
Εξετάζοντας κάποιες πιθανές αιτίες αυτής της πρωτοφανούς δημοφιλίας.
Του Κυριάκου Χαλκόπουλου
Είναι καλό κάποτε να εξεταστεί αυτό το ερώτημα: Γιατί ο Φρανς Κάφκα είναι τόσο δημοφιλής στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό; Αξίζει να αφιερώσει κανείς δεκάδες σελίδες στην απάντησή του, όμως μπορούμε ακόμα και σε ένα σύντομο άρθρο να σημειώσουμε μερικές ιδέες.
Τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, οι αφορισμοί και τα ημερολόγια, τα γράμματά του στην οικογένειά του και σε άλλα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του, έχουν όλα μεταφραστεί. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, υπάρχουν σε πολλές μεταφράσεις.
Ο Κάφκα είναι σίγουρα εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα μας: τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα, οι αφορισμοί και τα ημερολόγια, τα γράμματά του στην οικογένειά του και σε άλλα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του, έχουν όλα μεταφραστεί. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, υπάρχουν σε πολλές μεταφράσεις. Αυτό δεν το βλέπουμε συχνά, και το τεράστιο ελληνικό ενδιαφέρον για τη ζωή και το έργο του Κάφκα δεν εξηγείται εύκολα.
Αν τον συγκρίνει κανείς με άλλους σημαντικούς συγγραφείς του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, όπως τους Ρώσους κλασικούς, τους Γάλλους ρεαλιστές ή τους Γερμανούς ρομαντικούς, είναι προφανές πως διαβάζεται πολύ περισσότερο. Και αυτό παρότι συγγραφείς όπως ο Ντε Μοπασάν και ο Μποντλέρ, ο Γκαίτε και ο ΕΤΑ Χόφμαν ή ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχοφ και ο Γκόγκολ είχαν περισσότερο χρόνο να επιδράσουν! Και η αναφορά στους συγκεκριμένους δεν είναι τυχαία: ο ίδιος ο Κάφκα τους εγκωμίασε σε ημερολογιακές σημειώσεις του και σε κατ' ιδίαν συναντήσεις με τους φίλους του.
Η επίδραση του καφκικού έργου στην Ελλάδα δεν οφείλεται σε κάποια συστηματική προβολή του στο νέο ελληνικό κράτος και τα ιστορικά του έντυπα (πολλοί άλλοι συγγραφείς είχαν προβληθεί για δεκαετίες, όμως τώρα διαβάζονται λιγότερο ή και καθόλου). Μήπως τότε οφείλεται απλώς σε σύμπνοια με το αναγνωστικό κοινό σε άλλες χώρες όπως την Αγγλία και την Αμερική; Εύλογα θα το πίστευε κανείς αυτό, μόνο που στην πράξη έχουμε μάλλον αντίθετες ενδείξεις: στην Αγγλία, για παράδειγμα, για ολόκληρες δεκαετίες κυριαρχούσε η πρώτη μετάφραση των έργων του Κάφκα, από το ζεύγος Muir. Αναμφίβολα ήταν μια τιτάνια προσπάθεια –στην Ελλάδα δεν υπάρχει μεταφραστής με ολόκληρο το έργο του Κάφκα στο ενεργητικό του– ωστόσο, αυτό το μονοπώλιο κληροδότησε και μερικά (ενδιαφέροντα) λάθη! Ίσως το πιο χαρακτηριστικό –σίγουρα το πιο εξόφθαλμο– από αυτά το βρίσκουμε στην απόδοση της πρώτης πρότασης του μυθιστορήματος Η Δίκη, διότι οι Muir σημειώνουν πως η σύλληψη του Γιόζεφ Κ. έγινε “one fine morning” (μια ωραία πρωία) και χρειάστηκε μια επόμενη μετάφραση, μόλις τη δεκαετία του '90, για να αφαιρεθεί αυτή η λεπτή ειρωνία που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο γερμανικό κείμενο. Αυτό το σφάλμα των Muir το εντοπίζει κανείς ακόμα και στην όμορφη μετάφραση της Δίκης από τον Αλέξανδρο Κοτζιά, για τις Εκδόσεις Κέδρος.
Στην Αγγλία, λοιπόν, έχουμε πολύ λιγότερες εκδόσεις του Φρανς Κάφκα και, ενώ το όνομά του είναι γνωστό δεν θα ήταν σωστό να υποστηριχτεί πως δημιουργεί πολύ μεγαλύτερη αίσθηση από άλλα ηχηρά, αγγλικά ή ξένα ονόματα συγγραφέων. Ίσως αυτό να συμβαίνει κυρίως λόγω της ιστορικής συγκυρίας; H λογοτεχνία της Βρετανίας είχε ήδη πλήθος επιφανών συγγραφέων, ενώ η Αμερικανική είχε προλάβει να αποκτήσει και άλλα επίκεντρα πέρα από τη Νέα Αγγλία του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ και του Πόε. Για τον Πόε, μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει πως έπαιξε για το βόρειο τμήμα του Νέου κόσμου ρόλο υπό μία έννοια αντίστοιχο με εκείνο του Μπόρχες για το νότιο, καθώς οι Ευρωπαίοι αναγνώστες έστρεψαν τη ματιά τους στις λογοτεχνίες δύο άλλων ηπείρων.
Οπωσδήποτε η ελληνική λογοτεχνία δεν ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα, όμως ισχύει πως οι αρχαίοι συγγραφείς (για μια σειρά από λόγους) σπάνια προβάλλονται ως πρότυπα της «νέας» ελληνικής λογοτεχνίας.
Όντως, θα γινόταν να σκεφτούμε πως στην Ελλάδα ο Κάφκα ήταν πιο εύκολο να παρουσιαστεί ως ένα νέο πρότυπο, διότι η τοπική λογοτεχνία ήταν λιγότερο οργανωμένη. Οπωσδήποτε η ελληνική λογοτεχνία δεν ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα, όμως ισχύει πως οι αρχαίοι συγγραφείς (για μια σειρά από λόγους) σπάνια προβάλλονται ως πρότυπα της «νέας» ελληνικής λογοτεχνίας. Αυτό είναι παράδοξο, καθώς σε αυτούς αναφέρονται έτσι κι αλλιώς και τα ξένα πρότυπα (μπορεί κανείς, βάσιμα, να ελπίζει πως κάποτε θα αναφέρουν ένα έργο του το ίδιο συχνά με τον Οιδίποδα;), όμως θεωρώ πως έχει σημασία να σημειωθεί, διότι ακόμα και όταν σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς αποκτούν παγκόσμια φήμη –για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Καβάφης– στην ίδια την Ελλάδα δεν μπορούμε να πούμε πως αποκτούν κεντρική θέση σε μια οργανωμένη λογοτεχνική παραγωγή. Το φαινόμενο, πάντως, δεν σχετίζεται τόσο με τη φήμη στο εξωτερικό, καθώς την ίδια τύχη είχε και ο Παπαδιαμάντης, γνωστός στην Ελλάδα, ελάχιστα γνωστός στο εξωτερικό, μια μορφή περιθωριακή που όμως δημιούργησε την πιο σημαντική νουβέλα των ελληνικών γραμμάτων – τη Φόνισσα.
Μέχρι αυτό το σημείο παραθέσαμε λίγες ερωτήσεις και εξετάσαμε, γενικά, αν η μεγάλη φήμη του Κάφκα και το ενδιαφέρον των Ελλήνων αναγνωστών για το έργο του οφείλονται σε στοιχεία λίγο-πολύ ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, όπως τη φήμη του στο εξωτερικό, τη σύνδεση του με άλλους σημαντικούς συγγραφείς της εποχής και τη σχετική απουσία κεντρικών μορφών στη νεοελληνική λογοτεχνία. Η λογική της απαγωγής σε άτοπο είναι αμείλικτη, οπότε αν δεχτούμε πως μια έλλειψη ιδιαίτερων συνδέσεων ανάμεσα στον Κάφκα και στο ελληνικό κοινό θα είχε ως αποτέλεσμα ο Κάφκα να αναφέρεται το ίδιο συχνά με άλλους γνωστούς ξένους, έπεται πως κάποια σύνδεση, πολύ βαθιά, υπάρχει. Η δική μου υποψία είναι πως αυτή η σύνδεση έχει τους ακόλουθους κεντρικούς άξονες:
Η χρήση της πλήρους αλληγορίας, η απουσία αναφορών σε έργα άλλων, επιστημονικές ή φιλοσοφικές αρχές και παγιωμένες τάξεις, μετατρέπει τον Κάφκα όντως σε έναν «μεγάλο ονειρευτή», όπως τον χαρακτήρισε ο Τόμας Μαν.
Ως προς το ίδιο το ύφος των έργων, την άρνηση του γνωστού κόσμου και την αντικατάστασή του από έναν προσωπικό και αλληγορικό, την ελεύθερη εξερεύνηση μιας προσωπικής αίσθησης ή εντύπωσης και τη γοητευτική οργάνωση μιας ονειρικής πραγματικότητας. Η χρήση της πλήρους αλληγορίας, η απουσία αναφορών σε έργα άλλων, επιστημονικές ή φιλοσοφικές αρχές και παγιωμένες τάξεις, μετατρέπει τον Κάφκα όντως σε έναν «μεγάλο ονειρευτή», όπως τον χαρακτήρισε ο Τόμας Μαν. Και στην Ελλάδα είναι αλήθεια πως αυτό που ονειρεύεται κανείς συχνά είναι πολύ πιο όμορφο από το αληθινό και παγιωμένο. «Η πίστη στην πρόοδο δεν προϋποθέτει πως πιστεύει κανείς ότι ήδη έχει υπάρξει κάποια πρόοδος», γράφει σε έναν αφορισμό του ο Κάφκα, και μπορούμε αυτό να το εκλάβουμε και ως μια συνολική άρνηση του κόσμου. Ωστόσο, σε μια εκτενέστερη εξέταση της σκέψης του Κάφκα, θα βλέπαμε επίσης πως ο εξωτερικός κόσμος συχνά του ήταν ευχάριστος: τον παρομοιάζει κάπου αλλού με ένα από τα δύο σχοινιά με τα οποία είναι δεμένος, ενώ το άλλο βρίσκεται σε δυσθεώρητα ύψη, στον ουρανό ή στον αναστραμμένο ουρανό: τα βάθη της εσωτερικής ζωής.
![]() |
Ως προς την προσωπικότητα του συγγραφέα, τη μικρή του ηλικία όταν πέθανε και γενικότερα τον νεοτενισμό του Φρανς Κάφκα (έμοιαζε πολύ μικρότερος και συχνά τον αποκαλούσαν «παιδί»), σε συνδυασμό με τη φαινομενικά φιλήσυχη εσωστρέφεια του.
Από τους παράγοντες που αναφέρθηκαν, ο πιο επιφανειακός είναι αυτός της σωματικής εμφάνισης του Κάφκα, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στις μικρές ηλικίες τα πρότυπα (ακόμα και στη λογοτεχνία) συχνά εξαρτώνται και από τη σωματική μορφή – άλλωστε ο Νικολάι Γκόγκολ, ένα από τα πρότυπα του Κάφκα και συγγραφέας πολύ εντυπωσιακών έργων όπως Το παλτό και Το ημερολόγιο ενός τρελού, είχε κάποτε μελαγχολικά παραπονεθεί πως «κανενός δεκαεξάχρονου η ψυχή δεν θα συγκινηθεί από ένα δικό μου έργο». Κατά πάσα πιθανότητα έκανε λάθος, ωστόσο κατά κανόνα τα πρότυπα των πολύ νέων χρειάζονται μια σχετική λάμψη ώστε να δεχτούν μέσα τους τις προβολές του ατόμου, και όπως έγραψαν πολλοί συγγραφείς (από την αρχαία Ελλάδα μέχρι τον Νίτσε) «βλέπει κανείς τον εαυτό του σε οτιδήποτε θεωρεί όμορφο» ή, συνολικά, θα λέγαμε πως «βλέπει κανείς τον εαυτό του σε οτιδήποτε», και γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχει την τάση να κοιτάξει περισσότερο!
* Ο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΛΚΟΠΟΥΛΟΣ είναι μεταφραστής και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η μετάφραση του 3ου τόμου του H.P. Lovecraft
«ΙΙI: Το χρώμα από το διάστημα – Ντάγκον – Η μετάβαση του Χουάν Ρομέρο» (εκδ. Οξύ).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία και πορτρέτο του Φρανς Κάφκα © Nur Göçoğlu.