Του Παναγιώτη Γούτα
«Στη θάλασσα είσαι λιγάκι πιο κοντά στο όνειρο. Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις απ’ τη νύχτα μεσοπέλαγα».
Μέσα στις δυο παραπάνω προτάσεις γίνεται η συμπύκνωση του έβδομου κατά σειρά βιβλίου του Δημήτρη Μίγγα, που τιτλοφορείται Πλωτά νησιά.
Πρόκειται για το νησιωτικό σύμπλεγμα των Στροφάδων, δυτικά της Πελοποννήσου, όπου ταξιδεύουν με ιστιοφόρο τρεις παιδικοί φίλοι: ο συγγραφέας Τάσος, ο φιλόλογος Νίκος κι ο ιδιοκτήτης του σκάφους, ο Θεμιστοκλής. Η βραδινή τους διαδρομή γίνεται με παρότρυνση του Τάσου, φόρος τιμής στον εξαφανισμένο προ ετών παιδικό τους φίλο Στράτο, με τον οποίον αποτελούσαν, κάποτε, αχώριστη τετράδα και απάρτιζαν ερασιτεχνικό μουσικό συγκρότημα. Ο Στράτος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μια νύχτα που οι τέσσερις φίλοι ψάρευαν με γρι-γρι και έκτοτε δεν έχουν νέα του. Ο Τάσος, που ο φίλος του έχει στοιχειώσει στη μνήμη του, έχει γράψει ένα βιβλίο για κείνον, το οποίο, οι δυο άλλοι φίλοι, διαβάζουν εν πλω και υποβάλλονται –όπως και ο αναγνώστης, άλλωστε– με την εξέλιξη του στόρι. Παράλληλα, ο καθένας τους νιώθει τύψεις για εκείνη τη βραδιά και τον χαμό του φίλου τους. Στην τελευταία ενότητα, όπου η ιστορία απογειώνεται με τα συμβάντα του φάρου, δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε πόσο η πραγματικότητα εμφιλοχωρεί στον μύθο και το αντίστροφο – μια μόνιμη και συνεχής κατάσταση που χαρακτηρίζει τη γραφή του Μίγγα από τα πρώτα του ακόμα βιβλία.
Αφήγηση με αναδρομές
Η αφήγηση των Πλωτών νησιών δεν είναι ευθύγραμμη. Υπάρχουν πολλές εμβόλιμες αναδρομές σε γεγονότα του παρελθόντος, ενώ η γέφυρα από το παρόν στο παρελθόν γίνεται πάντα ομαλά και αβίαστα, είτε με μία κουβέντα ή με μια περιγραφή στην αρχή της επόμενης ή στο τέλος της προηγούμενης ενότητας. Υπάρχει επίσης ένας νεωτερικού τύπου εγκιβωτισμός ενός αφηγηματικού κομματιού (το βιβλίο, αποσπάσματα του οποίου διαβάζονται στο σκάφος και στο νησί), ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής Πύλου-Στροφάδων εμφανίζονται ως μνήμες τουλάχιστον τρία γυναικεία πρόσωπα – κυρίως οι ματαιωμένες αγάπες των ηρώων.
Το θαλασσινό στοιχείο, που είναι ευδιάκριτο στα βιβλία του Μίγγα απ’ την πρώτη του ποιητική συλλογή, οι νεκροί που ζητούν δικαίωση και τους ζωντανεύουμε όταν τους σκεφτόμαστε (ίδιο αρκετών θεσσαλονικιών λογοτεχνών), κι αυτό το συνεχές πήγαινε-έλα από την ονειρική κατάσταση στην πραγματικότητα, είναι ευδιάκριτα και σ’ αυτό το βιβλίο. Διάσπαρτα, σαν νάρκες, υπάρχουν σ’ ολόκληρο το κείμενο σημεία με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Το βιβλίο έχει έντονη δραματικότητα, υπάρχει σασπένς στην πλοκή και μπορεί να χαρακτηριστεί ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα. Σ’ όλη τη θαλάσσια διαδρομή γίνεται ένα παιχνίδι βλεμμάτων, σιωπών, κρυφών σκέψεων και φανερών εξομολογήσεων. Η γλώσσα απλή, πυκνή, με θαλασσινή ορολογία, που παρουσιάζει τον συγγραφέα γνώστη της θάλασσας, των σκαφών και των θαλάσσιων διαδρομών. Σε κάποια σημεία, ιδίως στις πάμπολλες περιγραφές, ο Μίγγας κάπου παλαντζάρει ανάμεσα στην απλοϊκή λογιοσύνη και τη ρετουσαρισμένη κοινοτυπία, δίχως όμως η γλώσσα του να γίνεται εξεζητημένη.
Τέλος, δυο μικρά αφηγηματικά φάλτσα που έπιασαν οι κεραίες μου και μια εξίσου μικρή ένσταση, που θα διατυπώσω παρακάτω. Η στιγμή που ο Θεμιστοκλής –ο πιο γήινος, μπερμπάντης και μη λόγιος της παρέας– απαγγέλει στα κύματα στίχους του Καββαδία (πρώτο φάλτσο), ενώ, λίγες σελίδες νωρίτερα, όταν ο ίδιος άνθρωπος έχει άποψη για τις εκδηλώσεις λόγου και τη μιζέρια που αυτές εκπέμπουν, εκφράζοντας προχωρημένες σκέψεις, που μόνο κάποιος που έφαγε τις βιβλιοπαρουσιάσεις με το κουτάλι θα μπορούσε να εκφράσει (δεύτερο φάλτσο). Η μικρή μου ένσταση έχει να κάνει με το πορτρέτο του συγγραφέα του βιβλίου (η εξωτερική περιγραφή ταιριάζει γάντι στον Μίγγα, κοιτώντας και τη φωτογραφία του στο αυτί του βιβλίου) με το οποίο ο Μ, προσπαθεί απεγνωσμένα να δώσει αληθοφάνεια στην ιδιότητα του ήρωά του. Τον προσδιορίζει μάλιστα με την τριπλή ιδιότητα: γραφιάς που βγάζει το χαρτζιλίκι του, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής ταυτόχρονα, ίσως για του προσδώσει επιπλέον κύρος. Είναι φορεμένο αυτό το τρίπτυχο, κάπως μπανάλ και αδικεί τις προθέσεις του Μ.
Συνοψίζω: Τα Πλωτά νησιά είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που πρέπει να κάνει τον συγγραφέα του να νιώθει δικαιωμένος. Ξεχωρίζει ανεπιφύλακτα από τα ανόμοια (υφολογικά και θεματικά) και άνισα βιβλία του Μεταιχμίου της τελευταίας συγγραφικής σοδειάς που αφορούν βορειοελλαδίτες πεζογράφους (εξαιρώ το Απόψε δεν έχουμε φίλους, της Σοφίας Νικολαΐδου, που προκάλεσε αίσθηση και ήταν ιδιαίτερα καλογραμμένο).
Ο Μίγγας με την ευαισθησία και την ποιότητα της γραφής του δίνει βάθος στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να αποτελεί το δυνατό χαρτί του οίκου που τον στεγάζει.
Δημήτρης Μίγγας,
Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012
Τιμή: € 13,30, σελ. 243