
Σκέψεις, ερωτήματα και απαντήσεις γύρω από την κριτική βιβλίου και τις σχέσεις μεταξύ εκδοτών, κριτικών και αναγνωστών.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,
εν μέρει και την ώρα να περάσω,
την νύχτα χθες πήρα μια [σειρά]
[βιβλιοκρισιών των κριτικών μας] να διαβάσω.
Οι άφθονοι έπαινοι κ’ η κολακείες
εις όλους μοιάζουν. Όλοι είναι λαμπροί,
ένδοξοι, κραταιοί, [εξαιρετικοί]·
κάθ’ επιχείρησίς των σοφοτάτη.
Aν πεις για τες γυναίκες [συγγραφείς], κι αυτές,
όλες η Βερενίκες κ’ η Κλεοπάτρες θαυμαστές».
Θα μπορούσε η παραπάνω παρωδία του γνωστού ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη να είναι το έμβλημα της κριτικής μας, όταν και όσο αυτή έχει αυτοευνουχιστεί και μιλά μόνο θετικά, μόνο διθυραμβικά, ψελλίζοντας ενίοτε επιφυλάξεις, ίσως μόνο ως μικρή πικρή επίγευση στο δυνατό κρασί της συναινετικής επιδοκιμασίας. Θετικές βιβλιοκρισίες και παρουσιάσεις ή ουδέτερες περιγραφικές προσεγγίσεις, που στέκονται πολιτισμικά στο τι λέει το έργο σε σχέση με τις κοινωνικοπολιτικές τάσεις της εποχής και όχι στο πώς. Η αισθητική, που από μόνη της φυσικά δεν είναι το παν, θυσιάζεται στον βωμό... της μόδας.
Τα παρακάτω ερωτήματα είναι δικά μου, αλλά νομίζω ότι απηχούν και έναν ευτύτερο προβληματισμό: Γιατί όλοι οι συγγραφείς είναι τρανοί και έξοχοι; Γιατί η κριτική (αυτο)περιορίζεται στην κλίνη των θετικών εκτιμήσεων και των στρογγυλεμένων εκφράσεων; Ως εκ τούτου, γιατί όποτε γραφτεί μια κριτική, στον έντυπο ή στον ηλεκτρονικό Τύπο, αυτομάτως θεωρείται επαινετική σε βαθμό που μετράμε κριτικές και αντιστοιχούμε θετικές κρίσεις; Γιατί εντέλει δεν γράφονται και αρνητικές κριτικές (ή έστω γιατί αυτές είναι τόσο λίγες); Ή γιατί όταν γράφονται, δύσκολα γεννούν διαλόγους, μάλλον αποσιωπούνται, και δεν κινούν μια γόνιμη ζύμωση ιδεών;
Γιατί η κριτική (αυτο)περιορίζεται στην κλίνη των θετικών εκτιμήσεων και των στρογγυλεμένων εκφράσεων; Γιατί εντέλει δεν γράφονται και αρνητικές κριτικές (ή έστω γιατί αυτές είναι τόσο λίγες); Ή γιατί όταν γράφονται, δύσκολα γεννούν διαλόγους, μάλλον αποσιωπούνται, και δεν κινούν μια γόνιμη ζύμωση ιδεών;
Πριν απαντήσω διερευνητικά, θα άξιζε να σταθούμε στο γιατί θα ήταν καλό να γράφονται και αρνητικές βιβλιοκρισίες. Φυσικά δεν εννοώ να μιλήσουμε για ένα «κακό» μυθιστόρημα, ένα ευπώλητο άρλεκιν, μια ροζ παραλογοτεχνική σούπα ή ένα από τα πολλά αστυνομικά που στερούνται λογοτεχνικότητας (ωστόσο, ως προς τα τελευταία, η κριτική δεν αφίσταται αλλά μένει χρόνια τώρα προσηλωμένη στην ανάδειξη τους). Εννοώ αντίθετα την επισήμανση των προβλημάτων, των επιφυλάξεων, των σκέψεων για βιβλία αναγνωρισμένων συγγραφέων, που ίσως αστόχησαν, ή φιλόδοξων σχεδίων που δεν έφτασαν στο ύψος των επιδιώξεων του δημιουργού και του αναγνώστη. Εννοώ ακόμα και δημοσίευση βιβλιοκρισιών όπου η έκφραση αντιρρήσεων απέναντι σε βιβλία που η υπόλοιπη κριτική έχει εγκωμιάσει θα αναδείξει ενστάσεις τις οποίες ο μη μαζοποιημένος βιβλιοκριτικός θέλει να εκφράσει, αλλά η ροή των πραγμάτων δεν το ευνοεί.
Πού θα βοηθούσε αυτό, λοιπόν; Ενδεχομένως, όχι στο να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του ίδιου του συγγραφέα, αν και αυτό μέσα στο πλαίσιο των ζυμώσεων δεν θα έπρεπε να θεωρείται απίθανο. Περισσότερο η αρνητική κριτική αποσκοπεί στο να ανοίξει διάλογο με τους άλλους βιβλιοκριτικούς, με τους συγγραφείς και με τους αναγνώστες. Ο διάλογος με τους πρώτους θα διαμορφώσει πλαίσιο ιδεών, νοοτροπιών και τεχνοτροπιών, θα αναδείξει ευρύτερα θέματα (πέρα από το ίδιο το κρινόμενο βιβλίο) και θα συμβάλει στην κριτική συζήτηση για το πώς και το τι της ελληνικής (και διεθνούς) λογοτεχνίας. Ο διάλογος με τους συγγραφείς θα βοηθήσει αφενός να αρθεί η δημοσιοσχετίστικη νοοτροπία ότι όλοι (οι φίλοι τους) τους εκθειάζουν και οι ουδέτεροι μπαίνουν στο κύμα, γράφοντας θετικά χωρίς να διατυπώσουν τις αντιρρήσεις τους λόγω... κριτικής μόδας, κι αφετέρου να αναπτυχθεί μια ουσιαστική διάδραση μεταξύ της τέχνης και της πρόσληψής της. Τέλος, ο διάλογος με τους αναγνώστες θα διαμορφώσει μια γνήσια αναγνωστική συνείδηση.
Ωραία λόγια, ουτοπικές στοχεύσεις!
Στην πράξη γράφουμε (κι εγώ μαζί συνήθως) σχεδόν μόνο θετικά σχόλια. Για πολλούς λόγους, συνειδητούς και υποσυνείδητους. Ξεκινώ από μια εύλογη δικαιολογία: δεν αξίζει να ασχοληθείς με ένα μέτριο ή άτεχνο βιβλίο, αλλά το αφήνεις με τη σιωπή σου στο κενό (ασχέτως αν άλλοι βομβίζουν γύρω του αλαλάζοντας!). Η σιωπή, όμως, απέναντι στη φωνή των φίλων, των αλληλέγγυων συγγραφέων, των ιστολόγων, των βιβλιοπαρουσιαστών, των δημοσιογράφων, των εγκάθετων κριτικογραφούντων, των σχολιαστών, των αναγνωστών κ.λπ. είναι τελικά ανήμπορη.
Σε ένα μικρό πηγάδι όπου όλοι κολυμπάμε δεν θα ήθελε να στιγματιστεί ως ο λιβελλογράφος της εποχής μας, καθώς η αρνητική κριτική θεωρείται σχεδόν αυτομάτως λίβελλος. [...] θα τον κατηγορήσουν, ανοικτά ή κρυφά, θα τον απομονώσει το σινάφι τους (το οποίο ως γενιά, ως παρέα, ως ομόσταβλοι δημιουργοί κ.ά. έχει δύναμη), θα τον δακτυλοδείξει ως την Τασσώ Καββαδία της κριτικής.
Μια δεύτερη αιτία είναι ότι ο κριτικός δεν θέλει να γίνει... κακός. Σε ένα μικρό πηγάδι όπου όλοι κολυμπάμε δεν θα ήθελε να στιγματιστεί ως ο λιβελλογράφος της εποχής μας, καθώς η αρνητική κριτική θεωρείται σχεδόν αυτομάτως λίβελλος. Οι ίδιοι οι συγγραφείς θα δυσανασχετήσουν, αφού αρνούνται να δουν ό,τι διαφωνεί με το εγώ τους, θα διαμαρτυρηθούν, θα τον κατηγορήσουν, ανοικτά ή κρυφά, θα τον απομονώσει το σινάφι τους (το οποίο ως γενιά, ως παρέα, ως ομόσταβλοι δημιουργοί κ.ά. έχει δύναμη), θα τον δακτυλοδείξει ως την Τασσώ Καββαδία της κριτικής.
Στο ίδιο πλαίσιο οι εκδότες δεν πολυθέλουν τέτοιες φωνές, εκτός αν πιστεύουν –ως απόρροια των παραπάνω– ότι καθετί που λέγεται για ένα βιβλίο, θετικό ή αρνητικό, λογίζεται στα συν και συμβάλλει στην προώθησή του. Αν, όμως, δεν είναι αυτής της γνώμης, τότε έχουν τον τρόπο να παραμερίσουν ή να πιέσουν τους αντιφρονούντες, πολύ απλά κόβοντας (ή μη αγοράζοντας) το διαφημιστικό μερίδιο που αντιστοιχεί στο έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο το οποίο επιτρέπει τέτοιες... παρεκκλίσεις. Η αρνητική κριτική και η εκδοτική πρακτική είναι δυο θεές αντίζηλες.
Θα μπορούσαμε να καταλάβουμε τη σχέση τους μέσα στο πλαίσιο ενός ιστού μάρκετινγκ που καθοδηγεί τα πάντα (τα πάντα;). Το εκδοτικό σύστημα με τις διαφημίσεις και τις προσφορές βιβλίων σε εκπομπές και έντυπα, το τμήμα δημοσίων σχέσεων που δρομολογεί τρόπους προώθησης, οι ομόσταβλοι συγγραφείς και οι υποχρεώσεις τους, οι φίλοι δημοσιογράφοι και τα χαρτάκια που παίρνουν, οι παρουσιάσεις των βιβλίων της χρονιάς, πριν καν διαβαστούν, μέσω των δελτίων τύπου, οι (πάλαι ποτέ) ζωντανές παρουσιάσεις και οι σχέσεις με τα βιβλιοπωλεία κ.λπ. είναι ένα πλέγμα όχι αναγκαστικά διαπροσωπικών σχέσεων αλλά αλληλεξαρτήσεων και ένα πεδίο (με τη σημασία του Μπουρντιέ) αμοιβαίων συμφερόντων. Φυσικά ο ιστός αυτός δεν είναι ενιαίος. Αποτελείται από μικρά ανταγωνιστικά συστήματα, αλλά όλα συγκλίνουν στην κοινή θέση ότι η κριτική είναι όργανο χρησιμοθηρικά ιδωμένο και βραχυπρόθεσμα ωφέλιμο.
Ο κριτικός δεν ενθαρρύνεται να γράψει αρνητικά, δεν βρίσκει παρά ένα άτυπο συμφωνητικό θετικών κριτικών, συχνά αυτολογοκρίνεται, ώστε είτε να χωρέσει τις ενστάσεις του σε ένα πιο κομψό κοστούμι είτε να τις καταπιεί, να μην αφήσει δηλαδή καν να αναδυθούν, αλλά να εξαμβλωθούν πριν καν κάνουν αισθητή την παρουσία τους.
Όλο αυτό, που μένει στο παρασκήνιο, δημιουργεί το σκηνικό της θέσης της κριτικής, όχι μόνο εν Ελλάδι. Ο κριτικός δεν ενθαρρύνεται να γράψει αρνητικά, δεν βρίσκει παρά ένα άτυπο συμφωνητικό θετικών κριτικών, συχνά αυτολογοκρίνεται, ώστε είτε να χωρέσει τις ενστάσεις του σε ένα πιο κομψό κοστούμι είτε να τις καταπιεί, να μην αφήσει δηλαδή καν να αναδυθούν, αλλά να εξαμβλωθούν πριν καν κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Μαθαίνει, λοιπόν, να λειτουργεί σχεδόν με το δυαδικό σύστημα των υπολογιστών, 0 ή 1, όπου το Μηδέν (0) σημαίνει ότι δεν γράφω γιατί εξ αρχής δεν έχω λόγους να γράψω (λόγω ποιότητας ή έλλειψης κινήτρου) και το Ένα (1) ισοδυναμεί με μια μεστή αξιολογήσεων και θετικών εκτιμήσεων βιβλιοκρισία.
Το τοπίο, επομένως, είναι ναρκοθετημένο πριν καν ξεκινήσει το παιχνίδι. Ο ανεξάρτητος κριτικός προσαρμόζεται σε μια σύμβαση που διαμορφώνει και διαμορφώνεται από την ανάλογη νοοτροπία. Οι συγγραφείς είναι «λαμπροί, ένδοξοι, κραταιοί, [εξαιρετικοί]», τα έργα τους άξια για εκείνο το συστατικό που μπορεί να δώσει αφορμή για μια εγκωμιαστική προοπτική, οι γενικές κρίσεις μπορεί να επιχειρηματολογούν για προβλήματα στο πώς γράφεται και πώς προσλαμβάνεται η λογοτεχνία, αλλά ποτέ πώς γράφονται και πώς προωθούνται συγκεκριμένα έργα. Η κριτική γίνεται πλούσια βιβλιοπαρουσίαση, στολισμένη με το φόρεμα της διπλωματίας και τα λαμπρά κοσμήματα της γενναιοδωρίας και της ευγένειας.
Επιπρόσθετα, η ανάδυση των πολιτισμικών κριτηρίων, που συνυπολογίζουν το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, αλλά υποβαθμίζουν το αισθητικό (όχι βέβαια με τη φθαρμένη σημασία παλιότερων εποχών), οδηγεί στην ενασχόληση με βιβλία, δεδηλωμένα μέτρια, αν πληρούν άλλες παραμέτρους, όπως η επικαιρότητά τους, το φλέγον θέμα τους, η ειδολογική τους συγχρονία (π.χ. τα αστυνομικά), η συγγραφική τους αυθεντία κ.λπ.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).