Κείμενο με αφορμή της ημέρες της «καραντίνας», στην Αθήνα.
Της Αργυρώς Μαντόγλου
Η ανάγνωση βιβλίων είναι μια προσωπική υπόθεση, μια «κατά μόνας» δραστηριότητα και όσον αφορά τον Covid-19 [ο ξένος που εισέβαλλε στη ζωή μας αυτή την άνοιξη] δεν μας δόθηκαν οδηγίες για αλλαγές στον τρόπο διεξαγωγής της. Εμείς οι αναγνώστες δεν κινδυνεύουμε, κρατάμε τις αποστάσεις (ή οι άλλοι φροντίζουν να κρατούν αποστάσεις από εμάς), δεν μας προειδοποίησαν να αποφεύγουμε τις ομαδικές συναθροίσεις (εκτός από τις λέσχες ανάγνωσης που ούτως ή άλλως λαμβάνουν χώρα μετά την ολοκλήρωση του υπό συζήτηση βιβλίου).
Μπορείς να πάρεις το βιβλίο σου και να βγεις για σωματική άσκηση, να καθίσεις σ’ ένα παγκάκι και να διαβάσεις, να μείνεις σε μια γωνιά του σπιτιού ή στο μπαλκόνι σου. Ο αναγνώστης βρίσκεται στη δική του γεωγραφία.
Η ανάγνωση είναι και ήταν πάντοτε μοναχική και ελεύθερη. Μπορείς να την ασκείς χωρίς περιορισμούς τόσο σε εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς χώρους. Μπορείς να πάρεις το βιβλίο σου και να βγεις για σωματική άσκηση, να καθίσεις σ’ ένα παγκάκι και να διαβάσεις, να μείνεις σε μια γωνιά του σπιτιού ή στο μπαλκόνι σου. Ο αναγνώστης βρίσκεται στη δική του γεωγραφία. Δεν ενοχλεί κανέναν, δεν εκτοξεύονται σταγονίδια ιδρώτα από την προσπάθεια, ούτε υπάρχει ο φόβος, της απειλητικής για την υγεία, σωματικής εγγύτητας. Ο αναγνώστης είναι σε άλλο κόσμο, κι αυτός ο κόσμος είναι ακίνδυνος για τους άλλους, ανεξάρτητα από τους κινδύνους που μπορεί να εγκυμονεί για τον ίδιο. Αντιθέτως, οι ειδικοί μάς προέτρεψαν να μείνουμε σπίτι με ένα βιβλίο, λες και δεν απαιτείται κάποια «προθέρμανση» ή προετοιμασία γι’ αυτή τη δραστηριότητα και όποιος έχει χρόνο, όποτε θέλει, μπορεί να ανοίξει ένα βιβλίο και να «δραπετεύσει».
Όσο για το ποια βιβλία διαβάζει κανείς την εποχή της πανδημίας δε φαίνεται να έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ειδικούς. Εφόσον παραμένεις μακριά από τους άλλους, ακίνητος ει δυνατόν, μπορείς να βυθιστείς σε επιστημονικά άρθρα για την προέλευση ή τη μετάδοση του ιού ή σε μυθιστορήματα με θέμα την πανούκλα και τις επιδημίες ή ακόμα και σε ιστορικά μυθιστορήματα με θέματα μακάβρια όπως καταστροφές αρρώστιες και θανάτους.
Υπάρχουν κι άλλες επιλογές. Μπορεί κανείς να διαβάσει κατασκοπικά μυθιστορήματα με δράση ή αστυνομικά με σασπένς, αν και οι σειρές του νέτφλιξ προσφέρουν πολύ περισσότερη αδρεναλίνη, αν και εφόσον αυτό είναι το ζητούμενο. Μπορεί, επίσης, να επιλέξει ιστορίες με καλό τέλος, αν αυτό λειτουργεί ανακουφιστικά και κάνει τη διαβίωση μέσα στους τέσσερις τοίχους ανεκτή.
Ωστόσο, τι θα μπορούσε κανείς να διαβάσει αυτή την εποχή και να μη αισθανθεί πως η πραγματικότητα υπερβαίνει και την πιο τρελή φαντασία; Έχω ακούσει επανειλημμένα τον τελευταίο καιρό πως «ζούμε σε μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας» ή πως «η πραγματικότητα και οι ειδήσεις είναι πολύ πιο τρομακτικές από θρίλερ ακραίων καταστάσεων». Όμως, μπορεί αυτή την ώρα κάποιοι από εμάς να λαχταρούν μια άλλου είδους εμπειρία, αυτή που μόνο η καλή λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει: την απόλαυση που αντλεί κανείς από τη γλώσσα του κειμένου, ένα άλλο όραμα για τον κόσμο, μια ανατρεπτική σκέψη ή ακόμα και την ευφυή αποδόμηση της κοινοτοπίας που μας κατακλύζει.
Τις πρώτες μέρες της καραντίνας πήρα στα χέρια μου «Το Δεκαήμερο του Βοκάκιου» που είχα χρόνια να το πιάσω, ο πρόλογος μας δίνει μια ζωηρή περιγραφή της πανδημίας της πανώλης στη Φλωρεντία το 1348, περιγράφει τα συμπτώματα και την ταχύτατη μετάδοσή του ακόμα και με το άγγιγμα των ρούχων του μολυσμένου. Ο αφηγητής περιγράφει τις διάφορες αντιδράσεις στην επιδημία μέσα από δέκα ιστορίες. Υπάρχουν εκείνοι που αποσύρονται για να ζήσουν μακριά από τους άλλους «συγκεντρωμένοι και κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους όπου δεν υπήρχαν άρρωστοι κι όπου η ζωή περνούσε ευχάριστα… δεν άφηναν κανέναν να τους μεταφέρει τα νέα απ’ έξω σχετικά με την αρρώστια ή τους θανάτους και αρκούνταν να περνούν την ώρα τους με μουσική ή όποια άλλη διασκέδαση μπορούσαν», άλλοι που επιδόθηκαν σε καταχρήσεις και απολαύσεις σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου και άλλοι, οι πιο μετριοπαθείς, που κατάφεραν να μη πανικοβληθούν την ώρα που τα πτώματα συσσωρεύονταν και η πόλη έχει μετατραπεί σε κατακόμβη.
Επτά γυναίκες και οι τρεις άντρες βρίσκουν καταφύγιο σε έναν εξοχικό πύργο και λένε ο ένας στον άλλον ιστορίες για να περάσει η ώρα, ενώ ο θάνατος έχει ξεκληρίσει την πόλη. Οι ιστορίες που αφηγούνται είναι ιστορίες πάθους, ζήλιας, τραγικές αλλά και κωμικές, ιστορίες για τα θνητά και ευάλωτα ανθρώπινα σώματα με τα κρίματα και τις αδυναμίες τους, ιστορίες για το πώς νιώθει κανείς όταν ξέρει πως θα πεθάνει αλλά είναι ακόμα ζωντανός, ιστορίες για την εποχή της πανώλης στη Φλωρεντία αλλά και για την εποχή που διανύουμε. Ιστορίες λυτρωτικές.
Η φρενήρης ατμόσφαιρα που επικρατεί στις κοινωνίες που νοσούν είναι άμεσα συνδεδεμένη με το κλειστό περιβάλλον της πόλης. Η πόλη φαίνεται να είναι αυτή που νοσεί στις επιδημικές αφηγήσεις, ή μάλλον η οργανωμένη κοινωνία της οποίας αποτελεί κοιτίδα. Το περιβάλλον της πόλης παύει να αποτελεί τόπο προστασίας. Αντιθέτως, τα περιορισμένα όρια φαίνεται πως δημιουργούν μια αόρατη απειλή για τους κατοίκους της οι οποίοι πλήττονται και αναζητούν τη φυγή στην ύπαιθρο.
Στο διήγημα του Εμμανουήλ Λυκούδη «Η Ξένη του 1854», ένα διήγημα για τη χολέρα που χτύπησε πρώτα τον Πειραιά και στη συνέχεια την Αθήνα, καθώς η αρρώστια μεταδόθηκε από τους ξένους ναύτες ονομάστηκε «Η Ξένη του 1854».
Η επιδημία αποτελεί τη μεγαλύτερη σε μια σειρά από συμφορές οι οποίες πλήττουν τη χώρα. Μέσα από το διήγημα, η επιδημία χολέρας φαίνεται να συνδέεται με το ξένο στοιχείο που έχει επικρατήσει στις διοικητικές δομές του νεοσύστατου τότε Ελληνικού κράτους. Αρχικά, η προέλευση της επιδημίας, κατά τον αφηγητή, ήρθε είτε με μια γαλλική φρεγάτα μαζί με τον Μαυροκορδάτο, είτε με μια άλλη, η οποία ήταν φορτωμένη στρατό για την Κριμαία.
Οι κάτοικοι των Αθηνών παρουσιάζονται να πανικοβάλλονται μπροστά στη συμφορά και η πόλη ερημώνει. Έτσι, ως μέγιστο κακό αναδεικνύεται «τό πολυκέφαλο θεριό, τό ρουσφέτι» το οποίο προϋπήρχε της επιδημίας, όμως ενισχύθηκε από το χάος που αυτή προκάλεσε.
«Το δρεπάνι της ακούραστης εργάτισσας του Θανάτου άρχισε να δουλεύη αλύπητα από τα 7 Νοεμβρίου. Αλλά η φρικτή καταστροφή, τόση όπου ανάλογα στο λίγο πληθυσμό που απόμεινε στας Αθήνας, σε καμμιά άλλη πόλη δεν έφερε ποτέ η χολέρα, εξέσπασε από τας δέκα του μηνός. Για πέντε ημέρες δεν ήταν πλειά επιδημία αυτή. Ήταν εξολοθρευμός∙ ολόκληρες γειτονιές στ ψυχομάχημα».
Υπό τον φόβο του θανάτου άρχισαν όλοι να εγκαταλείπουν το κλεινόν άστυ για να γλυτώσουν και να βρουν καταφυγή στην ύπαιθρο. Στη χτυπημένη από τη χολέρα πόλη της Αθήνας, καταφθάνει με άγνοια κινδύνου ο μπαρμπα-Μήτρος και διαπιστώνει πως η οικογένειά του έχει αποδεκατιστεί. Ο ήρωας περιηγείται στην πάσχουσα πόλη, θρηνεί για την απώλεια των δικών του, ενώ στο τέλος του διηγήματος εξαφανίζεται χωρίς καμία ένδειξη για το τι του συνέβη. Ο χαρακτήρας αυτός ακολουθεί την αντίθετη πορεία από όλους τους υπόλοιπους Αθηναίους: αυτός έρχεται στην πόλη, την ώρα που όλοι πασχίζουν να φύγουν. Η τόλμη που επιδεικνύει απέναντι στην επιδημία και στον θάνατο κορυφώνεται στη σκηνή όπου παρακαλάει τους νεκροθάφτες να τον πάρουν μαζί τους στο κάρο με τους νεκρούς και αυτοί τον περιγελούν. Εδώ δεν μπορούμε να μην ανακαλέσουμε την ανάλογη σκηνή από το «Bring out your dead» των Monty Python.
Αυτοί οι συγγραφείς φαίνεται πως γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τον θάνατο, τον κίνδυνο, τον περιορισμό, την αδυναμία του ατόμου μπροστά στις φυσικές ή άλλες καταστροφές. [...] Είναι πιο κοντά σε αυτό που ζούμε αν και τα βιβλία τους έχουν γραφεί αιώνες πριν. Κι αυτό το βρίσκω παρηγορητικό.
Αυτό που κάνουν τα εν λόγω αφηγήματα απολαυστικά και σύγχρονα, παρά το μακάβριο θέμα, είναι η γλώσσα, η ζωντάνια των εικόνων αλλά και η αποδόμηση της συμφοράς, καθώς αυτοί οι συγγραφείς φαίνεται να γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τον πανικό του ανθρώπου μπροστά στο τέλος, το αίσθημα της ανημπόριας μπροστά στη σαρωτική δύναμη του αόρατου εχθρού και το αντιμετωπίζουν με μια μάλλον ευγενή στωικότητα που αγγίζει τα όρια της σατυρικής αποδοχής του αναπότρεπτου.
Αυτές τις ώρες της αβεβαιότητας που διανύουμε εμείς οι «άμαθοι» από επιδημίες, έρχονται, για άλλη μια φορά, να μας συντρέξουν οι κλασικοί: Αυτοί οι συγγραφείς φαίνεται πως γνωρίζουν κάτι περισσότερο για τον θάνατο, τον κίνδυνο, τον περιορισμό, την αδυναμία του ατόμου μπροστά στις φυσικές ή άλλες καταστροφές. Γνωρίζουν κάτι περισσότερο για την υποταγή, τη μοίρα, αλλά και την επιβεβλημένη απόσταση. Είναι πιο κοντά σε αυτό που ζούμε αν και τα βιβλία τους έχουν γραφεί αιώνες πριν. Κι αυτό το βρίσκω παρηγορητικό, τους διαβάζω με άλλο τρόπο, ίσως γιατί τώρα φανερώνεται μέσα από τις σελίδες τους και μια διάσταση που αγνοούσα: η αδυναμία να είσαι κύριος των κινήσεων του σώματός σου, η έλλειψη επιλογών, η υποχρεωτική ακινησία και ο περιορισμός των ορίων του φυσικού κόσμου σου, γιατί ο άλλος κόσμος, ο κόσμος του βιβλίου εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτός, με άπειρες επιλογές για κάθε αναγνώστη.
* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια.
Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Σώμα στη βιτρίνα» (εκδ. Μεταίχμιο).