Για άλλη μια φορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον μεταρρυθμιστικό οίστρο ενός υπουργού Παιδείας ο οποίος, όπως τόσοι και τόσοι προκάτοχοί του, δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσει σε σημαντικές αλλαγές στα πανεπιστήμια αγνοώντας τις έντονες και μαζικές αντιδράσεις της ακαδημαϊκής κοινότητας. Κι αυτό μολονότι η εμπειρία έχει δείξει ξανά και ξανά ότι εάν τα μέτρα δεν τύχουν ευρείας συναίνεσης από εκείνους που καλούνται να τα εφαρμόσουν θα αποτύχουν και αργά ή γρήγορα θα «ξηλωθούν». Εδώ, αντί να σας κουράσω με λεπτομερή σχόλια ειδικού ενδιαφέροντος θα αποπειραθώ μια λοξή ματιά σε ορισμένες από τις βασικότερες διαστάσεις των επιχειρούμενων αλλαγών (διά του σχετικού υπό κατάθεση νομοσχεδίου), αλλά κι ορισμένων «σταθερών» της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα, μέσω αναφοράς στην υπόθεση του Central European University (Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης, CEU) και σε σύγκριση με αυτό.
Του Σωτήρη Βανδώρου
Το CEU είναι ένα πανεπιστήμιο που ιδρύθηκε το 1991 στη Βουδαπέστη. Οι συνθήκες δημιουργίας του όσο και πολλά από τα χαρακτηριστικά του απέχουν παρασάγγας από τα ελληνικά πανεπιστήμια. Η σύγκριση μας ενδιαφέρει για δυο τουλάχιστον λόγους. Κατά πρώτον, πρόκειται για ένα εξαιρετικά επιτυχημένο ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης με σημαντική διεθνή αναγνώριση, κάτι που πιστοποιείται τόσο από τις υψηλές θέσεις σε διεθνείς αξιολογήσεις όσο και από τη μαρτυρία της κοινότητας των ερευνητών των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών (σε αυτά τα γνωστικά πεδία δραστηριοποιείται). Κατά δεύτερον, εδώ και μερικούς μήνες δίνει μάχη για την επιβίωσή του καθώς η κυβέρνηση Ορμπάν, στο πλαίσιο της γενικότερης αυταρχικής εκτροπής της, πέρασε νόμο που ουσιαστικά προκαλεί σκοπίμως το κλείσιμό του.
Η σημερινή επιχειρηματική ελίτ προτιμά το ποδόσφαιρο ή άλλες δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με την εκπαίδευση. Αυτό ωστόσο είναι κάτι που ενδέχεται να αλλάξει εάν δοθούν σχετικές ευκαιρίες και κίνητρα.
Τι είναι όμως, πρώτα απ’ όλα, αυτό που έκανε το CEU επιτυχημένο; Πολύ συνοπτικά, τα χρήματα και η συνθήκη ανεξαρτησίας που απόλαυσε μέχρι πρόσφατα. Η αρχική και πολύ γενναία χρηματοδότησή του προήλθε απ’ τον Τζορτζ Σόρος. Αυτό είναι κάτι που θα άξιζε να μας προβληματίσει, ιδίως στη φάση της οικονομικής δυσπραγίας που περνάμε. Στην Ελλάδα η ιδιωτική χρηματοδότηση κυρίως της επιστημονικής έρευνας (κι όχι των πανεπιστημίων καθαυτών) με δωρεές, χορηγίες και υποτροφίες γίνεται κατά κύριο λόγο από ιδρύματα και καταπιστεύματα εφοπλιστών (Ωνάσειο, Ίδρυμα Νιάρχου, Ίδρυμα Λάτση κ.ά.) που ανήκουν σε παλαιότερη γενιά. Η σημερινή επιχειρηματική ελίτ προτιμά το ποδόσφαιρο ή άλλες δραστηριότητες που δεν έχουν σχέση με την εκπαίδευση. Αυτό ωστόσο είναι κάτι που ενδέχεται να αλλάξει εάν δοθούν σχετικές ευκαιρίες και κίνητρα, με προσοχή κι ευαισθησία μεν, χωρίς φοβικά σύνδρομα δε («ξεπούλημα στο μεγάλο κεφάλαιο» κτλ.).
Βεβαίως, η οικονομική ευρωστία είναι αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη της ακαδημαϊκής επιτυχίας. Εάν τα λεφτά έπιασαν τόπο ήταν επειδή η διοίκηση του CEU έκανε άριστες επιλογές ακαδημαϊκού προσωπικού από όλο τον κόσμο και το εμπιστεύτηκε να στήσει και να λειτουργήσει το ίδιο τα προγράμματα που προσφέρει. Εξ αρχής, δε, στόχευσε στην ποιότητα και στην εξωστρέφεια. Εξ ου και τα προγράμματά του είναι αγγλόφωνα, ενώ φοιτητές και διδάσκοντες προέρχονται από πολλές χώρες του κόσμου. Αυτές οι παράμετροι το κατέστησαν πολύ σύντομα πόλο έλξης και σημείο αναφοράς κατεξοχήν για την κεντρική και ανατολική Ευρώπη και κατόπιν ευρύτερα. Δεν μπορεί παρά ν’ αναλογιστεί κανείς τι θα μπορούσε να γίνει στην Ελλάδα επίσης τη δεκαετία του ’90 με επίκεντρο π.χ. τα δυο πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης με αναφορά στις δραματικές εξελίξεις στα Βαλκάνια. Βεβαίως τότε οι πάντες (σύσσωμη η κοινωνία, οι πολιτικές δυνάμεις και τα ΜΜΕ) ήμασταν αφοσιωμένοι στο «εθνικό» ζήτημα της ονομασίας της ακατανόμαστης χώρας του Βορρά, ενώ το καλύτερο που μπορέσαμε να σκεφτούμε για το τόσο «δύσκολο» θέμα των αγγλικών ήταν να φτιάξουμε, με μεγάλη καθυστέρηση και αμφίβολα αποτελέσματα, ένα επιπλέον πανεπιστήμιο στην ίδια πόλη. Ναι, εάν δεν το γνωρίζετε, υπάρχει το Διεθνές Πανεπιστήμιο!
Tο στοιχείο της ανεξαρτησίας από το ουγγρικό κράτος πρέπει να τονισθεί εμφατικά. Το CEU υπόκειται τυπικά στη δικαιοδοσία αμερικανικών ακαδημαϊκών αρχών, εφόσον το ίδρυμα στο οποίο από νομική άποψη υπάγεται διέπεται από το αμερικανικό Δίκαιο. Η σκοπιμότητα αυτής της επιλογής έγκειται στο γεγονός ότι οι πρωτοστάτες στην ίδρυσή του είχαν καχυποψία προς ένα κράτος το οποίο επί μακρόν (κομμουνιστικό καθεστώς) υπήρξε αυταρχικό κι ανελεύθερο. Στο πλαίσιο μετάβασης στην μετακομμουνιστική κατάσταση, το CEU προκύπτει λοιπόν ως θεσμός της κοινωνίας (πολιτών) η οποία θέλει να κατοχυρώσει την ελευθερία της (και) προς τη νέα μορφή κράτους που κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι θα είναι ουσιωδώς δημοκρατική.
Να, λοιπόν, τώρα που η ουγγρική κυβέρνηση έχει την πρόθεση να περιορίσει ελευθερίες και να αποσαρθρώσει το κράτος Δικαίου, βάζει στο στόχαστρο το CEU. Αλλά το τελευταίο γίνεται έτσι το επίκεντρο του αγώνα αντίστασης σε αυτό το σχέδιο με μαζικές διαδηλώσεις και διεθνή κινητοποίηση. Μεταξύ άλλων, οι δήμαρχοι Βιέννης και Ταλίν απεύθυναν επιστολές με τις οποίες προσκαλούν το CEU να μετεγκατασταθεί στις πόλεις τους, αν το σχέδιο Ορμπάν πραγματοποιηθεί (σύντομο ανέκδοτο: ας φανταστούμε τι θα γινόταν αν δήμαρχος ελληνικής πόλης έπραττε κάτι ανάλογο).
Η κάκιστη ελληνική εμπειρία κατά την οποία το άσυλο χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για την ασυδοσία και την καταστροφή δεν θα πρέπει να μας οδηγεί στο να το καταργήσουμε ως βλαπτικό ή έστω αχρείαστο, αλλά να το αποκαταστήσουμε.
Είναι σ’ αυτό το σημείο που το πανεπιστημιακό άσυλο ως αρχή και συμβολική αναφορά βρίσκει το νόημά του. Η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν είναι εσαεί εγγυημένη. Το πανεπιστήμιο ως ιδιαίτερος θεσμός επιτελεί μια πολύτιμη δημόσια λειτουργία, άσχετα απ’ το καθεστώς του (κρατικό, ιδιωτικό, μη κερδοσκοπικό κτλ.), καταλαμβάνοντας μια θέση αυτοτελή και κριτική τόσο προς την κοινωνία όσο και προς το κράτος. Γι’ αυτό χρειάζεται και ειδική προστασία. Η κάκιστη ελληνική εμπειρία κατά την οποία το άσυλο χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για την ασυδοσία και την καταστροφή δεν θα πρέπει να μας οδηγεί στο να το καταργήσουμε ως βλαπτικό ή έστω αχρείαστο, αλλά να το αποκαταστήσουμε. Επί της αρχής, λοιπόν, έχει δίκιο ο υπουργός που ανακινεί το θέμα, αλλά το κάνει με απογοητευτικό κι ατελέσφορο τρόπο.
Αυτό που εντυπωσιάζει όποιον μελετήσει προσεκτικά το νομοσχέδιο είναι ότι το διέπει η λογική του ασφυκτικού ελέγχου της λειτουργίας των πανεπιστημίων από την πλευρά του Υπουργείου σε προφανή αντίθεση προς την αρχή του αυτοδιοίκητου, όσο και προς όλες τις εκθέσεις αξιολόγησης οι οποίες επισημαίνουν ακριβώς αυτό, ότι δηλαδή ένα από τα μείζονα προβλήματα των ελληνικών πανεπιστημίων είναι πως τόσο η καθημερινή λειτουργία τους όσο και ο στρατηγικός τους σχεδιασμός διαρκώς βραχυκυκλώνουν από διαδικασίες αχρείαστα γραφειοκρατικές και συγκεντρωτικές, εξαρτώμενες από την κεντρική διοίκηση. Ενδεχομένως, το αποκορύφωμα στο νομοσχέδιο να είναι ότι αντί να παραχωρεί μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στα πανεπιστήμια τα φορτώνει με μια διαρκή απειλή: υπάρχει η πρόβλεψη ότι ο (εκάστοτε) υπουργός «με ακαδημαϊκά κι επιστημονικά κριτήρια» –προφανώς ως πανεπιστήμονας και πάνσοφος– μπορεί να προχωρήσει σε συγχώνευση, κατάργηση, μετακίνηση τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων. Κι αυτό με προεδρικό διάταγμα, χωρίς καν νόμο (άρα χωρίς διαμεσολάβηση της Βουλής). Επομένως και οι αξιολογήσεις της Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση για τις οποίες το ελληνικό Δημόσιο έχει δώσει ένα σκασμό λεφτά (για τα έξοδα και τις αποζημιώσεις των αξιολογητών από το εξωτερικό) μπορούν πλέον να πεταχτούν στα σκουπίδια.
Η πρόθεση ελέγχου και ρύθμισης και της παραμικρής λεπτομέρειας εκφράζεται πολύ χαρακτηριστικά στις προβλέψεις περί μεταπτυχιακών σπουδών. Εν προκειμένω, μια λελογισμένη παρέμβαση εποπτικού χαρακτήρα –ό,τι δηλαδή προβλέπεται εκ του Συντάγματος– πιθανόν να είχε νόημα. Όμως εδώ πρόκειται για τον πλήρη παραλογισμό. Για παράδειγμα, το νομοσχέδιο επιβάλλει για κάθε μεταπτυχιακό να υπάρχει πενταετής προγραμματισμός την ίδια στιγμή που απαλλάσσονται των «τελών εγγραφής» (τα δίδακτρα καταργούνται) όλοι όσοι γίνουν δεκτοί για φοίτηση κι έχουν εισόδημα κάτω του 70% του μέσου εισοδήματος (επομένως κανένας προϋπολογισμός εσόδων-εξόδων δεν μπορεί να γίνει). Επίσης, προβλέπονται ρήτρες κι απαγορεύσεις όσον αφορά τους διδάσκοντες: θα πρέπει σε ένα ποσοστό να παρέχουν εθελοντική εργασία προκειμένου να αμείβονται για την υπόλοιπη, αλλά κι αυτή η αμοιβή θα περιορίζεται σε συνάφεια προς τις μηνιαίες τακτικές αποδοχές τους, οι διδάσκοντες που δεν ανήκουν στο Τμήμα θα πρέπει να είναι περιορισμένοι κτλ. Υπάρχει ακόμη και το εξής: διδάσκοντες από το εξωτερικό θα μπορούν να διδάσκουν υπό την προϋπόθεση να αναλάβουν εξ ολοκλήρου ένα μάθημα (κι όχι τμήμα του). Αλήθεια, ποιος θα έρθει να διδάξει εδώ π.χ. για ένα ολόκληρο εξάμηνο και με τι είδους αποζημίωση κι αμοιβή εφόσον κατ’ ουσίαν δεν θα υπάρχουν έσοδα; Ο υπουργός ακόμη διατηρεί το δικαίωμα να εγκρίνει ή να απορρίπτει μεταπτυχιακά (με βάση τον προϋπολογισμό τους) και να μοιράζει επιλεκτικά λεφτά, καθώς υπάρχει η πρόβλεψη ότι τα δωρεάν μεταπτυχιακά μπορεί να επιχορηγούνται. Ο κ. Γαβρόγλου δήλωσε ότι μέρος των περιορισμών ωθεί ουσιαστικά στη μη παραμέληση των προπτυχιακών σπουδών. Δεν ξέρω αν αυτό θα το έβρισκε σκανδαλώδες, αλλά στο CEU προσφέρονται αυτοτελή μεταπτυχιακά που δεν εντάσσονται οργανικά σε συγκεκριμένα Τμήματα. Ας ρωτήσει να μάθει, π.χ. το μεταπτυχιακό με αντικείμενο «Έθνη και Εθνικισμοί» τι κύρος έχει κι αν προέκυψε μέσω κρατικών ελέγχων και περιορισμών.
Στην πράξη αυτό που θα «πετύχει» είναι η συρρίκνωση των μεταπτυχιακών σπουδών προς όφελος κυπριακών κι άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού και η πρόκληση κατά περίπτωση τεράστιων ή και ανυπέρβλητων προβλημάτων...
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση επέλεξε το συγκεκριμένο πεδίο για άσκηση «κοινωνικής πολιτικής» και προκειμένου να διατρανώσει την πίστη της στο ότι «η παιδεία είναι κοινωνικό αγαθό κι όχι εμπόρευμα». Στην πράξη αυτό που θα «πετύχει» είναι η συρρίκνωση των μεταπτυχιακών σπουδών προς όφελος κυπριακών κι άλλων πανεπιστημίων του εξωτερικού και η πρόκληση κατά περίπτωση τεράστιων ή και ανυπέρβλητων προβλημάτων, καθώς τα πανεπιστήμια εδώ και χρόνια λειτουργούν με το 30% της κρατικής επιχορήγησης σε σχέση με το 2008. Με τα έσοδα από τα μεταπτυχιακά καλύπτουν λειτουργικά έξοδα ή αμοιβές προσωπικού που καλύπτουν πάγιες ανάγκες και οι οποίοι δεν προσλαμβάνονται ως μόνιμο προσωπικό (πληροφορικάριοι, βιβλιοθηκονόμοι κ.ά.). Αλλά ας σκεφτούμε και την περίπτωση των πολύ υψηλών διδάκτρων που αποτελούν την εξαίρεση. Για παράδειγμα, προγράμματα που αφορούν χρηματοοικονομικά, διοίκηση επιχειρήσεων κτλ. της τάξεως των 12.000 ευρώ. Προσωπικά, μου φαίνονται εξωφρενικά υψηλά. Υπάρχουν όμως κάποιοι που τα διαθέτουν. Ποιοι είναι αυτοί; Καλοπληρωμένα υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών κι επιχειρήσεων (σε αρκετές περιπτώσεις οι ίδιες οι επιχειρήσεις πληρώνουν για λογαριασμό τους) και φοιτητές εύπορων οικογενειών από το εξωτερικό. Ένα σημαντικό τμήμα των διδάκτρων εκ του νόμου αποδίδεται απευθείας κεντρικά στο πανεπιστήμιο κυρίως για την υποστήριξη της έρευνας. Η ερώτηση μου είναι: εδώ έχουμε μεταβίβαση πόρων από τους έχοντες στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Αυτό είναι κακό; Ή μήπως υπάρχει μέριμνα για υποκατάσταση των χαμένων πόρων από τον κρατικό προϋπολογισμό; Με άλλα λόγια, καλές οι προθέσεις, άριστες οι αξίες που εμφανίζονται ως αντικείμενο υπεράσπισης, αλλά στην πράξη θα προκύψουν οι αντίθετες, αθέλητες συνέπειες αφού κανένα κοστολογημένο σχέδιο δεν υφίσταται, καμία εκτίμηση για τα αποτελέσματα εφαρμογής αυτών των μέτρων και, ίσως το κυριότερο, καμία επαφή με τη σύγχρονη ακαδημαϊκή πραγματικότητα.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.