Του Γιάννη Λειβαδά
Έκρινε ο Γιώργος Μανιάτης, σ’ εκείνες τις επιστολές προς τον Γιάννη, τη σύγκλιση τρόπων, υποδηλώσεων και πορισμάτων, ως κύκλο εκτιμήσεων με ολοκληρωμένο το σχήμα και τη σημασία της αξιολόγησής του, μολονότι η σημασία του και η αξιολόγησή του δεν ήταν ορισμένες. Οι δημοσιευμένες πλέον τοποθετήσεις του, όντας μυθιστορικές και εμπλουτισμένες με παρεμβάσεις και τροποποιήσεις, αποκλίνοντας από τη μορφή και το περιεχόμενο των απαντητικών επιστολών που είχα λάβει, κατέστησαν αυτές τις επιστολές, ένας είδος ατομικής γραμματείας, η οποία θα προσδιορίζεται στο εξής ως τέτοια. Αυτό δεν θα ίσχυε στην περίπτωση που οι απαντητικές επιστολές, λόγω της συνάφειας συγκεκριμένου χρόνου και τρόπου, παρέμεναν, ως προς το περιεχόμενό τους, ατροποποίητες.
Οι επιστολές αυτές λοιπόν, και για τον επιπλέον λόγο πως ο Μανιάτης τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του αδυνατούσε να συνθέσει κείμενο που ξεπερνούσε τη μία σελίδα (αυτό είναι κάτι για το οποίο είμαι σίγουρος πως θα επιβεβαιώσουν όλοι όσοι έτυχε να τον συναναστραφούν), αποτελούν στην πραγματικότητα σελίδες μυθιστορήματος, κατά την ευχή του ιδίου, «μυθιστόρημα τελευταίων σελίδων/ήτοι, στην υγειά μας».
Οι «επιστολές στον Γιάννη» ήταν σταλμένες σε εμένα, δεν είναι όμως οι πρωτότυπες, εκείνες που κάποτε έλαβα, είναι ξαναδουλεμένες, ώστε να διασφαλίζουν μιαν ετερότητα η οποία δεν υφίστατο στην πρωτότυπη μορφή τους∙ πέραν τούτου όμως, το οποίο είναι κάθε άλλο παρά συγγραφικώς μεμπτό, στη σκέψη των αναγνωστών αλλοιώθηκε εμμέσως το περιεχόμενο των επιστολών που εκείνος είχε λάβει.
Θα είχε ενδιαφέρον η έκδοση μιας αλληλογραφίας, εάν οι συνθήκες εντός του νεοελληνικού στερεώματος ήταν τέτοιες, ικανές δηλαδή, να οδηγήσουν σε δημοσίευση ζητήματος και όχι, απλώς, μονής τοποθέτησης. Αυτό που συμβαίνει φέρνει σε ξημεροβραδιάσματα όπου λείπει είτε ο ήλιος είτε το φεγγάρι.
Οι επιστολές στον Γιάννη ήταν σταλμένες σε εμένα, δεν είναι όμως οι πρωτότυπες, εκείνες που κάποτε έλαβα, είναι ξαναδουλεμένες, ώστε να διασφαλίζουν μιαν ετερότητα η οποία δεν υφίστατο στην πρωτότυπη μορφή τους∙ πέραν τούτου όμως, το οποίο είναι κάθε άλλο παρά συγγραφικώς μεμπτό, στη σκέψη των αναγνωστών αλλοιώθηκε εμμέσως το περιεχόμενο των επιστολών που εκείνος είχε λάβει, καθώς μια τέτοια παρέμβαση ήταν αδύνατο να μην έχει ως συνέπεια τη νοερή αξιολόγηση, εκ των πραγμάτων και κατ’ ανάγκη ατυχή, των όσων περιείχαν εκείνες τις επιστολές.1 Χρησιμοποίησε λοιπόν αυτά τα επιστολικά κείμενα ως πρώτη ύλη για να αναπτύξει τα όσα ήθελε να αναπτύξει, και καλώς έπραξε∙ κατά τρόπο χαρακτηριστικό όμως, εκμηδένισε την επιστολική επικοινωνία – επί θέματος, φυσικά, όχι επί προσώπων. Ο Γιάννης, λοιπόν, στον οποίο απευθύνθηκε ο Γιώργος, δεν ήταν πραγματικός, ήταν ένας φανταστικός χαρακτήρας, εναυσματικός. Αυτό επιβεβαιώνει, έστω με κάποια καθυστέρηση, πως η σημασία που μπορεί να έχει το να κωπηλατεί κανείς ανάποδα με τα χέρια, βρισκόμενος σε μονόξυλο που προσεγγίζει το χείλος ενός αβυσσαλέου καταρράκτη, δεν είναι αμελητέα: «εκείνο που σου απέσπασα, θα σου επιστραφεί/ξέρει αυτό πότε».
Το αν, μετατρέπεται σε λεκτικό όπλο μα και σε λογικό ερμήνευμα, κατά τον τρόπο που, λόγω εκτάκτου ανάγκης, στην αρχαιότητα ακόμη και μια ασπίδα μετατρεπόταν σε όπλο. Το αν, υποδειγματικός φορέας νύξης του απραγματοποίητου, πραγματοποιείται εντούτοις ως γνώμη στις περιπτώσεις που διεκδικείται συγγένεια στη δημιουργική συμφόρηση. Το αν δηλαδή, τότε, γίνεται να, κατά το ιδού μιας στερνής γνώσης η οποία ανέκαθεν ενδημούσε στον εκφραστή της ως έσχατη λύση∙ επί τίνος, όμως;
Από τον Γιώργο Μανιάτη, τον οποίο γνώρισα το φθινόπωρο του 2002, έλαβα συνολικά είκοσι δύο επιστολές και του έστειλα εννέα. Σε όλες σχεδόν τις επιστολές που έλαβα, το κεντρικό θέμα το οποίο επανερχόταν, άλλοτε περιφραστικά άλλοτε διαρρήδην, ήταν η αυτοκριτική που αφορούσε τα όσα δεν είχαν συμβεί καθώς και τα όσα κόντεψαν να γίνουν μα στην πλειονότητά τους είχαν κριθεί, από τους αναγνώστες καθώς από τον ίδιο, ως γινωμένα. Την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε, στην Αθήνα, το 2008, αυτό τον απασχολούσε βαθιά και αυτό είχαμε αποπειραθεί να συζητήσουμε στο πατάρι του βιβλιοπωλείου Ιανός εκείνο το μεσημέρι, μα οι απρόσκλητοι στο τραπέζι μας κατέστρεψαν κάθε πιθανότητα να διατηρηθεί ένας λογικός ειρμός. Μετά από τέσσερεις ώρες σοβαρής οινοποσίας, ο Γιώργος πήρε το μετρό για να επιστρέψει στο σπίτι του, αφού πρώτα έπεσε στα σκαλιά της κατάβασης και άνοιξε το κεφάλι του, κι εγώ έπεσα για ύπνο λίγο πιο κάτω, στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Έκτοτε μιλήσαμε μόνο μία φορά στο τηλέφωνο, για δευτερόλεπτα, το 2010, μέσω τυχαίας κλήσης τρίτου προσώπου, ενώ βρισκόμουν στη Ναύπακτο. Κατόπιν μηδέν, σιωπή. Μέχρι που ενημερώθηκα, το 2018, για τον θάνατό του.
Ο προβληματισμός επί δεδομένου δεν μετατρέπει το δεδομένο σε προβληματισμό, στην περίπτωση όμως που μια τέτοια μετατροπή καταστεί δυνατή, τότε, το πρώτο πράγμα που συνάγεται είναι κάτι που μοιάζει με διαμαρτυρία προς την πεποίθηση που αρχικώς αντιστεκόταν στο δεδομένο και λιγότερο στον προβληματισμό. Η προσωρινή απόκλιση από το δεδομένο κάποια στιγμή μετατρέπεται σε ολική ρήξη, καθώς η απόκλιση αποκαλύπτει αργά ή γρήγορα πως αποτελεί στοιχείο της προσωρινότητάς της και όχι σταθερή πίστωση νοήματος ή επίπτωση δημιουργικής ανάγκης.
Συνεπώς, η αξιολόγηση ενός ενδεχομένου, ειδικά μάλιστα όταν στο ενδεχόμενο αυτό προσδίδεται ένα νόημα λογικής ή αισθητικής ακολουθίας το οποίο δεν λογαριαζόταν, δεν βρισκόταν, στο σώμα του κειμένου της πρώτης επικοινωνίας, αποτελεί απόπειρα αποκρυπτογράφησης κάποιας επιδίωξης η οποία είναι σαφέστατα κριτήριο αναφοράς προσώπου το οποίο επιδιώκει αναγκαστική αναπροσαρμογή σε επίπεδο διαύγειας. Ο τρόπος αυτός λοιπόν, είναι εμπλουτιστικός ως επιδείνωση, και το πρώτο πράγμα που η καλλιέπεια σπαργανώνει είναι αυτή η, πολύ ειδική, επιδείνωση. Αυτό ίσως και να αγγίζει τα όρια του κερδοσκοπικού συλλογισμού: ο άνθρωπος, σε αυτή την περίπτωση, διαθέτει σκιά μόνο για να επισκιάζει κάτι, συνεπώς δεν μπορεί να λαμβάνει άλλη στάση στον χρόνο, πέρα από εκείνη που προσφέρει κατάλληλη σκιά, ώστε εκείνο να επισκιάζει. Το αντικείμενο είναι παλαιό, χρειάζεται να πάει κανείς μόνο προς τα πίσω, πίσω εκεί μα και πίσω από. Μοιάζει απολύτως λογικό η ποικιλία της ενατένισης να είναι πιο πλούσια από εκείνη της διάπραξης, μα δεν είναι.
Αυτός ο σκοπός, ο οποίος εκτίθεται εκούσια στον εν λόγω προβληματισμό, αποφεύγει σθεναρά κάτι: να θέσει ζήτημα ταυτότητας του αντικειμένου μέσα από το οποίο εφορμά, αφενός, και αφετέρου αντιπροσωπεύει εκείνο που λείπει από την περίσκεψή του και βρίσκεται στην άλλη πλευρά, στο υλικό που έχει παραλάβει. Μια τέτοια απόπειρα μεταβίβασης κυριότητας, μίας μορφής κι ενός θέματος που δεν εκπροσωπούν μάλιστα ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο και δεν διαθέτουν κυριότητα, μα μια ανθεκτικότητα υπερβάσεων και κρίσεων, αποδυναμώνει επιπλέον την όποια σύνδεση, αφού χρησιμοποιεί τα απεσταλμένα κείμενα για να τα καταστήσει παραπομπή εις εαυτόν, με ισχυρισμούς που επιβεβαιώνουν την αποτελεσματικότητα της παραπομπής αυτής, μα μόνο κατ’ εικόνα, κατ’ αφήγηση, όχι κατά νέα πράξη. Και από μόνα τους όμως τα υπαινιχθέντα σημεία κυριότητας, προϋποθέτουν, πως η εξελίξιμη μορφή των κειμένων που είχαν αναγνωστεί, θεωρήθηκε τελικώς κατάλληλη για περαιτέρω νύξεις μα, ακατάλληλη ως δείγμα ρευστής θέσης του συντάκτη τους.
Η αποφασιστικότητα να περνά κανείς από την αιτία στην πράξη, αναζητείται μόνο όταν απουσιάζει∙ η επαναφόρτιση ενός παλαιού περάσματος σε αυτή, δεν αρκεί.
Ως εκ τούτου, μια λογοτεχνικότητα απέκτησε σάρκα και οστά, έστω φιλοσοφικού ή αισθητικού τύπου, μέσω εκείνης της ειλημμένης, της πραγματοποιηθείσας υπέρβασης, η οποία μετά την προώθησή της από τον πραγματικό της αποστολέα, όχι τον εναυσματικό, δημιούργησε φαινόμενο νέας αυτονομίας∙ όχι μόνο λόγω του συντεθειμένου της υλικού μα και λόγω μοιρασμού, ακόμη και αν η αναντιστοιχία της οδήγησε τελικώς σε ατύχημα.
Εντούτοις, μέσω των κειμένων απόκρισης, μέσω δηλαδή απεικόνισης της πρωτότυπης διαφοράς –δεν υφίστατο άλλο πρόβλημα από εκείνο της διαφοράς–. ενώ θα περίμενε κανείς να εντοπίσει μια παρείσδυση εντός της, εντοπίζει τελικώς την προσπάθεια ενσωμάτωσής της στην απεικόνιση.
Η αποφασιστικότητα να περνά κανείς από την αιτία στην πράξη, αναζητείται μόνο όταν απουσιάζει∙ η επαναφόρτιση ενός παλαιού περάσματος σε αυτή, δεν αρκεί. Αυτό άλλωστε συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις όπου το αντικείμενο αντιδιαστέλεται με το βιωμένο όραμα, σε εκείνες δηλαδή όπου εμφανίζονται αποτελέσματα δίχως να έχει προηγηθεί θραύση αφορμών, δίχως οι συνέπειες να ασκούν επιρροή στο αιτιώδες.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ είναι ποιητής.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «'Round About Jazz – Η Tζαζ από την εποχή του Μπίμποπ έως τις μέρες μας» (εκδ. Futura).
→ Στην κεντρική εικόνα, πίνακας του © R.B. Kitaj.
1. Σημ. τ.σ.: Θραύσματα από τις επιστολές που εστάλησαν στον Γιώργο Μανιάτη, παρουσιάζονται ενσωματωμένα σε εκτενή δοκίμια που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο Ανάπτυγμα (Κουκούτσι 2015).