Η συνάντηση του μεταφραστή Αλέξανδρου Κυπριώτη με την ποίηση του Ιρανού Μοχαμμάντ Χεμματί και η εργασία τους επάνω στη μετάφραση των ιρανικών ποιημάτων του Χεμματί, μέχρι την κυκλοφορία της δίγλωσσης έκδοσης (Περσικά-Ελληνικά) του τόμου Η Κούνια (εκδ. Σκαρίφημα).
Του Αλέξανδρου Κυπριώτη
Τον Μοχαμμάντ Χεμματί τον γνώρισα στις αρχές Αυγούστου του 2018 στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών» στο Στράλεν της Γερμανίας, όπου διαμέναμε ως υπότροφοι μεταφραστές γερμανόφωνης λογοτεχνίας. Σε μια συζήτηση με έναν επίσης Ιρανό συνάδελφο αναφέραμε ότι γράφουμε ποιήματα, και ο Χεμματί πρότεινε να μεταφράσουμε κάποια στα Γερμανικά και να κάνουμε μια ανάγνωση μεταξύ μας. Πράγματι, λίγες ημέρες μετά κάναμε την ανάγνωση, που ουσιαστικά περιορίστηκε σε ποιήματα του Χεμματί και δικά μου, γιατί ο τρίτος συνάδελφος είχε μεταφράσει μόνο ένα δίστιχο ποίημά του.
Από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ένιωσα ότι είχα να κάνω με έναν σύγχρονο, μοντέρνο, αλλά και γνήσια λαϊκό ποιητή, που κουβαλούσε μια ανεκτίμητη ποιητική παράδοση και μια μεγάλη αγάπη για τον πολύπαθο ιρανικό λαό.
Οι μεταφράσεις μας ήταν πρόχειρες, ούτως ή άλλως γνωρίζαμε ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφράσεις λογοτεχνία, πόσο μάλλον ποίηση, σε άλλη γλώσσα από τη μητρική σου, ωστόσο η ανάγνωσή μας ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, παρότι συνεχώς προσκρούαμε στα όρια της τρίτης ενδιάμεσης γλώσσας, με την οποία δουλεύαμε και επικοινωνούσαμε καθημερινά και οι τρεις μας.
Από εκείνη την πρώτη ανάγνωση ένιωσα ότι είχα να κάνω με έναν σύγχρονο, μοντέρνο, αλλά και γνήσια λαϊκό ποιητή, που κουβαλούσε μια ανεκτίμητη ποιητική παράδοση και μια μεγάλη αγάπη για τον πολύπαθο ιρανικό λαό. Λόγω επαγγέλματος και λόγω της φυσικής παρουσίας και ανάγνωσης του ίδιου του ποιητή, που μετά τη γερμανική μετάφραση διάβαζε κάθε ποίημα και στην περσική γλώσσα, την οποία παντελώς αγνοούσα, οι μεταφραστικές αστοχίες, οι κακοτεχνίες τρόπον τινά στη γέφυρα που προσπαθούσαμε να στήσουμε, δεν αποτελούσαν εμπόδιο στη μετάδοση του νοήματος και του αισθήματος κάθε ποιήματος, αλλά αίρονταν μ’ έναν μαγικό τρόπο, ενώ το μυαλό μου αναζητούσε αυτόματα τις ελληνικές λέξεις.
Τις επόμενες ημέρες συνεχίσαμε να συζητάμε για τις εντυπώσεις μας από εκείνη την ανάγνωση, και πολύ γρήγορα συμφωνήσαμε να μεταφράσουμε αρχικά ο ένας ποιήματα του άλλου και αργότερα να προχωρήσουμε μεταφράζοντας άλλους ποιητές και ποιήτριες από την Ελλάδα και το Ιράν. Έτσι, ιδρύσαμε το «Εργαστήρι μετάφρασης σύγχρονης περσικής και ελληνικής ποίησης εν προόδω», που κάποιους μήνες αργότερα θα αποκτούσε τη διαδικτυακή στέγη www.35hours.org
Πρώτος στόχος μας ήταν να παρουσιάσουμε τα πρώτα δείγματα της δουλειάς μας στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών» και δεύτερος να δουλέψουμε εντατικά για την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Χεμματί στα Ελληνικά και στα Περσικά από κάποιον ελληνικό εκδοτικό οίκο, αφού ο ίδιος, πέρα από ελάχιστες δημοσιεύσεις που είχε κάνει στο διαδίκτυο, συνειδητά δεν είχε εκδώσει ποτέ κάτι στη χώρα του. Με τη μετάφραση των ποιημάτων μου στα Περσικά δεν θα ασχολούμασταν εντατικά, καθώς δεν υπήρχε περίπτωση έκδοσής τους, αφού η πλειονότητά τους είτε θα κοβόταν από τη λογοκρισία είτε θα γινόταν αγνώριστη. Ωστόσο, ο Χεμματί ήταν αυτός που με παρότρυνε να εκδώσω τα ποιήματά μου, που τα είχα 3 χρόνια στο συρτάρι. Έτσι, τα έστειλα στις εκδόσεις Σκαρίφημα, έλαβα γρήγορα μια θετική απάντηση και πήραν τον δρόμο για την έκδοσή τους.
Στις 18 Σεπτεμβρίου 2018 παρουσιάσαμε τη δουλειά μας, υπό τον γενικό τίτλο «Καταργώντας τα σύνορα με λέξεις. Ποιήματα έρωτα και πολιτικής», σε συναδέλφους και φοιτητές του πανεπιστημίου του Ντίσελντορφ, διαβάζοντας 6 ποιήματα του καθενός μας στο πρωτότυπο, στην ελληνική ή περσική μετάφραση αντίστοιχα και στα Γερμανικά, την κοινή γλώσσα όλων των παρευρισκομένων.
Αφού έφυγα από το Στράλεν, συνεχίσαμε για έναν μήνα περίπου να δουλεύουμε διαδικτυακά, εγώ από την Αθήνα και εκείνος από το Στράλεν, και λίγο πριν επιστρέψει στο Ιράν, στείλαμε στο τέλος Οκτωβρίου το δείγμα των μεταφρασμένων ποιημάτων του στις εκδόσεις Σκαρίφημα, οι οποίες μας στήριξαν, και υπογράψαμε ένα συμβόλαιο έκδοσης. Για έξι μήνες σχεδόν συνεχίσαμε να δουλεύουμε διαδικτυακά, αλλά με πιο αργούς ρυθμούς, μέχρι να συναντηθούμε και πάλι στα τέλη Απριλίου του 2019 στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών», έχοντας μπροστά μας τρεις μήνες (τις 90 ημέρες που δικαιούται κάθε μη Ευρωπαίος πολίτης να είναι στον χώρο Σένγκεν σε ένα διάστημα 180 ημερών), για να ολοκληρώσουμε τη σύνθεση και τη μετάφραση του βιβλίου του.
Μιλάω για σύνθεση, γιατί στην πραγματικότητα η ποιητική συλλογή «η κούνια» δεν προϋπήρχε, αλλά χτιζόταν καθημερινά, ποίημα-ποίημα. Τον τίτλο της συλλογής τον βρήκαμε στην πορεία της συνεργασίας μας και στην τελική σειρά των ποιημάτων καταλήξαμε μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης.
Θυμάμαι ότι το πρώτο ποίημα που είχε διαβάσει ο Χεμματί σ’ εκείνη την πρώτη ανάγνωση ήταν ένα τρίστιχο, με το οποίο άρχισε αργότερα και η μεταφραστική συνεργασία μας.
«Το περιστέρι μου ήρθε
χωρίς κλαδί ελιάς στο ράμφος.
Το περιστέρι μου το καρατομώ».
Αυτή η τελική μορφή του ποιήματος απέχει πολύ από την πρώτη μετάφραση που έγινε αυτόματα στο μυαλό μου, ακούγοντάς το πρώτα στα Γερμανικά και μετά στα Περσικά. Όπως με όλα τα ποιήματα, αρχίσαμε να μιλάμε για κάθε λέξη ξεχωριστά, ώστε να αρχίσω να αποκωδικοποιώ σιγά σιγά και τη δομή της περσικής γλώσσας.
Η φωνητική μεταγραφή του περσικού πρωτοτύπου είναι η εξής:
καμπουτάραμ αμαντάστ
μπι σαχέ ζεϊτούνι μπαρ μενβόρ.
καμπουτάραμ ρα σαρ μιμποράμ.
Κάπως έτσι συνεχίσαμε ουσιαστικά τη μετάφραση όλων των ποιημάτων, μιλώντας για κάθε λέξη και κάθε στίχο ξεχωριστά, μαθαίνοντας σιγά σιγά ο ένας λέξεις του άλλου, που άρχιζαν να επαναλαμβάνονται σε κάποια ποιήματα. Έτσι, τόσο για τον Χεμματί όσο και για μένα είναι ξεκάθαρο ότι, παρά την επικοινωνία μας στα Γερμανικά, η μετάφραση των ποιημάτων του στα Ελληνικά έγινε από την περσική γλώσσα.
Η λέξη «ρα» στον τρίτο στίχο μετατρέπει το «καμπουτάραμ» («το περιστέρι μου»), που επαναλαμβάνεται, από υποκείμενο σε αντικείμενο, ενώ τα ρήματα μπαίνουν στο τέλος («αμαντάστ», «μιμποράμ»). Το ουδέτερο γένος της ελληνικής λέξης «περιστέρι» επέτρεπε να χρησιμοποιηθεί ακριβώς ο ίδιος τύπος και στους δύο στίχους, όπως στο πρωτότυπο, καθιστώντας απαγορευτική την αυτολεξεί περίφραση «κόβω το κεφάλι» («σαρ μιμποράμ»), που θα απαιτούσε «του περιστεριού μου». Η αντωνυμία «το» λειτουργεί όπως το «ρα», γιατί μόνο αφού ακουστεί αυτή η αντωνυμία στον τρίτο στίχο, καταλαβαίνεις ότι «το περιστέρι μου» είναι σε αιτιατική και όχι σε ονομαστική πτώση όπως στον πρώτο στίχο. Επιπλέον, ο τονισμός του «μιμποράμ» στη λήγουσα, που κλείνει το ποίημα σαν τον υπόκωφο ήχο ενός μπαλτά, οδήγησε στην επιλογή «το περιστέρι μου το καρατομώ», απορρίπτοντας το παροξύτονο «αποκεφαλίζω», αφού οι δύο επιπλέον συλλαβές του έκαναν τον στίχο φλύαρο και τον άφηναν να χάσκει ανοιχτός.
Κάπως έτσι συνεχίσαμε ουσιαστικά τη μετάφραση όλων των ποιημάτων, μιλώντας για κάθε λέξη και κάθε στίχο ξεχωριστά, μαθαίνοντας σιγά σιγά ο ένας λέξεις του άλλου, που άρχιζαν να επαναλαμβάνονται σε κάποια ποιήματα. Έτσι, τόσο για τον Χεμματί όσο και για μένα είναι ξεκάθαρο ότι, παρά την επικοινωνία μας στα Γερμανικά, η μετάφραση των ποιημάτων του στα Ελληνικά έγινε από την περσική γλώσσα.
Κάποιες φορές του ζητούσα να επιβεβαιώσει κάποια μεταφραστική επιλογή μου, που αφορούσε είτε την επιλογή μεταξύ δύο συνωνύμων είτε τη σειρά των λέξεων, ακούγοντας απλώς την ελληνική μετάφραση, ενώ τις περισσότερες φορές, όπως είναι φυσικό, εκείνος εμπιστευόταν το δικό μου γλωσσικό αίσθημα.
Στην πραγματικότητα δεν ακολούθησα κάποια άλλη τακτική από αυτή που ακολουθώ πάντα όσον αφορά την πιστότητα και την ποιότητα της μετάφρασης. Για μένα η μετάφραση είναι καλή όταν είναι πιστή και μπορεί να είναι πιστή μόνο αν είναι καλή. Μια μετάφραση που ξενίζει τον αναγνώστη, ενώ το πρωτότυπο δεν ξενίζει, ούτε καλή είναι ούτε πιστή. Το ίδιο ισχύει και για μια φλύαρη μετάφραση ενός σφιχτού πρωτοτύπου, για μια στεγνή και ξερή μετάφραση ενός λυρικού πρωτοτύπου ή για μια γλυκερά διανθισμένη μετάφραση ενός λιτού πρωτοτύπου.
Φυσικά η μεταφραστική διαδικασία περιελάμβανε μια γνωριμία με την περσική κουλτούρα γενικότερα: τραγούδια, ταινίες, ανάγνωση ποιημάτων άλλων ποιητών, συζητήσεις για την καθημερινή ζωή στην πατρίδα του, αναφορές στο παρελθόν, στον 8ετή πόλεμο Ιράν-Ιράκ, ο οποίος συνέπεσε με τα πρώτα παιδικά χρόνια του Χεμματί, αλλά και στις τρέχουσες αμερικανικές κυρώσεις, που όσο συνεργαζόμασταν γίνονταν όλο και αυστηρότερες. Ιδιαίτερα φέτος, από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη Ιουλίου, οι μέρες άρχιζαν ως επί το πλείστον με μια άσχημη ή απειλητική είδηση για το Ιράν στις γερμανικές εφημερίδες, που τις βρίσκαμε κάθε πρωί στο τραπέζι της κουζίνας στο «Ευρωπαϊκό Συμπόσιο Μεταφραστών», ή στο διαδίκτυο. Και φυσικά, ο φόβος για μια αμερικανική επέμβαση στο Ιράν, η αγωνία του Χεμματί μήπως δεν μπορέσει να επιστρέψει στην πατρίδα του και στην οικογένειά του.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ποιήματά του αποκτούσαν άλλες διαστάσεις, ή, για να είμαι ακριβής, εγώ συνειδητοποιούσα τις πραγματικές διαστάσεις τους. Αν και γραμμένα σχεδόν όλα τα τελευταία 15 χρόνια, ήταν σαν να είναι γραμμένα στο τώρα.
Θυμάμαι που δουλεύαμε το ποίημά του «Στο καφέ», στο οποίο ο ερωτικός πόθος, πνιγμένος κάτω από τους κοινωνικούς περιορισμούς, ακούγεται σαν ωρολογιακή βόμβα και το οποίο τελειώνει με τους στίχους:
«έλα να βγάλουμε απ' τη μέση το τραπέζι αυτό μια ώρα αρχύτερα
και στο καφέ αυτό και στην πόλη ολόκληρη
να βάλουμε φωτιά ν' αφανιστούν
για να δούμε τι θα γίνουμε εμείς».
Λίγο αργότερα, στις αρχές Ιουνίου, διάβαζα στο διαδίκτυο ότι μέσα σε 10 ημέρες η αστυνομία έκλεισε σχεδόν 550 καφέ και εστιατόρια στην Τεχεράνη, γιατί παρέβαιναν τις ισλαμικές αρχές.
Ένα άλλο ποίημά του τελειώνει με τους στίχους:
«Μόνο τη γλώσσα που μιλάν' οι σφαίρες δεν καταλαβαίνουμε
τη γλώσσα των τουφεκιών τους
που δεν διώχνουν πια τον εχθρό
το στήθος του φίλου έχουνε βάλει στόχο».
Ο ερχομός του ποιητή στην Αθήνα για την παρουσίαση του βιβλίου του συνέπεσε με ταραχές στη χώρα του, κατά τις οποίες άνθρωποι πυροβολήθηκαν στο κεφάλι ή στην καρδιά από ελεύθερους σκοπευτές.
* Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΥΠΡΙΩΤΗΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Μπορεί επίτηδες να μένω από τσιγάρα» (εκδ. Σκαρίφημα).