
Πτυχές του πολυσχιδούς έργου του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που, σε ηλικία 89 ετών, έφυγε χθες από κοντά μας.
Του Παναγιώτη Γούτα
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Το κανονικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αλλά χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Χριστιανόπουλος όταν άρχισε να δημοσιεύει ή να τυπώνει ποιήματά του, προφανώς επηρεασμένος από τη θητεία του στα κατηχητικά. Άλλα ψευδώνυμα που χρησιμοποίησε ο ποιητής ήταν Δημήτρης Καζαντζής αλλά και Οδυσσέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και κατόπιν εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και επιμελητής εκδόσεων. Δεν αποδέχτηκε διορισμό ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, αφού εκ πεποιθήσεως ήταν αντίθετος με το δημοσιοϋπαλληλίκι. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Καλύτερα ζητιάνος έξω από τον Λαμπρόπουλο, παρά δημόσιος υπάλληλος».
Διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος». Τόσο από το περιοδικό, όσο κι απ’ τη Μικρή Πινακοθήκη, ανέδειξε και καθιέρωσε πληθώρα λογοτεχνών και καλλιτεχνών. Από τους λογοτέχνες που βρήκαν το περιοδικό ως ένα εκφραστικό μέσο και ως ένα μέσο εξέλιξής τους στα γράμματα, αλλά και απ’ τις εκδόσεις «Διαγώνιος» όπου τύπωναν τα βιβλία τους, θα πρέπει να αναφερθούν οι εξής: Ασλάνογλου, Γ. Ιωάννου. Τ. Καζαντζής, Κόρφης, Καραβίτης, Καχτίτσης, Μουλλάς, Σφυρίδης, Σ. Παπαδημητρίου, Ηλ. Πετρόπουλος, Καρόλος Τσίζεκ, Ριτσώνης, Αλεξ. Μπακονίκα και αρκετοί ακόμη δημιουργοί. Οι παραπάνω επηρέασαν συγγραφικά νεώτερους λογοτέχνες, σε σημείο που να μπορούμε να μιλάμε για ένα είδος Σχολής της Διαγωνίου (λιτότητα έκφρασης, ρεαλισμός, εξομολογητική διάθεση, χαμηλόφωνη γραφή, στροφή στα προσωπικά μας βιώματα, κάποια απ’ τα χαρακτηριστικά αυτής της σχολής ή τάσης της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας.).
Η «Διαγώνιος», που συνδύαζε την παράδοση με μοντερνιστικά ρεύματα, είχε πάντα τη σφραγίδα του Ντ. Χ. τόσο ως προς τη θεματολογία των κειμένων όσο και ως προς την αισθητική της κατεύθυνση. Ο γραφίστας και ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού, κόσμησε και ανέδειξε την όλη προσπάθεια με υψηλής αισθητικής γραφιστικές δημιουργίες, σε βαθμό ώστε να αποτελέσει με τον Χριστιανόπουλο ένα αδιάρρηκτο καλλιτεχνικό δίδυμο, στο οποίο οφειλόταν η επιτυχία και η απήχηση αυτού του εκδοτικού εγχειρήματος. Εδώ, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και η προσφορά του τυπογράφου Νίκου Νικολαΐδη, στο άρτιο συνολικό αποτέλεσμα της τύπωσης του περιοδικού.
Πρώτη εμφάνιση στα Γράμματα
Ο Ντ. Χ. κάνει την επίσημη εμφάνισή του στα γράμματα με την ποιητική συλλογή Η εποχή των ισχνών αγελάδων (1950). Εποχή των ισχνών αγελάδων μεταφορικά υπονοείται η εποχή της ερωτικής στέρησης. Εδώ ο ποιητής δεν γράφει ακόμη ρεαλιστικά και φανερά, υπαινίσσεται καταστάσεις, στα ποιήματά του υπάρχουν αναφορές σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ενώ μόνο προς το τέλος της συλλογής, με το ποίημα «Περιστατικό στη Αθήνα», ο Ντ. Χ. αρχίζει δειλά να ξεφεύγει απ’ το συμβολισμό, την υπονόηση και τις θρησκευτικές αναφορές και να οδηγείται σε μια πιο τολμηρή, ελεύθερη και εξομολογητική γραφή. Προφανώς η εμπειρία του ποιητή με τα κατηχητικά σχολεία (σ’ αυτόν τον τομέα ο Χ. έχει κοινά βιώματα και συμπεριφορές τόσο με τον Ιωάννου όσο και με τον Μαρωνίτη, άσπονδους συνοδοιπόρους του στα γράμματα και στον πνευματικό στίβο) άφησε το στίγμα της σ’ αυτή την πρώτη συλλογή, που για πολλούς, πάντως, περιέχει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του Ντ. Χ.
Στα Ξένα γόνατα (1954) κυριαρχεί πάλι ο ερωτισμός, όμως λυτρωμένος θαρρείς από τον συμβολισμό και το μυθικό του προσωπείο. Ο Χ. γίνεται άμεσος, αποκαλυπτικός, ρεαλιστής. Η αναφορά σε θρησκευτικά μοτίβα υπάρχει πάλι, αλλά με διάθεση σύγκρουσης και αναίρεσης της σημασίας τους, οι μοντερνιστικές επιρροές τύπου Έλιοτ γίνονται εντονότερες, ενώ καθιερώνεται η γυμνή εξομολόγηση ως μέσο ποιητικής έκφρασης.
Ακολουθούν με τη σειρά οι συλλογές: Ανυπεράσπιστος καημός (1960), Το κορμί και το σαράκι (1964), Προάστια (1969), Το κορμί και το μεράκι (1970), Μικρά ποιήματα (1975), Ιστορίες του γλυκού νερού (1980), Το αιώνιο παράπονο. Ποιήματα και τραγούδια (1981), Νεκρή πιάτσα. Πεζά ποιήματα. (1981), Δώδεκα τραγούδια (1984). Η πλειοψηφία των παραπάνω συλλογών ενσωματώθηκαν το 1985 στον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ (εκδ. Διαγώνιος), ενώ ο ποιητής εμπλούτισε παλιότερες συλλογές του με «νεότερα ποιήματα», κι έτσι προέκυψαν νέες συλλογές τόσο στο Το κορμί και το σαράκι (1977), όσο και στο Νεκρή πιάτσα (1977). Ο Ντ. Χ. τύπωσε τα ποιήματα του από τις εκδόσεις της Διαγωνίου και κατόπιν έκανε ανατυπώσεις τόσο από τις εκδόσεις Μπιλιέτο όσο κι από τις εκδόσεις Ιανός, αλλά και ιδιωτικές, κατά καιρούς, εκδόσεις. Την τελευταία του ο συλλογή, πάντως, την τύπωσε στη Λευκωσία.
Χαρακτηριστικά της ποίησης του Χριστιανόπουλου
Αν μπορούμε να ορίσουμε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ντ. Χ. αυτά είναι η σαφήνεια (ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά πως γράφει για να τον καταλαβαίνει και ο μέσος ηλίθιος), ο ρεαλισμός, η απλότητα στην έκφραση, η ακρίβεια στη διατύπωση, η εξομολογητική διάθεση, η τόλμη και η πύκνωση του λόγου. Κανόνας της Διαγωνίου που τον εφάρμοζε πρώτα ο ίδιος ήταν πως «ένα κόμμα παραπάνω βλάπτει και το ποίημα και την τσέπη μας», αφού εκείνη την εποχή οι συνεργασίες στα περιοδικά πληρώνοντας από τον δημιουργό σε σχέση με τον αριθμό των λέξεων. Πολλά ποιήματα του Ντ. Χ. θυμίζουν επιγράμματα ή καλογραμμένα ευφυολογήματα – εδώ φαίνεται η επίδραση της Παλατινής ανθολογίας και των αρχαίων λυρικών στην ποίησή του. Καβάφης και Έλιοτ, οι δύο πηγές απ' όπου άντλησε ο Ντ. Χ., που με την ποίησή του άγγιξε την ατομική περιπέτεια του καθενός και τον ερωτικό καημό, δίνοντας μια πανανθρώπινη αξία και σημασία σ’ αυτό το συνήθως καταπιεσμένο ερωτικό συναίσθημα του απλού ανθρώπου. Στίχοι βαθιά ανθρώπινοι, δίχως ψιμύθια και περιττές φλυαρίες, γυμνοί και ειλικρινείς, αναζητούν τη χαμένη ομορφιά, αναδεικνύουν τόπους, τοπωνύμια και περιοχές της παλιάς Θεσσαλονίκης, εστιάζουν στην ανθρώπινη περιπέτεια και στο τραγικό και ανικανοποίητο της ζωής του καθενός, εξακτινώνοντας διά της εξομολόγησης, της ευθύτητας και της αμεσότητας, τον ανθρώπινο πόνο και καημό σε οικουμενικές σφαίρες.
Η σύγκρουση και η ιδιάζουσα κριτική από τον ποιητή στα θρησκευτικά μοτίβα.
Ενδιαφέρον προκαλεί η σύγκρουση του ποιητή, από ένα σημείο και μετά, και η «αιρετική» αναφορά του σε φράσεις του Ευαγγελίου, που γίνεται συχνά στα ποιήματα του Ντ. Χ. από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και μετά. Αυτού του τύπου η ποίηση εξαγρίωσε εν μέρει κάποιους κοντόφθαλμους θρησκευτικούς κύκλους της εποχής του, και, σε συνδυασμό με την ερωτική κλίση του ποιητή, τον έριξαν στο πυρ το εξώτερον. Φυσικά, ο Ντ. Χ. με την ιδιάζουσα καυστική του ματιά και το βάθος της σκέψης του, πάντα σε συνδυασμό με την απλότητα της εκφοράς του λόγου του, προσπερνάει την μικροπρέπεια και την ηθικολογία των παραπάνω κύκλων, και θριαμβεύει. Να μια μικρή συγκομιδή τέτοιων μικρών ποιημάτων, που υπό μορφή αποφθεγμάτων κάποια εξ αυτών, κερδίζουν τον αναγνώστη με την τόλμη και την ευθύτητά τους:
Έλαιον θέλω και ου θυσίαν
∗
∗
∗
∗
∗
*
Ερμηνείες και ανιχνεύσεις για την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Ο εικοσιεφτάχρονος, σήμερα, Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος, απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ, συγκέντρωσε σε έναν τόμο μελετήματα για την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, υπό τον τίτλο Πέρα από τις ισχνές αγελάδες (εκδ. Ιανός, 2018). Ο Μώρος, που, πέρα από τις φιλολογικές του ικανότητες, διακρίνεται για την ευρυμάθειά του και τη θεολογική του σκευή, με διεισδυτικό βλέμμα ανίχνευσε – ή τουλάχιστον προσπάθησε να δώσει απαντήσεις – σε μια σειρά σκοτεινών και δυσερμήνευτων ζητημάτων που αφορούν την ποίηση του εμβληματικού (για κάποιους αμφιλεγόμενου) ποιητή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος εδώ και χρόνια υπήρξε παροπλισμένος και αδρανής, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα ερεθιστικά και ενδιαφέροντα τα σχόλια του Μώρου για τις νόμιμες «αντιγραφές» του Χριστιανόπουλου από εδάφια της Αγίας Γραφής και του Ευαγγελίου, αλλά και για τους λόγους της αποσιώπησης εκ μέρους του της εκλεκτικής συγγένειάς του με τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον οποίον πάντως ο Χριστιανόπουλος εκτιμούσε ιδιαίτερα και με τον οποίον συγγένευε τόσο ιδιοσυγκρασιακά όσο και θεματολογικά, λόγω της ερωτικής τους κλίσης.1
Τα πατριωτικά ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Με τα δύο τελευταία του ολιγοσέλιδα βιβλία ποίησης, ο ποιητής Ντ. Χ. κάνει μια απρόβλεπτη στροφή, τυπώνοντας ποιήματα εθνικού ή πατριωτικού περιεχομένου. Μιλώ για τις μικρές ποιητικές του συλλογές Η πιο βαθιά πληγή, Θεσσαλονίκη, 1998 (2η έκδοση: Παιανία, «Μπιλιέτο», 2001) και Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει, Λευκωσία, «Αιγαίον», 2010. Το επίθετο «απρόβλεπτη», βέβαια, της παραπάνω πρότασής μου αφορά κυρίως εκείνους που συσχετίζουν το ποιητικό έργο του Ντ. Χ. με την ερωτική θεματολογία – για την ακρίβεια τον ερωτικό καημό, την ερωτική έξαψη, τη μοναξιά, τη στέρηση και τη ματαίωση. Όμως ένας προσεχτικότερος αναγνώστης του έργου του ποιητή θα γνωρίζει ίσως πως ο ίδιος είχε ασχοληθεί και στο παρελθόν πάλι με εθνικά θέματα, είτε ανθολογώντας τους, κατά τη γνώμη του, καλύτερους δεκαπεντασύλλαβους στίχους του Σολωμού, είτε παραχωρώντας συνεντεύξεις για τον εθνικό ποιητή μας, είτε γράφοντας μελέτες για το έργο του μεγάλου Ζακυνθινού είτε τυπώνοντας βιβλία για τον Παύλο Μελά σε ποιήματα Μακεδόνων ποιητών.
Ο Ντ. Χ. σαφέστατα είναι πρωτίστως ερωτικός ποιητής, δευτερευόντως κοινωνικός και πατριωτικός, και λιγότερο πολιτικός. Κάποιοι θέλησαν να προσδώσουν στην ποίησή του τον χαρακτηρισμό «βαθιά πολιτικός», κυρίως μέσα από το ποίημά του «Η αγκίδα» (από τη συλλογή Ο αλλήθωρος, γραμμένο το 1966), δηλαδή μέσα από ένα μόνο ποίημα, και μέσα από έναν μόνο στίχο: σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέλφια μου. Όμως ακόμα κι αυτά τα ποιήματα του Ντ. Χ., στο κουκούτσι τους αναιρούν τον παραπάνω ισχυρισμό τους, αφού στο μεν «Η αγκίδα» ο ποιητής ομολογεί πως έτρεχε σε τσαΐρια την ημέρα που κάποιοι σκότωναν τον Λαμπράκη, και αμέσως μετά ξανακύλησε στην ίδια αδιαφορία του για τα πολιτικά, ενώ από την άλλη, η συνέχεια του προαναφερθέντος μεμονωμένου στίχου του κρύβει χολή για τα αριστερά, αγαπημένα του αδέλφια: «παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν». Ευνόητο, λοιπόν, πως αυτή η απόπειρα μερίδας της κριτικής είναι, μάλλον, ανεδαφική, όπως επίσης και η τάση κάποιων όψιμων μαρξιστών ή εν γένει προοδευτικών μελετητών να ταυτίσουν την ομοφυλοφιλία του με κοινωνικούς αγώνες, χρησιμοποιώντας κυρίως φροϋδικές θεωρίες και ερμηνεύοντας τον Φρόιντ κατά πώς τους βολεύει. Όπως και να ’χουν τα πράγματα, ο ερωτικός Χριστιανόπουλος (ποιητής ιδιοσυγκρασιακός, που κινείται στη σφαίρα της ατομικής περίπτωσης και της τραγικότητας της ζωής, που αφορά τον καθένα μας ξεχωριστά) έγραψε κι αυτές τις δύο συλλογές, που έχουν αρκετό ενδιαφέρον, ιδίως ως προς τη μορφή και τη θεματολογία τους.
Στο Η πιο βαθιά πληγή η ματιά του Ντ. Χ. είναι περισσότερο ελληνοκεντρική από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του. Υπό μορφή πεζής φόρμας (πεζόμορφη ποίηση, ένα στιλ που ο ποιητής ακολουθεί πιστά, κυρίως μετά τη συλλογή του Νεκρή πιάτσα) ο Χ. καταθέτει ποιήματα που αφορούν τους ανταλλάξιμους της Μικρασιατικής τραγωδίας, τη γενναία στάση και το φρόνημα του τελευταίου αυτοκράτορα της Κων/πολης, του Κων/νου Παλαιολόγου, τον μαρμάρινο δίσκο της Τραπεζούντας, τη συγκινητική απάντηση του πατριάρχη Αθηναγόρα στο ότι έμειναν ελάχιστοι ορθόδοξοι χριστιανοί στην Πόλη, τους Ρωσοπόντιους μικροπωλητές που είναι περισσότερο Έλληνες από κάποιους υπερφίαλους «Ελληναράδες», που επικρίνουν δηκτικά την παρουσία τους σε λαϊκές αγορές, τις θηριωδίες των σουλτάνων που διέδιδαν πως ήσαν ποιητές, με τη χατζάρα τους όμως βαμμένη στο αίμα αθώων χριστιανών. Σε κάποια σημεία της συλλογής ο πατριωτισμός και το εθνικό φρόνημα τού ποιητή χτυπούν κόκκινο, όπως στο ποίημα «Αυτά τα τέσσερα», που σας το καταθέτω αυτούσιο:
Αυτά τα τέσσερα
Είκοσι χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Κίσινγκερ λέγεται ότι δήλωσε τα εξής: «Αν θέλουμε να πλήξουμε τους Έλληνες, θα πρέπει να τους πλήξουμε στη γλώσσα, στη θρησκεία τους και στα πνευματικά και ιστορικά τους αποθέματα». Με άλλα λόγια, είναι σαν να ομολογεί πως δεν κατάφερε με τίποτε να εξουδετερώσει ηθικά τους Έλληνες· ό,τι επέτυχε, το πέτυχε μονάχα με τη δύναμη των όπλων.
Τέτοιες ομολογίες καθαρμάτων, σε εθνική αυτογνωσία πρέπει να μας φέρνουν. Κι ας μην ξεχνάμε, μέσα στη λιγοψυχία μας, αυτά τα τέσσερα που οι Κίσινγκερ φοβούνται από μας.
Κατά τον κριτικό Διονύση Στεργιούλα η εθνοκεντρική θεματολογία υποδηλώνει ίσως, εκτός των άλλων πιθανών αιτιών, και μία βαθύτερη ανασφάλεια του ποιητή, σχετική με την αποδοχή του έργου του στο μέλλον («Το ποιητικό έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου», μελέτη δημοσιευμένη στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 165, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015), ενώ ο Περικλής Σφυρίδης σε δοκίμιό του με στοιχεία μαρτυρίας («Ο Χριστιανόπουλος είναι και θα παραμείνει ερωτικός ποιητής», περιοδ. Εντευκτήριο, τχ. 95, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) πιστεύει πως ο ποιητής αισθάνεται ένα μίσος, μια αποστροφή για τους Τούρκους και εν γένει για τους ξένους, αφού ανέκαθεν υπέφωσκε μέσα του ένα αίσθημα εθνοκεντρισμού, το οποίο διαμόρφωσαν και ενίσχυσαν μέσα του η προσφυγική καταγωγή του, η μάνα του και τα κατηχητικά σχολεία.
Η συλλογή Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει –ο τίτλος της προέρχεται από τους δύο τελευταίους στίχους ενός από τα ποιήματα της συλλογής Το κορμί και το σαράκι– περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα στο χρονικό διάστημα 2005-2010, οχτώ τον αριθμό –όσα ακριβώς και στο Η πιο βαθιά πληγή–, που τυπώθηκαν το 2010 στην Κύπρο. Το βιβλίο αυτό, φαινομενικά, αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης συλλογής του, και ως προς τη μορφή συγγενεύει με κείνη. Ενώ η πλειοψηφία των ποιημάτων πάλι περιστρέφεται γύρω από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα –τα πέντε του πρώτου μέρους– η ματιά του Ντ. Χ. δεν έχει ελληνοκεντρικό χαρακτήρα. Απεναντίας, είτε καυτηριάζονται «ηρωικές» αρχαιοελληνικές πρακτικές, όπως η φρικτή «κρυπτεία» των Λακεδαιμονίων, που με το χέρι βουτηγμένο στο αίμα των Ειλώτων, πολέμησαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες –κάτι ανάλογο δηλαδή με τους Τούρκους σουλτάνους της προηγούμενης συλλογής– (ποίημα «Θερμοπύλες») είτε προβάλλεται η συνεισφορά αλλοθρήσκων και αλλοφύλων στον εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού («Περσικά δώρα», «Αλέξανδρος Σεβήρος») είτε επισημαίνεται το διαχρονικά εθνικό μας σπορ, εκείνο της λαμογιάς, της ρεμούλας και της αναξιοπρέπειας («Ορμίσδας, Θεσσαλονίκη 390 μ. Χ.», – το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, της συλλογής).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Ντ. Χ. κλείνει με τρία ποιήματα, μάλλον ιδιωτικού ενδιαφέροντος, απ’ το οποίο ξεχωρίζει το «Ναπολέων Λαπαθιώτης» για το γλυκόπικρο ύφος του και την έντονη ειρωνεία του (ένας τοιούτος ποιητής, ο Λαπαθιώτης, σάρωσε σε δόξα έναν ένδοξο μουστακαλή και ανδροπρεπή μακρινό του πρόγονο, για τον οποίο όμως η Ιστορία δεν έγραψε ούτε μία αράδα). Αντιγράφω ολόκληρο το ποίημα «Ορμίσδας, Θεσσαλονίκη 390 μ. Χ.», που το θεωρώ εξαιρετικά επίκαιρο με τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τις δράσεις των πολιτικών στην προ της κρίσης περίοδο, τις παρεκτροπές των Νεοελλήνων και τις μίζες κορυφαίων ταγών της ελληνικής κοινωνίας, αφού οι σκληροί, όμως αληθινοί (και προφητικοί) στίχοι του ποιητή τούς φωτογραφίζουν (ίσως και παρά τη θέλησή του) θαυμάσια.
Ένα γενικό, τώρα, σχόλιο για αυτές τις δύο συλλογές του Ντ. Χ. Σε κάποια ποιήματα των δύο παραπάνω συλλογών («Εξυπονοείται» και «Ρωσοπόντιοι», από το Η πιο βαθιά πληγή και, ιδίως, στο «Ορμίσδας, Θεσσαλονίκη 390 μ.Χ.» από το Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει) γίνεται ένα είδος κριτικής σε κοινωνικές παθογένειες και αποστήματα της ελληνικής πραγματικότητας, που χρονίζουν. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με παλιότερα ποιήματα του Ντ. Χ. που μιλούν για φτωχούς και κατατρεγμένους ή άλλα που αποκαλύπτουν την ισοπέδωση της παλιάς γειτονιάς στις πόλεις για χάρη του νέου και του εντυπωσιακού (π.χ. «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»), φαίνεται να δείχνουν πως το έργο του ποιητή έχει, κάποιες φορές, και κοινωνική διάσταση. Ωστόσο κι αυτό το στοιχείο υπερκαλύπτεται από το ερωτικό, αφού ακόμα και στις υπό παρουσίαση συλλογές του θα βρούμε διάσπαρτες ερωτικές νύξεις, φανερές ή σε λανθάνουσα μορφή, στα επτά από τα δεκάξι συνολικά ποιήματα («Ξένοι στρατοί», «Αλέξανδρος Σεβήρος», «Περσικά δώρα», «Ναπολέων Λαπαθιώτης», «3 Αυγούστου 1955» «Στη Νέα παραλία», «Λουκάς Νοταράς»).
Εν κατακλείδι: Τα δύο παραπάνω βιβλία, που, όπως φαίνεται, ολοκληρώνουν τον ποιητικό κύκλο του μεγάλου ερωτικού ποιητή της Θεσσαλονίκης, είναι σημαντικά και αναδεικνύουν μια από τις διαστάσεις του συνολικού του έργου. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε εκ μέρους του Ντ. Χ. κάποια ιδιαίτερη σκοπιμότητα ή υστεροβουλία για να γράψει τέτοιου είδους ποίηση, φέρ’ ειπείν για να αγκαλιάσουν το έργο του πλατύτερες αναγνωστικές μάζες ή από ανασφάλεια για την υστεροφημία του (απόψεις Σφυρίδη και Στεργιούλα, που φαίνεται πως, σ’ αυτό το θέμα, συγκλίνουν). Θέλω να πιστεύω πως αυτά του τα τελευταία ποιήματα πηγάζουν από γνήσια φιλοπατρία και από μια αγνή πίστη του στο ιδεώδες της αξιοπρέπειας, άλλοτε παίρνοντας το μέρος των Ελλήνων και της ορθοδοξίας, και άλλοτε (αντισταθμιστικά) των αλλοθρήσκων και των αλλοφύλων, όταν οι τελευταίοι αποτελούν αληθινά παραδείγματα αξιοπρέπειας και εντιμότητας. Ωστόσο, η σύγκριση αυτών των δεκαέξι τελευταίων ποιημάτων του με τα ερωτικά του ποιήματα τον αδικούν κατάφωρα ως ποιητή. Κι αυτό γιατί στη συνείδηση των πολυάριθμων αναγνωστών του, τα παλιά του ποιήματα (κυρίως τα ερωτικά του, και τα πανέξυπνα, σχεδόν σοφά του, επιγραμματικά ποιήματά του) λειτουργούν ως οδοδείκτες για μια βαθύτερη συνειδητοποίηση, όχι εθνική αλλά ατομική. Μια συνειδητοποίηση που σχετίζεται, πρωτίστως, με την ερωτική αγωνία, τη μοναξιά αλλά και το ατομικό δράμα του καθενός από εμάς.2
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό (Δύο συνεντεύξεις), Οδός Πανός, 2004
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, περιοδικά (λογοτεχνικά και μη) και άλλα έντυπα μέσα. Κάποιες απ’ αυτές, λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν, έγιναν και βιβλία. Το βιβλίο που αφορά δύο πρόσφατες συνεντεύξεις του ποιητή στον Διονύση Στεργιούλα, τιτλοφορείται «Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός, με επιμέλεια του Γιώργου Χρονά.
Ο Χριστιανόπουλος δεν είναι «εύκολος» συζητητής ούτε βολικός συνεντευξιαζόμενος. Συχνά αντιδρά σε άστοχες ή ασαφείς ερωτήσεις δημοσιογράφων, φέρνοντάς τους σε δύσκολη θέση. Πρέπει, ο ερωτών, να έχει κότσια γερά και να ’ναι άριστα ενημερωμένος και μελετημένος για να αναμετρηθεί μαζί του. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του σε συνδυασμό με το απρόβλεπτο τού χαρακτήρα του, το λιγότερο, μπορούν να εκθέσουν (τις περισσότερες φορές δικαίως, κάποτε αδίκως) αυτόν που του υποβάλλει ερωτήσεις. Ο Διονύσης Στεργιούλας, από τη θέση του ερωτώντα πιστεύω πως έφερε σε πέρας το δύσκολο και παράτολμο εγχείρημά του. Εισέπραξε απλώς κάποια δυσφορία του ποιητή αναφορικά με τις πολλές υποερωτήσεις του, που περιέπλεκαν κάπως το περιεχόμενο κύριων ερωτήσεων, και σκόνταψε –ευτυχώς, μόνο με λίγες εκδορές– στην –νομίζω ορθή– πεποίθηση τού Χριστιανόπουλου πως δεν είναι υποχρεωμένος, σώνει και καλά, να γνωρίζει θέματα ανεξιχνίαστα ως τώρα, σχετικά με τη ζωή και το έργο του μεγάλου μας ποιητή.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελεί έναν μονόλογο ή –καλύτερα– μιαν εξομολόγηση του Ντ. Χ., που καλύπτεται σε τέσσερις υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα ο ποιητής, με το γνώριμο ύφος του, αναφέρεται στην απασχόλησή του με τον Σολωμό και το έργο του (εδώ, καταλυτικό ρόλο παίζει ο καθηγητής του Λίνος Πολίτης, χάρις στον οποίον αρχίζει η ενασχόλησή του με τον Μέγα Επτανήσιο ).
Στη β΄ υποενότητα ο Ντ. Χ. αναφέρεται στις μεταφράσεις του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» – εξακολουθεί να πλουτίζει αυτήν τη μελέτη ως σήμερα και, ήδη, οι μεταφράσεις έφτασαν στις ενενήντα, σε δεκαέξι γλώσσες. Ο Χριστιανόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Σολωμό, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον Ρίτσο, πως: «διακόσια χρόνια μετά το θάνατό του, όταν πια δεν υπάρχει ίχνος από τα κοκκαλάκια του, θριαμβεύει, γιατί βασίζεται στις ίδιες του τις δυνάμεις». Εντούτοις, παραδέχεται πως, αν και σπουδαιότερος ποιητής, ξεπεράστηκε από τον Καβάφη, γιατί παρέμεινε ποιητής για τους Έλληνες, ενώ ο Καβάφης για όλη την οικουμένη.
Η τρίτη υποενότητα αφορά μελέτες, διαλέξεις και έρευνες του Ντ. Χ. για τον Σολωμό – σε εξέλιξη βρίσκεται εργασία τού ποιητή που αφορά τις σχέσεις της Θεσσαλονίκης με τον Σολωμό.
Στην τέταρτη υποενότητα, ο Ντ. Χ. αναφέρεται στο πώς πλησίασε τον Σολωμό από λογοτεχνικής πλευράς (με μια ανθολογία περίπου 100 δεκαπεντασύλλαβων του Σολωμού, με τίτλο «Οι ωραιότεροι δεκαπεντασύλλαβοι» κι ένα τετράστιχο ποιηματάκι εμπνευσμένο από το έργο του εθνικού μας ποιητή που όμως αφορά καταστάσεις πιο ρεαλιστικές, θλιβερές κι απογοητευτικές από εκείνες με τις οποίες καταγίνονταν ο Σολωμός).
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφορά τη δεύτερη συνέντευξη του Ντ. Χ. στον Στεργιούλα. Ο Στεργιούλας, που δεν είναι «χθεσινός» στα περί τον Σολωμό –επιμελήθηκε και αφιέρωμά του, έκτασης 73 σελίδων, στην Οδό Πανός (τεύχ. 105-106)– υποβάλλει καίριες και διεισδυτικές ερωτήσεις–τοποθετήσεις στον ποιητή, εκμαιεύοντας πλούσιες και διαφωτιστικές απαντήσεις. Είναι πράγματι εθνικός ποιητής, όταν η ιδέα της ελευθερίας που πραγματεύεται είναι παγκόσμια; Τι επίδραση είχε ο Ύμνος στους Έλληνες της εποχής του; Μήπως οι «σολωμιστές» αναλώνουν τις δυνάμεις τους σε θέματα εντελώς τυπικά, απομακρυνόμενοι από την «ουσία της ποίησης»; Ποια η σκευή και ποιες οι πηγές του Σολωμού στην ποίησή του; κάποιες από τις ερωτήσεις του συγγραφέα. Ο Χριστιανόπουλος, πάλι, με τον μοναδικό του τρόπο μάς πληροφορεί πως ο Σολωμός «βυζαίνει από δύο βυζιά και μάλιστα πολύ ωραία» (από ομοιοκατάληκτη μαντινάδα και δημοτικό τραγούδι), ενώ για το σολωμικό απόφθεγμα «υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και, αν είσαι αρκετός, υπόταξέ την», σχολιάζει: «Δεν αρκεί να μείνεις μόνο στη γλώσσα του λαού, αλλά και να την ανεβάσεις σε υψηλό επίπεδο, αν είσαι αρκετός». Ιδιαίτερα, όμως, συγκλονίζει και συγκινεί ο παρακάτω συλλογισμός του Θεσσαλονικιού ποιητή: «…Πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια του σολωμικού έργου έχει κάποια σχέση με το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια της νεοελληνικής ιστορίας».
Ο Στεργιούλας, που δεν είναι «χθεσινός» στα περί τον Σολωμό, υποβάλλει καίριες και διεισδυτικές ερωτήσεις–τοποθετήσεις στον ποιητή, εκμαιεύοντας πλούσιες και διαφωτιστικές απαντήσεις.
Ο Διονύσης Στεργιούλας κι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κάθισαν και συζήτησαν απλά, φιλικά αλλά διόλου ρηχά, για ένα μεγάλο κοινό τους έρωτα, που ακούει στο όνομα: Διονύσιος Σολωμός. Και παρά τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις σε επιμέρους θέματα, συντονίστηκαν αρμονικά με το πνεύμα του εθνικού μας ποιητή 3.
Δοκίμια και πεζογραφικά βιβλία του Ντ. Χ. , κατά τη δεκαετία 2000-2010
Ο ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος και μελετητής Ντίνος Χριστιανόπουλος κατέθεσε ένα βιβλίο και τρεις ανατυπώσεις πεζογραφικών βιβλίων, κατά τη δεκαετία 2000-2010. Ενώ θα συμφωνήσω με διαπιστώσεις κριτικών πως το πεζογραφικό έργο του Χ. είναι υποδεέστερο του ποιητικού του, δεν μπορώ πάντως να μην τονίσω την αναμφισβήτητη αξία του και την αφηγηματική του αρτιότητα. Διαβάζοντας διηγήματα του Χ. έχεις την εντύπωση πως από το κείμενο δεν λείπει ούτε μία λέξη, δεν υπάρχει τίποτα το περιττό, κάτι που προφανώς οφείλεται στην πολύχρονη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το καινούριο του βιβλίο στην εν λόγω δεκαετία είναι το Εγώ, φαντάρος στο χακί – αναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία (Μπιλιέτο, 2003). Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο όπου ο Χ. εξιστορώντας τη στρατιωτική του θητεία από την πρώτη μέρα μέχρι την απόλυσή του, εξαντλεί την αφηγηματική του δεινότητα. Ωστόσο ο Π. Σφυρίδης διακρίνει στο κείμενο έλλειψη δραματικότητας «τόσο των συνθηκών στράτευσης όσο και της ίδιας της εποχής» (Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν.Χ., INFOPRINT, 2005, σελ. 24), ενώ ο Δ. Στεργιούλας λέει πως [ο Χ.] «αποφεύγει να αναφερθεί σε ό,τι δεν είδε, και είναι φανερό ότι δεν επιδιώκει να δημιουργήσει ένα κείμενο με πολιτικές προεκτάσεις αλλά ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο» (Εντευκτήριο, τχ. 64, 2004). Οι ανατυπώσεις αφορούν τα βιβλία Η κάτω βόλτα (διηγήματα, Ιανός, 2004) (κείμενα γυμνά, εξομολογητικά, αυτοβιογραφικά, με κυρίαρχο θέμα τον ματαιωμένο έρωτα, περιστατικά από τη στρατιωτική θητεία του αφηγητή ή τις σχέσεις τριβής που υπάρχουν ανάμεσα σε πνευματικούς δημιουργούς), Οι ρεμπέτες του ντουνιά (μικρά πεζά, Ιανός, 2004) (δεκαπέντε μικρές αφηγηματικές πρόζες με κοινή συνισταμένη τη ρεμπέτικη ζωή, άλλοτε μέσα από την παρουσίαση άλλων προσώπων άλλοτε μέσα από προσωπικά βιώματα) και Τέσσερα παραμύθια, σπουδές λαϊκού λόγου (Μπιλιέτο, 2001).4
Οι γάτες του Χριστιανόπουλου
Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν (Ιανός, 2008), οι μνήμες του ποιητή για τα γατιά του σπιτιού του καταλαμβάνουν ένδεκα ολόκληρες σελίδες. Πολλές εμβόλιμες αναφορές, βέβαια, στις γάτες του (αθροιστικά ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση σελίδων) γίνονται στον ογκώδη τόμο που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις Ιανός, στο Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που αποτελεί δεκαετή (2004-2012), απομαγνητοφωνημένη συνομιλία του ποιητή με την πεζογράφο και πανεπιστημιακό Σωτηρία Σταυρακοπούλου – ένα βιβλίο που δίχασε κριτικούς, λογοτέχνες και λοιπούς διανοούμενους λόγω των δεκάδων (συχνά άστοχων ή αψυχολόγητων) πικρόχολων επιθέσεων εκ μέρους του ποιητή απέναντι σε ανθρώπους του πνευματικού χώρου, Θεσσαλονικείς και μη, αλλά και εξ αιτίας της χρονικής στιγμής της κυκλοφόρησής του.
Τζούλη, Τσογλανίτσα, Ανανίας, Αζαρίας, Ιεχονίας, Μαυρούλα, Αλιφραγκής, είναι κάποια μόνο από τα γατιά του ιδιόρρυθμου και αμφιλεγόμενου ποιητή, που κάποτε επαιρόταν πως σίτιζε και διατηρούσε στο διαμέρισμά του τόσα γατιά όσα είχε και ο Καβάφης. (Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τον αριθμό των ποιημάτων του: ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ισχυριζόταν πως τα αποδεκτά από τον ίδιο ποιήματά του ήταν 365, όσες και οι βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης5).
Η όλη αφήγηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου κρύβει τρυφερά φιλοζωικά αισθήματα, δείχνει το δέσιμό του με τα ζώα αλλά και την ταύτιση της ύπαρξής τους με συμβάντα που αφορούν συγγενικά του πρόσωπα (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Σφυρίδη, σε κάποια του διηγήματα, με τα δικά του ζώα). Αυτή η ταύτιση του ποιητή με τα ζώα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν π.χ. πιστεύει ότι η γατούλα του ήρθε θεόσταλτη στην κηδεία της μητέρας του και πως ήταν μοιραίο να την υιοθετήσει.
Από τον πρόλογο της αφήγησης φαίνεται πως, κάποιες φορές, η αγάπη του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τις γάτες υπερκεράζει ακόμη και την αγάπη του για τους ανθρώπους ή για την τέχνη. Λέει χαρακτηριστικά στη σελ. 180: «Αντί να σας πω λίγα λόγια για τα ποιήματά μου, σκέφτηκα να σας μιλήσω για τα γατιά μου… Μιλώντας για ποιήματα γλιστράμε σε κουλτουριάρικες αναλύσεις και θεωρίες, ενώ μιλώντας για γατιά, θέλοντας και μη δεν ξεφεύγουμε από την ίδια τη ζωή. Καλύτερα λοιπόν ιστορίες από τη ζωή, παρά αναλύσεις για την τέχνη».
Ωστόσο, το πιο βαθύ και σοβαρό κείμενο του Χριστιανόπουλου που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τρία ή τέσσερα ποιήματά του που αναφέρονται σε γάτες, είναι το πεζόμορφο ποίημα «Γάτα» (Νεκρή πιάτσα, πεζά ποιήματα, Διαγώνιος, 1990). Εδώ ο ποιητής, πολύ πετυχημένα κατά τη γνώμη μου, αντιπαραθέτει τη συμπεριφορά και τα καμώματα της γάτας του με την ερωτική του ιδιαιτερότητα, νιώθοντας εντέλει ο ίδιος ανεπαρκής απέναντι στη σοφία του ζώου. Αντιγράφω το ποίημα:
«Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει από τα χέρια μου το κρέας, μα όταν σκύψω για να τη χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο· τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να ’ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα· τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό τραβιέται;
Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές· χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμη να την καταλάβω».6
Περί βραβείων και επιτιμοποίησης του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Ο Χριστιανόπουλος το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του, τόσο στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης, όσο και για τη γενικότερη προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Προς τιμήν τους ο Νίκος Δαββέτας –παιδί κι αυτό της «Διαγωνίου», που ξεκίνησε πρώτα ως ποιητής, για να συνεχίσει μετά με ιδιαίτερη επιτυχία τη λογοτεχνική του πορεία με την πεζογραφία– και τα άλλα μέλη της επιτροπής επέλεξαν τον Θεσσαλονικιό ποιητή γι’ αυτό το βραβείο, που φυσικά ήταν φανερή ένδειξη αποδοχής του σημαντικού του έργου. Ο Χριστιανόπουλος, όμως, αρνήθηκε να το παραλάβει παραπέμποντας τα μέλη της επιτροπής που τον βράβευσαν σε ένα απόσπασμα του κειμένου του Εναντίον, του 1977, όπου έλεγε τα εξής: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερού μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας». Λίγους μήνες, όμως, μετά, τον Ιούνιο του 2011 ο Χριστιανόπουλος πείθεται από φίλους του πανεπιστημιακούς να αναγορευτεί σε επίτιμο διδάκτορα του Α.Π.Θ., από το Τμήμα Φιλολογίας, αν και στην Κάτω βόλτα (Ιανός, 2004) είχε παλιότερα δημοσιεύσει μικρό πεζό με τον τίτλο «Επίτιμος διδάκτωρ» (γραμμένο το 2003), στο οποίο επικροτεί τη στάση του Νικόλαου Δελιαλή, του Κοζανίτη διευθυντή της Βιβλιοθήκης Κοζάνης, που σαρκαστικά αρνείται να του δοθεί ο παραπάνω τίτλος από το Πανεπιστήμιο, κάτι που φαίνεται να επικροτεί ο Χριστιανόπουλος, απολαμβάνοντας και εγκρίνοντας τη στάση του. Αυτή η αντινομία και αμετροέπεια του Χριστιανόπουλου (ίδιον του χαρακτήρα του) με εξέπληξε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έγραψα κι εγώ το παρακάτω σύντομο και σκωπτικό ποιηματάκι, που συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική μου συλλογή Ντόρτια (ποιήματα των φίλων, 2012)
Επίτιμος διδάκτωρ
Φυσικά δεν έδειξα στον Ντίνο ποτέ μου αυτό το ποίημα μου, γιατί θα άκουγα από τα χείλη του τα μύρια όσα, αφού ο ποιητής στην κάθε αρνητική κριτική που του γινόταν αντιδρούσε άσχημα και σπασμωδικά.
Διήγημα αφιερωμένο στον Ντίνο, που κατάφερε να βγει αλώβητος από εγχείριση στην καρδιά
Ο Βασίλης Δημητράκος και ο Περικλής Σφυρίδης μού ζήτησαν ένα κείμενο για τον Χριστιανόπουλο, σε αφιέρωμα που ετοίμαζαν στο περιοδικό «Μπιλιέτο», στο τέλος του 2007 (φωτό). Ο Ντίνος τότε μόλις είχε ξεμπερδέψει από ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, μέρος του οποίου έζησα κι εγώ από πρώτο χέρι. Έγραψα λοιπόν το παρακάτω διήγημα.8
Η ποίηση στην εντατική (διήγημα)
στον Ντίνο, που τα κατάφερε
Τον γνώριζε χρόνια, από τότε που στράτιζε δειλά στα λογοτεχνικά σοκάκια της πόλης, με κάτι δημοσιεύσεις σε περιοδικά. Τον θαύμαζε και τον φοβόταν συνάμα. Ήταν απρόβλεπτος, είρων, καυστικός αλλά και ακριβοδίκαιος. Θυμόταν την πρώτη συνάντησή τους στο γραφειάκι του, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όπου πήγε για να του δείξει κάτι πρωτόλεια ποιήματά του. Τη θερμή χειραψία που προηγήθηκε, την υπευθυνότητα και αξιοπρέπεια που ακτινοβολούσε κάθε του κίνηση. Κάθισε ώρα πολλή σκυμμένος στα γραφτά του και του έκανε οξύτατες παρατηρήσεις. Δοκίμασε να διορθώσει ένα αδύνατο ποιηματάκι του, για να το κάνει κάπως της προκοπής. Ένα δωρεάν ιδιαίτερο μάθημα στην ποίηση από έναν μετρ του είδους. Πίστεψε πως τον συμπάθησε, γι’ αυτό τα έκανε αυτά. Αργότερα έμαθε πως, παρ’ όλες τις ασχολίες του και τον ανύπαρκτο, ουσιαστικά, ελεύθερο χρόνο του, απαντάει γραπτώς σ’ όλες τις δουλειές που του στέλνουν – ακόμα και σε πρωτοεμφανιζόμενους ή λογοτεχνικά «ψώνια» –, βρίσκει καιρό για όλους. Πάντα με αυστηρότητα και δικαιοσύνη.
«Σαν τον συχωρεμένο τον παππού σου ...» Έτσι και κείνος, έβλεπε λευκή μπλούζα κι άλλαζε τετράγωνο. Ούτε έξω από τα ιατρεία τους περνούσε. «Να πας σ’ ένα γιατρό να σ’ εξετάσει, να σου μετρήσει και την πίεση ...» τον τσιγκλούσε η μάνα του για να τον ταρακουνήσει. Αυτός την απόπαιρνε. «Σώπαινε από κει ... Θέλω την υγειά μου, όχι να με ξεκάνουν μιαν ώρα αρχύτερα ...» Με τα πολλά κι ύστερα από κάτι ενοχλήσεις σε πλάτη και αρθρώσεις, πείστηκε να επισκεφτεί τον γείτονα καρδιολόγο και ανερχόμενο – τότε – πεζογράφο. «Μπάρμπα Γιώργη, αν θέλεις να ζήσεις κάποια χρονάκια ακόμη, κομμένα τα ουζάκια και τα τσιγαράκια. Κατάλαβες;» Πίστεψε ο άνθρωπος πως μιλώντας του ωμά, θα τον προσγείωνε. Η απάντηση όμως του παππού του καταπέλτης: «Τι είναι αυτά που λες, γιατρέ μου; Εμένα τα τσιγαράκια και τα ουζάκια με κρατούν στη ζωή, εσένα δε σε βλέπω και πολύ καλά μ’ αυτά που μου λες...» Έξι μήνες αργότερα, κουτρουβαλούσε στα σκαλιά της πολυκατοικίας τους με βαρύ εγκεφαλικό, έχοντας δυο σακούλες ψώνια πιασμένες σφιχτά στα δάχτυλα.
Τέσσερις μέρες έμεινε στην εντατική, μετά ξεψύχησε. Εκείνος, τότε, σπούδαζε στην Κομοτηνή. Δεν του είπαν τίποτα, μην τον στενοχωρήσουν. Όταν επέστρεψε για τις καλοκαιρινές διακοπές, δεν βρήκε τον παππού στο διαμέρισμα. Του εξήγησαν τι είχε συμβεί. Θύμωσε, εξαγριώθηκε, ένα μήνα δεν μιλούσε σε κανέναν. Ακόμα το κρατάει της μάνας του για την τότε υπερπροστατευτικότητά της, να μην τον ειδοποιήσουν για την κηδεία του. Εκ των υστέρων, βέβαια, έμαθε πως ήταν εντολή του παππού να μην τον ενημερώσουν, αν του τύχαινε κάτι, για να μην του λείψει ακόμα περισσότερο.
«Σου χρωστάω μια επίσκεψη, καλέ μου παππού, στην εντατική ...» έγραψε –χρόνια μετά– σ’ ένα σημειωματάριο, που το φυλάει μέχρι σήμερα σε μια χαρτόκουτα, μαζί με τα πρώτα του ποιήματα.
![]() |
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τον Παναγιώτη Γούτα, στο βιβλιοπωλείο Ιανός της Θεσσαλονίκης, κατά την παρουσίαση του μυθιστορήματος Η Ρεβάνς (εκδ. Μεταίχμιο), του τελευταίου, το 2004. |
Μέσα στο ταξί είχε συνέχεια στο μυαλό την εικόνα του. Τον βλέπει πάλι να σκάει μύτη στις εκδηλώσεις κεντρικού βιβλιοπωλείου της πόλης με το ίδιο πάντα παλτό. Ανεβαίνει αργά τα σκαλοπάτια ως τον ημιώροφο και αρχίζει τις χειραψίες. Όλους τους χαιρετά. Ύστερα βάζει μπροστά μπηχτές κι υπονοούμενα. Μικροκακίες κι ευφυολογήματα. Θαυμάζει φωναχτά τον λαιμό φίλου του εκδότη. Ένα κεφάλι ζωγραφισμένο από Μακεδόνισσα ζωγράφο, αναρτημένο στον τοίχο, του αποσπά την προσοχή. Σχολιάζει την αμφίεση μιας υπαλλήλου που του χαμογελά με λατρεία. Τώρα μιλάει σ’ έναν νέο ποιητή, κάτι τον συμβουλεύει. Παραδίδει έναν κίτρινο, σφραγισμένο φάκελο σε κάποιον πεζογράφο. Ρυθμίζει τις τελευταίες λεπτομέρειες μιας βιβλιοπαρουσίασης, στην οποία θα προλογίσει. Επιπλήττει έναν άλλο πεζογράφο που, κατά την αυστηρή του κρίση, εφησυχάζει στη γραφή του, αρκούμενος στα ήδη κεκτημένα. Πόσο ορφανοί θα ένιωθαν όλοι, αν τελικά δεν τα κατάφερνε! Πόσο λειψή και φτωχή θα έμενε η πόλη, δίχως τα πιπεράτα του σχόλια, τις γκρίνιες του, τις κατηγόριες του, τη σοφία του! Μονάχα τα ποιήματά του θα έμεναν άθικτα, ανέγγιχτα από τον χρόνο. Σαν τις κεφαλές των Ερμών θα κατεύθυναν, θα έδειχναν το δρόμο. Οδοδείκτες για έναν αριθμό ανθρώπων που τα λάτρεψαν και τα πίστεψαν, όπως οι θρησκευόμενοι τις περικοπές των ευαγγελίων. «Πόσα, πόσα δυστυχισμένα Χριστούγεννα ποιητών!»7 επανέλαβε με θλίψη τον στίχο άλλου αγαπημένου του ποιητή, κι ο ταξιτζής, ακαριαία, του έστειλε από το καθρεφτάκι του ένα ανήσυχο, συμπονετικό βλέμμα.
Πέντε παρά είκοσι έφτασε στο νοσοκομείο. Δοκίμασε ν’ ανεβεί στη Στεφανιαία Μονάδα, αλλά μια κοπέλα στο γραφείο κίνησης τον εμπόδισε.
—Πρέπει να ανεβείτε, κύριε, στις πέντε ακριβώς. Διαφορετικά δε θα σας αφήσουν να περάσετε.
Βγήκε στον αυλόγυρο του νοσοκομείου κι άναψε τσιγάρο. Το είχε κόψει προ καιρού, αλλά κάτι συμβάντα σαν αυτό δεν αφήνανε περιθώρια αποτοξίνωσης. Θυμήθηκε τώρα πως τον είχε τιμήσει, ερχόμενος στις παρουσιάσεις των δύο βιβλίων του. Καθισμένος στα πρώτα καθίσματα τον παρακολουθούσε με προσοχή. «Έχω τον Δημητριάδη πρώτο τραπέζι πίστα!» διαλαλούσε δεξιά αριστερά φουσκώνοντας σαν κούρκος. Από μέσα του, βέβαια, έτρεμε μήπως έπαιρνε τίποτα στραβά, ζητούσε κάποια στιγμή τον λόγο και διαολόστελνε εκδήλωση κι ομιλητές. Τίποτα απ’ αυτά δε συνέβη ποτέ. Το μέταλλο είχε αρχίσει να μαλακώνει. Τον είχε καλέσει και στο ταβερνάκι, «εκεί που καταλήγουν οι βιβλιοπαρουσιάσεις», κατά τη δική του ρήση. Τον είχε τιμήσει και τις δύο φορές. Δεν τον πολυπαραδεχόταν ως συγγραφέα – ίσως και να έβρισκε πως τον μιμούνταν – όμως τον στήριζε, του φερόταν με συμπάθεια, δεν του έκοβε τα φτερά. Κάποτε μάλιστα του είπε πως διαβάζει πολύ ωραία τα διηγήματά του. Κολακεύτηκε. Κι ας του τόνιζε συνεχώς πως δεν πρέπει να βγάζει βιβλία αλόγιστα, δίχως να έχει κάτι καινούριο να πει. Η κυοφορία της ιδέας ενός βιβλίου, του έλεγε, πρέπει να διαρκεί όσο κι ένα μωρό, δηλαδή εννέα μήνες. Μόνο της ιδέας. Ξέχωρα το γράψιμο, το διόρθωμα, το τύπωμα. Επίσης, άλλο άσκηση κι άλλο δημιουργία. Δεν αρκεί να γράφουμε για να ασκούμαστε, πρέπει να δημιουργούμε. Τον άκουγε προσεχτικά, παίρνοντας πάντα στα σοβαρά τις συμβουλές και τις επισημάνσεις του. Σε τι κατάσταση θα τον έβρισκε τώρα; Πώς θα τον αντίκριζε; Τι θα ’χε απομείνει απ’ τον χαλκέντερο κι ακάματο ποιητή και κριτικό; «Η ποίηση στην εντατική!» σκέφτηκε με τον τρόπο του άλλου, που έδινε, εκεί μέσα, τον δικό του αγώνα.
Έξω από την εντατική περίμεναν καρτερικά τέσσερα πέντε άτομα – ζωγράφοι, λογοτέχνες, προσωπικοί φίλοι. Όλοι τους ήταν απαυδισμένοι. Ο φίλος του, συγγραφέας και γιατρός, είχε δώσει εντολή να μην τον ενοχλήσει κανείς – ακόμη κι αν έμοιαζε να έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο –, κι η νοσοκόμα υπηρεσίας, μια ανδρογυναίκα με συμπεριφορά δεσμοφύλακα αναμορφωτηρίου, την τηρούσε με το νι και με το σίγμα. Έπρεπε, λοιπόν, να πλησιάσουν απλώς στην πόρτα της εντατικής και, για ένα δύο λεπτά, να μιλήσουν από μακριά με τον ασθενή.
Εν κατακλείδι
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τους σημαντικότερους κι επιδραστικότερους ποιητές της γενιάς του και από τους τελευταίους μεγάλους της ελληνικής ποίησης, υπήρξε μια φωνή αιρετική, ωστόσο μια φωνή άμεση, καθαρή, ειλικρινής, αληθινή, γοητευτική και ελκυστική. Τολμηρός πάντα και εξομολογητικός, είχε τα κότσια, τόσο με το έργο του όσο και με τις δημόσιες εμφανίσεις του, να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Φεύγοντας από τη ζωή ύστερα από πολύχρονη σωματική και πνευματική καταβολή και αδυναμία, σε ηλικία 89 ετών, στις 11 Αυγούστου του 2020, νιώθουμε πολλοί πως χάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας, του παρελθόντος μας, της μνήμης μας και των βιωμάτων μας σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Εγκατέλειψε σωματικά τη ζωή, μα δεν εγκατέλειψε ποτέ του την ποίηση, όπως είχε γράψει, κάποτε, στο υπέροχο ποίημά του (φωτο) που έγραψε ιδιοχείρως και μου το αφιέρωσε, και που με πολλή συγκίνηση φυλώ στο αρχείο μου. Παρά την εριστικότητά του αρκετές φορές, τις εμμονές του, τη βωμολοχία του κι εκείνη την τάση του να ξεμπροστιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, γινόμενος συχνά άδικος και άστοχος στις κατηγόριες του και στις διαβολές του, ακόμη και απέναντι σε φίλους του, νομίζω πως θα αποτελέσει για χρόνια μέρος της συλλογικής μας μνήμης, όχι μόνο για όσους ζουν σ’ αυτήν εδώ την πόλη, αλλά και για όλους τους Έλληνες. Το έργο του θα μείνει πάντα ολοζώντανο μέσα μας · σε ανύποπτες στιγμές της ζωής μας θα μας έρχονται στα χείλη οι στίχοι του και θα χαμογελούμε. Αντίο, Ντίνο, ακόμη κι αν μας κακολογείς από ’κει όπου, πλέον βρίσκεσαι, εμείς να ξέρεις πως πάντα θα σε αγαπάμε.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
_____________________________________________
Σημειώσεις
Πηγές
Το χειρόγραφο του ποιήματος που έδωσε τον τίτλο στο άρθρο