Νότες περί γραφής.
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Τι θα γινόταν αν ξυπνούσαμε ένα πρωί και διαπιστώναμε ότι τα βιβλία όλου του κόσμου είναι πλέον ανώνυμα, δίχως ταυτότητα ή σήμανση συγγραφέα, ορφανά; Σε τι ποσοστό τους οι πάγιες αξίες μας θ’ άντεχαν στη νέα τάξη πραγμάτων, πόσα περιώνυμα έργα θα βούλιαζαν στην ανυποληψία και τη λήθη, πόσα σήμερα ασήμαντα θα αναδύονταν θριαμβικά; Άραγε θα θύμιζε ο καινούργιος κανόνας, που αργά ή γρήγορα θα σχηματίζαμε, σε τίποτα τον παλιό;
※ ※ ※
Ξεφυλλίζοντας μιαν όποια γραμματολογία το διαπιστώνεις εύκολα: η συντριπτική πλειονότητα των συγγραφέων του παρελθόντος που ακόμη θαυμάζουμε, ήταν διάσημοι ήδη εν ζωή. Κι όμως το bon mot ότι «οι μεγάλοι αναγνωρίζονται μετά θάνατον» δεν χάνει ποτέ τη δημοτικότητά του. Για τις στρατιές των «παραγνωρισμένων», των «υποτιμημένων», των «αγνοημένων» του σήμερα, οι αναξιοπαθούντες του χθες είναι συνάδελφοι. Σαν την ελπίδα, η αλληλεγγύη τους πεθαίνει τελευταία.
※ ※ ※
Στην τέχνη της γλώσσας, η ιθαγένεια και να μην την επιζητείς, προκύπτει. Φυσάει μέσα από τις λέξεις όπως το μελτέμι τον Αύγουστο.
※ ※ ※
Φιλοδοξία, οργή, λαγνεία, δύναμη, κακία, μικρότητα, φόβος στο έπακρο... Τα μεγάλα έργα τρομάζουν. Τα αποκαλούμε «κλασικά» για να μπορούμε δίχως τύψεις να τα εγκαταλείπουμε στο ράφι. Κι έχουμε φτιάξει μια στρατιά από ειδικούς για να τα κρατάει εκεί γερά, μην και καμιά βραδιά μάς έρθουν κατακούτελα.
※ ※ ※
Ο Όμηρος ήταν τυφλός, o Καίσαρ επιληπτικός κι ο Λούθηρος δυσκοίλιος. Όπως το ρόδο απ’ την κοπριά, το μεγαλείο ξεμυτίζει απ’ το κουσούρι.
※ ※ ※
Υπάρχουν δυο λογιώ συγγραφείς: αυτοί που καίγονται κι αυτοί που αδιαφορούν για την τύχη των γραπτών τους. Κορυφαίοι και ασήμαντοι βρίσκονται και στη μια και στην άλλη ομάδα. Θα ήταν αδύνατο στον Μπαλζάκ ή στον Μπρεχτ να γράψουν στο κενό, μακριά από τη λάμψη των φώτων, όσο στην Ντίκινσον ή τον Κάφκα να διαβάζουν στα πλήθη ή να δίνουν διαρκώς συνεντεύξεις.
※ ※ ※
Αιωνόβιες δέλτοι με τετιμημένα ονόματα, Κανόνες, κατάλογοι λαμπρών ονομάτων, έπαθλα εν παρατάξει στις αστραφτερές προθήκες, επετηρίδες δαφνοστεφών ποιητών. Οι λίστες (όλες οι λίστες, άρα και οι αντιλίστες που φτιάχνουμε τώρα) αποδεικνύουν απλώς πόσο πρόσκαιρα και παροδικά είναι τα γούστα μας. Σ’ έναν αιώνα από τώρα, οι ειδήμονες θα γελούν μαζί μας για κάμποσους από τους συγγραφείς που θεωρούμε μεγάλους, όπως κι εμείς γελάμε με τους ειδήμονες του 1920.
※ ※ ※
Δυσκολοπρόφερτη αλήθεια: η μυθιστοριογραφία του 20ού αιώνα είναι δευτέρας διαλογής. Σχεδόν κανένα απ’ τα μεγάλα της ονόματα δεν μπορεί στ’ αλήθεια να σταθεί πλάι στα θαύματα που μας κληροδότησε ο 19ος αιώνας. Ο θρίαμβος του μυθιστορήματος, όλη αυτή η τρομερή εκδοτική μηχανή της εποχής μας είναι φαινόμενο άλλης κατηγορίας – κοινωνικό, όχι στενά λογοτεχνικό. Ο θεσμικός πολιτισμός διέπεται από βραδέα ανακλαστικά. Τα λαμπρά και ολομάρμαρα θέατρα της αρχαίας εποχής είναι έργα ελληνιστικά και ρωμαϊκά, όταν το δράμα δημιουργικά είχε πλέον εκλείψει. Τον Σοφοκλή και τον Αισχύλο οι συγκαιρινοί τους τους έβλεπαν από χωμάτινα και ξύλινα στασίδια.
※ ※ ※
Η έμπνευση είναι σαν το τρεχούμενο νερό, όμως η τεχνική είναι οι χούφτες που έσμιξαν και το συγκρατούν για να φτάσει στο στόμα. Νερό πάντα βρίσκεται, δεν στερεύει η ανθρώπινη φύση. Όμως αυτά τα στεγανά, σφιχτοπλεγμένα δάχτυλα είναι σπάνια, πολύ σπάνια υπόθεση. Μοίρα των περισσότερων είναι εκείνη του Ταντάλου: μισοβυθισμένοι στα νερά να διψούν.
※ ※ ※
Στις ανθολογίες μετρούν προ πάντων αυτά που ξεχνάς. To ποίημα που κλείνοντας το βιβλίο σού μένει, είναι το μόνο που αξίζει να επιλέξεις. Όπως εκείνος ο ιδεώδης παραθεματιστής του Χάρολντ Μπλουμ, πρέπει κανείς να ανθολογεί από μνήμης.
※ ※ ※
Οι ποιητές όταν μιλούν για την τέχνη τους νομίζουν πως οι άλλοι τους ακούν εκστασιασμένοι, σαν τους νεαρούς ερωτευμένους που εξομολογούνται το πάθος τους. Περισσότερο όμως μοιάζουν με γερόντια που φλυαρούν ακατάπαυστα για τις χρόνιές τους ασθένειες.
※ ※ ※
Ο Αντόρνο είχε βέβαια δίκιο. Όταν αποφαινόμαστε για ένα έργο «ότι διανοίγει νέους δρόμους» στην ουσία το υποβαθμίζουμε με τον πιο χυδαίο τρόπο, το παρουσιάζουμε ως προσωρινό, μεταβατικό σταθμό στη ροή της ιστορίας προς κάποιο ποθεινό και πάντως προτιμότερο μέλλον. Όμως τα μεγάλα έργα είναι κατά κυριολεξίαν «αξεπέραστα». Δεν ανοίγουν δρόμους, αλλά τους κλείνουν, τους εξαντλούν. Στο τέρμα τους γνωρίζεις ότι δεν έχεις πια να πας πουθενά, γιατί έχεις φτάσει.
※ ※ ※
Ας λένε οι λάτρεις της σταγόνας: οι πρώτης τάξεως συγγραφείς είναι όλοι πολυγράφοι. Το καθημερινό σφυροκόπημα πάνω στο διαρκώς καινούργιο μέταλλο φτιάχνει το έργο, η δοκιμή και η αποτυχία και η νέα προσπάθεια, πάλι και πάλι. Το βάθος δεν αρκεί. Για να χωρέσει ο κόσμος, θέλει επίσης: πλάτος.
※ ※ ※
Πόσα και πόσα έχουν γραφτεί, πόσο μελάνι έχει χυθεί για να εξηγηθεί μια διατύπωση αναπάντεχη, μια σκέψη στριφνή, μια ανεξιχνίαστη φράση, ενώ το μόνο που είχε κατά νου ο συγγραφέας της ήταν να αποφύγει μια επανάληψη, να επιτύχει μια παρήχηση ή να γλιτώσει από μια χασμωδία.
※ ※ ※
Οι ιδιοφυείς δεν είναι οι καταλληλότεροι αναγνώστες. Καθώς έχουν αναπτύξει στο έπακρο τα εξαιρετικά γνωρίσματα προς τα οποία τους ωθούν οι αρετές τους, τους λείπει η δεκτικότητα, εκείνη η εξαρχής ευπροαιρεσία απέναντι στο νέο ανάγνωσμα. Αδήριτα αναζητούν κι εκεί λαβή ή επιβεβαίωση για τις δικές τους ζητήσεις. Επίσης τους λείπει η υπομονή. Έχοντας μάθει να προχωρούν με άλματα, το αργό ξεδίπλωμα του άγνωστου δεν τους ελκύει. Γυρεύουν πάραυτα τροφή στον διηνεκή διάλογο που νοερά διεξάγουν. Παρ’ όλα αυτά, παρότι «ακατάλληλοι», παραμένουν ιδιοφυείς αναγνώστες. Η δική τους απόρριψη αξίζει εκατό φορές περισσότερο από την κατάφαση των άλλων. Κι αυτό γιατί δείχνει, δηλώνει, αποκαλύπτει πιο πολλά απ’ όσα όλες μαζί οι καλόβολες βιβλιοκρισίες του κόσμου θα ήταν ποτέ σε θέση να φωτίσουν.
※ ※ ※
Στο γράψιμο το νά ’μαστε ο εαυτός μας είναι το εύκολο. Γιατί και όταν μιμούμαστε ακόμη, ο εαυτός μας είμαστε, πράγματα που μας αρέσουν, που αγαπάμε κοπιάρουμε, πράγματα εντέλει δικά μας, που μας μοιάζουν. Το ζόρι είναι να γίνεις αυτό που δεν είσαι, το ξένο, το όλως άλλο. Προσπερνώντας το στενό εγώ σου, να γίνεις το εσύ ή το αυτός, το απόμακρο, το αντίθετο, αυτό που αποστρέφεσαι, εκείνο που απωθείς. Αυτό είναι και το νόημα του «je est un autre» του Ρεμπώ εντέλει ή εκείνου του «Madame Bovary c’est moi» που κάποτε ξεστόμισε ο Φλωμπέρ.
※ ※ ※
Κάθε φορά που λέμε για έναν συγγραφέα ή καλλιτέχνη ότι είναι απ’ τους «αγαπημένους» μας, τον κατατάσσουμε ουσιαστικά στους ελάσσονες. Μπορεί να πει κανείς στα σοβαρά «αγαπημένο του» τον Αισχύλο ή τον Δάντη, τον Θεοτοκόπουλο ή τον Μπετόβεν, την Κάλλας, τον Πλάτωνα, τον Ντοστογιέφσκι; Εμπρός στο ύψιστο, το αισθάνεσαι, η αγάπη η δική μας δεν μετράει, ο θαυμασμός μας περισσεύει τόσο ώστε εξατμίζεται. Κριτήριο της μεγαλοσύνης είναι το δέος.
※ ※ ※
Οι μεγάλες ιδέες είναι πολύ απλές στη δομή τους. Και δεν έχουν γεννήτορες. Πολύ προτού τις καταγράψει κανείς, τις έχουν σκεφτεί χίλιοι μύριοι, λόγιοι προφορικοί, θυμόσοφοι απ’ την πιάτσα, παρατηρητές με οξυδέρκεια που τους έλειψε μόνο η εγγραμματοσύνη, η εργατικότητα ή η ματαιοδοξία. Οι μεγάλοι στοχαστές είναι κι αυτοί γραφιάδες, απλώς με σύστημα και δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.
※ ※ ※
Δήλωση γλωσσική άνευ νοήματος δεν γίνεται να υπάρξει. Λες κι ένας κλόουν μέσα μας θέλει να περιπαίξει όλο αυτό το spleen των ποιητών και τους λαμπρούς μηδενομάχους στοχαστές μας.
※ ※ ※
Όταν λένε για έναν συγγραφέα ότι έχει «ωραία γλώσσα», εννοούν: Ο καημένος, του λείπουν τα δόντια.
※ ※ ※
Μεγάλο μέρος της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας δικαιολογεί την εικασία ότι οι επινοητές της ήταν παραδομένοι στον οίστρο μιας έμπνευσης τόσο φορτικής, ώστε δεν τους έμενε καιρός να κοιτάξουν τι γράφουν.
※ ※ ※
Υπάρχουν εποχές για ποιήματα, εποχές για ποιητές κι εποχές για ποιητικές. Εποχές για θαύματα, εποχές για ήρωες κι εποχές για υπομνηματιστές.
※ ※ ※
Ακραίο γλωσσικό στραμπούληγμα, φούσκα καλλιεπής, το καλαμπούρι του αιώνος: το Finnegans Wake του Τζόυς. Ποτέ δεν χαραμίστηκε τόσο ταλέντο πιο ανελέητα.
※ ※ ※
Όλοι μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, μισοί αναλφάβητοι κι άλλοι μισοί τυφλοί.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής. Τελευταίο βιβλίο του, ο τόμος που περιλαμβάνει την ποιητική του σύνθεση «Η κόρη μου» και τη μετάφρασή του στο ποίημα του William B. Yeats «Προσευχή για την κόρη μου» (εκδ. Κίχλη).
→ Κεντρική εικόνα: Κατασκευή αντικειμένου Münster Studio.