Ήταν ο Μπέρτολτ Μπρεχτ λογοκλόπος; Ή μήπως απλώς «δανείστηκε» κάποιους ξένους στίχους που «του είχαν αρέσει»;
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Για το θεατρόφιλο Βερολίνο του 1929, το μεγάλο γεγονός της χρονιάς ήταν δίχως άλλο Η όπερα της πεντάρας. Το παρθενικό ανέβασμα του έργου του τριαντάχρονου τότε Μπρεχτ στο Theater am Schiffbauerdamm θα αποτελέσει έναν από τους μεγαλύτερους σκηνικούς θριάμβους της ολιγόζωης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Ωστόσο, η ενθουσιώδης υποδοχή του κοινού δεν θα βρει σύμφωνους όλους τους κριτικούς. Ένας από αυτούς που είχαν αντιρρήσεις ήταν ο πολύς Άλφρεντ Κερρ. «Μεταξύ των Γερμανών κριτικών του καιρού του», σημειώνει ένας σημερινός μελετητής, «ο Κερρ ήταν η πλέον θαυμαζόμενη και η πλέον μισούμενη φυσιογνωμία. Ιδιότροπος, με ζωηρό ταμπεραμέντο, δραστήριος, ματαιόδοξος (με μια ματαιοδοξία ωστόσο απ' όπου αντλούσε συνειδητά η δημιουργικότητά του), γεμάτος ειρωνεία και σαρκασμό (ακόμη και κατά του εαυτού του), κράτησε για τριάντα χρόνια τον ρόλο του "σταρ" ανάμεσα στους κριτικούς».
Επρόκειτο για μερικές από τις περίφημες μπαλάντες της παράστασης, που μετά την μελοποίησή τους από τον Κουρτ Βάιλλ είχαν γίνει κοσμαγάπητες.
Μπορεί να φανταστεί λοιπόν κανείς τον σάλο που θα προκλήθηκε, όταν ένας τέτοιος άνθρωπος θα πάρει τον λόγο και θα κατηγορήσει τον Μπρεχτ για λογοκλοπή. Επρόκειτο για μερικές από τις περίφημες μπαλάντες της παράστασης, που μετά την μελοποίησή τους από τον Κουρτ Βάιλλ είχαν γίνει κοσμαγάπητες. Τα ποιήματα είχαν μόλις κυκλοφορηθεί και αυτοτελώς, και στο βιβλίο ο Μπρεχτ δήλωνε ως πηγή προελεύσεως τον Φρανσουά Βιγιόν.
«Όμως ο Μπρεχτ», θα τον καρφώσει ο Κερρ, «ούτε που αντίκρισε ποτέ του τα ίδια τα κείμενα του Βιγιόν. Στα γερμανικά διαθέτουμε τους στίχους του Βιγιόν όπως μας τους μετέφερε ο πιστός μεταφραστής του, Κ. Λ. Άμμερ. Τα περίφημα ρεφραίν της Όπερας της πεντάρας, που τα τραγουδάει σήμερα όλος ο κόσμος, έχουν γραφτεί από αυτόν ακριβώς τον Κ. Λ. Άμμερ, που το όνομά του μάταια θα αναζητήσει κανείς στο βιβλίο. Και με δέος διαπιστώνει κανείς ότι ο Άμμερ, του οποίου η μετάφραση έχει εξαντληθεί από καιρό, προαισθάνθηκε ήδη το 1907 τι θα στιχουργούσε στους καιρούς μας ο Μπερτ Μπρεχτ».
Παρ' όλ' αυτά, ο θόρυβος γύρω από την υπόθεση άργησε αρκετά να κοπάσει. Η ρετσινιά ήταν βαριά.
Η μομφή ήταν πολύ βαριά για να μείνει αναπάντητη. Και η απάντηση του Μπρεχτ θα έρθει – ζόρικη, ζορισμένη και πασπαλισμένη με κάμποσο μαρξισμό: «Μια βερολινέζικη εφημερίδα επεσήμανε, καθυστερημένα βέβαια αλλά τέλος πάντως το έκανε, ότι στην έκδοση των τραγουδιών της Όπερας της πεντάρας δίπλα στο όνομα του Βιγιόν απουσιάζει εκείνο του Γερμανού μεταφραστή του, μολονότι από τους 625 στίχους μου, οι 25 είναι πράγματι όμοιοι με εκείνους της εξαίρετης μετάφρασης του Άμμερ. Μου ζητείται μια εξήγηση. Εν πνεύματι αληθείας δηλώνω λοιπόν ότι δεν μνημόνευσα το όνομα του Άμμερ διότι δυστυχώς το λησμόνησα. Αυτήν δε την παράλειψή μου την αποδίδω στην παντελή αδιαφορία με την οποία έχω ως αρχή μου να αντιμετωπίζω τα ζητήματα τα σχετιζόμενα με την πνευματική ιδιοκτησία».
Παρ' όλ' αυτά, ο θόρυβος γύρω από την υπόθεση άργησε αρκετά να κοπάσει. Η ρετσινιά ήταν βαριά. Ειδάλλως δεν θα έσπευδε ο Μπρεχτ να επανεκδώσει ιδία φροντίδι την εξαντλημένη μετάφραση του Άμμερ για να διαλύσει τις κακές εντυπώσεις. Μάλιστα θα προλογίσει την νέα έκδοση με ένα σονέτο όπου χαριέντως –αλλά με άκρως… πρωτότυπο τρόπο αυτή τη φορά– παρακινεί τους αναγνώστες του να τον μιμηθούν στο παραστράτημά του:
Ο Μπρεχτ, πάντως, ήταν άνθρωπος συνετός. Και δεν του έλειπε δα το ταλέντο για να χρειάζεται αυτού του είδους τα «δάνεια». Το ολίσθημά του λοιπόν ήταν άπαξ. Τέτοιο καζίκι φρόντισε να μην το ξαναπάθει.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.
Τελευταίο βιβλίο του, το δοκίμιο «Η τέχνη που αυτοκτονεί – Για το αδιέξοδο της ποίησης του καιρού μας» (εκδ. Μικρή Άρκτος).