Του Γιάννη Λειβαδά
Την ίδια στιγμή που η ποίηση αποδεσμεύεται από τις προσκολλήσεις που η παρουσία του εαυτού αντιπροσωπεύει, και σχηματίζει εκείνη την απίθανη διαχρονική προσδιορισιμότητα περιεχομένου∙ αποκαλύπτει την απομάκρυνσή της από κάποια σταθερή ως τότε πίστη, από εκείνη τη χαρακτηριστική, νοηματοδοτική φυλάκιση στο κατεργασμένο προφανές απ’ το οποίο η πίστη αντλούσε τη νεωτερικότητα των αντιστάσεών της. Η απομάκρυνση αυτή όμως, δεν φέρει τις ιδιότητες μιας ποιητικής στιγμής –άπαξ και μιλάμε για ποίηση–, μα μία δέσμευση επ’ αόριστον επαγρύπνησης προς εκείνο που την υπερβαίνει.
Η ποίηση δεν ορίζεται από κάποια κυρίαρχη άποψη, συνεπώς δεν βάλλεται ούτε εγκαλείται, λόγω μιας τέτοιας άποψης, από εναντιωτικές θέσεις ή ενστάσεις.
Το πώς, τουλάχιστον δύο, πιθανές, θεμελιακού τύπου, ενστάσεις, τίθενται εναντιωτικά προς την όποια κυρίαρχη, τρόπον τινά, άποψη περί ποίησης, καθιστά όλες, και τις τρεις, σαθρές ανάγκες για ενδιαμεσότητα. Η ποίηση δεν ορίζεται από κάποια κυρίαρχη άποψη, συνεπώς δεν βάλλεται ούτε εγκαλείται, λόγω μιας τέτοιας άποψης, από εναντιωτικές θέσεις ή ενστάσεις. Αυτές οι δύο πλευρές διαθέτουν, είναι ξεκάθαρο, μια ιδιαίτερα ισχυρή ενδιαμεσότητα η οποία εάν δεν είναι παιδαριώδης είναι αβάσιμη: η ποίηση όσο πολύπτυχη κι αν είναι, δεν παύει να είναι ένα πράγμα. Και όπως όλα τα μοναδικά πράγματα, μπορούν να είναι ή να μην είναι, να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν.
Η ποίηση δημιουργεί τη στιγμή της, επειδή αποσπάται, αποκολλάται ως θραύσμα από το μέλλον, όχι από κάποιο υλοποιημένο ή προς υλοποίηση υπάρχον, δεν αντιστέκεται ή ανεξαρτητοποιείται σε σχέση με κάποιο ορισμένο επείγον που φινιρίζεται μέσω της αντανάκλασής του εκεί που κάθε σημασμένη επιθυμία για απόκρυψη ή περιποίηση της υπόστασης φανερώνεται.
Η παθητικότητα λοιπόν, ακόμη και η πιο δραστήρια, πυρετώδης, δεν αποτελεί ποίηση, διότι μορφοποιώντας την αρχή της προδικάζει το τέλος της. Κάθε ποιητική παθητικότητα θέτει απαραιτήτως την αφετηρία της, ένεκα που οδηγείται –όπως το έχω θίξει παλαιότερα–, από επιθυμία αναδεικτικού αυτοπροσδιορισμού∙ συνεπώς προδιαγράφει το τέλος της, σε αντίθεση με την ποίηση η οποία ούτε ξεκινά ούτε τελειώνει, μα, δημιουργείται μέσω ενός κυλιόμενου ντεμπούτου από εκείνους που στασιάζουν στον χρόνο, τους ποιητές. Οι ποιητές διέπονται από την απουσία αρχής και τέλους της ποίησης, καθίστανται ποιητές διότι η δική τους αρχή και το δικό τους τέλος, η δική τους γέννηση και ο δικός τους θάνατος δηλαδή, είναι τα εργαλεία δημιουργίας της ποίησης, όχι οι εκάστοτε θεμελιώδεις προδιαγραφές της ποιητικής που ορίζονται από κάθε λογής εφήμερες διάνοιες.
Η ύπαρξη και η διάνοια παραμένουν ανεπηρέαστες, η υπέρβασή τους δεν είναι επιθυμητή, διότι μετά την υπέρβαση θα αρχίσει να εμφανίζεται η ποίηση – το πρόβλημα που ουδείς από τους λάτρεις της ενδιαμεσότητας επιθυμεί να επιδιώξει, διότι σε μια τέτοια επιδίωξη καταστρέφεται τόσο ο ίδιος όσο και η προετοιμασία που έχει αναπτύξει μέσω κάποιας ποιητικής.
Η αίσθηση αυτονομίας που προσφέρει μια κατανόηση, επί αντανακλώμενου ή επί αντανάκλασης, μοιάζει σαρωτική όταν σπεύδει κανείς να γράψει, αδιαφορώντας για το τι και υπό ποιες συνθήκες έχει κατανοήσει. Όταν κανείς δημιουργεί, δηλαδή είναι ποιητής, δηλαδή δεν γράφει αλλά γράφοντας δημιουργεί, δεν αναλογεί σε κάποια αντανακλαστικότητα ούτε στην ερμηνεία της. Το ποίημα δεν αντιπροσωπεύει μια τελειωμένη ή υπό όρους αναλυόμενη ταυτότητα, καθώς και οτιδήποτε μέσω αυτών αναπαρίσταται ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο εκδηλώνεται. Τα στάδια διεκδίκησης ή άρνησης, περιορισμού ή ενίσχυσης της ταυτότητας, –στην πραγματικότητα του κοσμοειδώλου που ενσαρκώνει εκείνος που ενεργεί στις εκτάσεις αυτών των σταδίων–, είναι στάδια στα οποία επιφέρουν όλες οι επιρροές εκτός από μία, εκείνη της ποίησης. Εκεί, δηλαδή σε αυτά τα στάδια, οι μορφές και τα υλικά σταθεροποιούνται από τις προτεραιότητες που θέτει η ενδιαμεσότητα, και ποια ενδιαμεσότητα μάλιστα, εκείνη της οποίας η ολοκλήρωση επιβεβαιώνεται απαρέγκλιτα από τον εγκωμιασμό της επιστροφής στο πρώτο βήμα, στη μικρή ελευθερία μιας διαμεσολάβησης: η ύπαρξη και η διάνοια παραμένουν ανεπηρέαστες, η υπέρβασή τους δεν είναι επιθυμητή, διότι μετά την υπέρβαση θα αρχίσει να εμφανίζεται η ποίηση – το πρόβλημα που ουδείς από τους λάτρεις της ενδιαμεσότητας επιθυμεί να επιδιώξει, διότι σε μια τέτοια επιδίωξη καταστρέφεται τόσο ο ίδιος όσο και η προετοιμασία που έχει αναπτύξει μέσω κάποιας ποιητικής. Παύουν να υφίστανται δύο σημεία αναφοράς, δύο πλευρές ή δύο κατηγορίες. Όπως όταν κάποιος αλλάζει πράγματι, δεν μοιάζει σε κανέναν άλλον, όταν είναι, δεν είναι σαν άλλον, όταν δεν είναι, είναι κενό.
Ένας αντανακλαστικός δυναμισμός δεν μπορεί εξάλλου να δεσμευτεί να υποστεί, να αναλάβει είτε να επινοήσει, με μη δημοσιεύσιμο τρόπο. Ο άνθρωπος, σ’ αυτή την περίπτωση είναι υποχείριο της δημοσίευσης. Αυτός ο δυναμισμός δεν γνωρίζει τι πάει να πει ποίηση διότι είναι προσηλωμένος στην πληρότητα της στάσης, της σχέσης, που προδικάζει, που προετοιμάζει η αντανάκλαση του διπλασιασμού της αναπαράστασης, της ακίνδυνης και ανώδυνης απόφασης να αποτελέσει κοινωνική εμφάνιση, επικοινωνιακό προβληματισμό υπό τον όρο να μη θίγεται το εκπληρωμένο ως ανεκπλήρωτο, το γινωμένο ως αγίνωτο, το εσωτερικό ως εξωτερικό. Το κείμενο, που ονομάζεται ατυχώς ποίημα, προσκολλημένο σθεναρά στις συνθήκες που συντηρούν ή προϋποθέτουν την παθητικότητα μιας πανίσχυρης σύμπτωσης, η οποία είναι ψυχολογική σε ένα πρώτο επίπεδο και κατόπιν σημασιολογική, ειδικά ως σύμπτωση/σύγκλιση, περιορίζεται στον εαυτό του καθώς έξω ή μακριά απ’ αυτό ο αντανακλώμενος αυτός δυναμισμός δεν έχει λόγο και νόημα ύπαρξης, ποίησης, καθότι οι δυνάμεις που τον εξυψώνουν είναι τα δεσμά που δεν επιτρέπουν τον διαχωρισμό του, την πρόκληση διαφοράς, από το κοσμοείδωλο του συντάκτη του. Στην ποίηση, στο ποίημα, για να το θέσω όσο πιο απλά γίνεται, το αντανακλώμενο διαφέρει άρδην απ’ το αντανακλών∙ εκτός από την περίπτωση όπου το ποίημα είναι εξαίρετο, τότε έχουν απορριφθεί και τα δυο.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «'Round About Jazz – Η Tζαζ από την εποχή του Μπίμποπ έως τις μέρες μας» (εκδ. Futura).
→ Στην κεντρική εικόνα, πίνακας της © Fabienne Verdier.