόπο σου τον αγαπάς, γιατί απ’ όλους τους τόπους αυτός ενσαρκώνει το παιδί που ήσουν και που το ’χεις αμετάκλητα χάσει πια – αγαπάς τον τόπο σου· αλλά, επειδή οι τόποι είναι σαν τους ανθρώπους, δεν μπορείς να ερωτευτείς παρά έναν ξένο τόπο μόνο, με το ξάφνιασμα που γεννά. Ξαναγεννιέσαι με τον έρωτα, εκεί που απλώς νοσταλγείς με την αγάπη.
![]() |
![]() |
Μα, για να ’ναι ο έρωτας βαθύς κι όχι ένα φευγαλέο πυροτέχνημα, δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί την αγάπη. Αν ο ερωτευμένος με τον νέο τόπο γυρίσει ολότελα την πλάτη του σ’ εκείνον τον αλλοτινό, αυτόν του χαμένου παιδιού, τότε είναι αναπόφευκτο αργά ή γρήγορα ο νέος τόπος να ψευτίσει γιατί ’ναι άρριζος· επειδή, άσχετα με το προς ποιους ουρανούς απλώνονται τα κλαδιά του ενήλικου δέντρου, η παιδική ηλικία θα ’ναι πάντα το χώμα απ’ όπου αντλεί ζωή. «Η λευκή πόλη της παιδικής ηλικίας που είναι παντού η ίδια. Αυτή εδώ η ζωή που είναι παντού με τα βαθιά σημάδια της ίδια». Γι’ αυτό, καθώς –γράφει ο Ντόργκαν– «μπερδεύουμε το αλφάβητο, οικείο και ξένο»:
«Τα καράβια στο δειλινό στους δρόμους του Πειραιά
είναι καράβια που κάθονταν φορτωμένα νύχτα στο Πένροουζ Κι.
Τα πεύκα πάνω στο χωμάτινο γκρεμό στο Φαουντενστόουν
στέκουν με την ίδια βαθιά μοναξιά πάνω απ’ τα Θέρμα,
εγώ είμαι εκείνο το αγόρι ακόμα, σε δυο μέρη ταυτόχρονα,
που χτυπάει τα πόδια του και σκαρφαλώνει στις σκεπές».
Μια γαλήνια ομορφιά με πλημμύρισε καθώς διάβαζα αυτούς τους στίχους του Ντόργκαν. Αντιγράφω λίγους ακόμα:
«Ανάμεσα σε μια στιγμή και στην επόμενη, μια ανάσα χάρης.
Βρήκαμε το βήμα μας, περνώντας απ’ το φως στη σκιά
και πάλι έξω στο φως…»
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Η θάλασσα» (εκδ. Κίχλη).