Για το έργο Τέχνη Ρητορική του Αριστοτέλη (μτφρ. Παντελής Μπασάκος, εκδ. νήσος & Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Ο Αριστοτέλης δεν μιλάει ελληνικά.
Η Ρητορική του Αριστοτέλη είναι ένα σύγχρονο έργο.
Η ρητορική διάσταση δεν μπορεί να διαχωριστεί από το περιεχόμενο του (πολιτικού) λόγου.
Αναγνώστη, αν νομίζεις ότι μόλις διάβασες ένα μικρό κατάλογο παραδόξων κάνεις λάθος κι αν έχεις την υπομονή να διαβάσεις τις παρακάτω αράδες θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω γιατί.
«Τα νέα ελληνικά δεν είναι φιλοσοφική γλώσσα, όπως τα αρχαία, ή όπως οι ευρωπαϊκές γλώσσες στις οποίες διαμορφώθηκε η σύγχρονη φιλοσοφία. Τα νέα ελληνικά «μαθαίνουν» φιλοσοφία (και) μεταφράζοντας φιλοσοφικά κείμενα, πράγμα που ισχύει, κατεξοχήν, και για τη μετάφραση των έργων του Αριστοτέλη. Η γνώση αρχίζει στη φιλοσοφία, όταν μπορέσεις να εντοπίσεις, και να επανεξετάσεις, μια προειλημμένη κρίση, όταν δηλαδή μπορείς να βρεις το όριο μιας προκατάληψης. Η μετάφραση ενός φιλοσοφικού κειμένου είναι μια διαδικασία συστηματικής ανάγνωσης, η οποία μας καλεί να ελέγξουμε την προειλημμένη μας κρίση, την προϊδέασή μας για το τι πρέπει να λέει το κείμενο: η μετάφραση ενός φιλοσοφικού έργου είναι φιλοσοφική γνώση και αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για τη μετάφραση του έργου του Αριστοτέλη, που υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της φιλοσοφίας, στο σύνολό της».
Μια σειρά από ιδεολογικές παραγνωρίσεις και καταχρήσεις, ενεργές από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, μάς έχουν οδηγήσει την ίδια στιγμή που τιμούμε αυτή την αρχαία «κληρονομιά» σε βαθμό προγονοπληξίας, να μην τη γνωρίζουμε και να μην την κατανοούμε επαρκώς και χωρίς στρεβλώσεις.
Θα μου ήταν αδύνατο να συμπυκνώσω καλύτερα την απάντηση στο γιατί ο Αριστοτέλης δεν μιλάει ελληνικά από το προαναφερθέν απόσπασμα σύντομου, αλλά σημαντικού κείμενου* του (πιο πρόσφατου) μεταφραστή της Ρητορικής του Αριστοτέλη στα (νέα) ελληνικά Παντελή Μπασάκου. Βεβαίως, αυτή η απάντηση αποκτά το πλήρες νόημά της εφόσον έχουμε συνείδηση του βραχυκυκλώματος που δημιουργεί στην ίδια τη συλλογική μας ταυτότητα η κυρίαρχη εθνική αφήγηση κατά την οποία η ελληνική αρχαιότητα είναι αυτονόητα «δική μας», είμαστε η «φυσική» της συνέχεια. Μια σειρά από ιδεολογικές παραγνωρίσεις και καταχρήσεις, ενεργές από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους, μάς έχουν οδηγήσει την ίδια στιγμή που τιμούμε αυτή την αρχαία «κληρονομιά» σε βαθμό προγονοπληξίας, να μην τη γνωρίζουμε και να μην την κατανοούμε επαρκώς και χωρίς στρεβλώσεις. Αναπόφευκτα, λοιπόν, μεταξύ άλλων συνεπειών, πλήθος προβληματικών ως κάκιστων μεταφράσεων αρχαιοελληνικών κειμένων –με αξιοσημείωτες εξαιρέσεις– πλημμυρίζουν την αγορά βιβλίου.
Από αυτή την «κακομεταχείριση» δεν θα μπορούσε ασφαλώς να τη γλιτώσει ο Αριστοτέλης. Και είναι μόλις τα τελευταία χρόνια που στο πλαίσιο ενός ανεπανάληπτου για τα ελληνικά δεδομένα εγχειρήματος αποκαθίσταται η ακρίβεια, το ίδιο το νόημα των έργων του με όρους αξιοπιστίας και εγκυρότητας. Αναφέρομαι στην κριτική έκδοση των απάντων του στοχαστή τα οποία εκδίδουν σταδιακά από το 2011 οι εκδόσεις νήσος με την αποφασιστική οικονομική συνδρομή του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Κάθε τόμος περιλαμβάνει εισαγωγή, ερμηνευτικά και κριτικά σχόλια του μεταφραστή, προτεινόμενη βιβλιογραφία, γλωσσάρι, ευρετήριο ονομάτων και ευρετήριο αρχαίων χωρίων. Σε αυτό το πρότζεκτ, υπό την επιστημονική εποπτεία των καθηγητών φιλοσοφίας Βασίλη Κάλφα (ΑΠΘ) και Παντελή Μπασάκου (Πάντειο), εμπλέκονται περί τους εικοσιπέντε φιλοσόφους και επιστήμονες – αριστοτελιστές ή ειδήμονες σε κάποιο επιμέρους αντικείμενο με το οποίο καταπιάστηκε ο Σταγειρίτης φιλόσοφος. Το κρίσιμο είναι ότι στο σχετικό διαρκές μεταφραστικό σεμινάριο στο οποίο μετέχουν, δοκιμάζονται κι ελέγχονται οι μεταφραστικές επιλογές που προτείνει εκείνος που έχει αναλάβει τον κάθε ξεχωριστό τόμο από τους συνολικά εικοσιένα (κυκλοφορούν ήδη οι έξι). Επομένως, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μια ουσιαστικά συλλογική δουλειά με ενιαίο χαρακτήρα κι ως προς το αποτέλεσμα. Αν το καλοσκεφτούμε είναι μόλις πρόσφατα –εννοώ τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια (;)– που η ελληνική φιλοσοφική κοινότητα έχει αποκτήσει μια κρίσιμη μάζα ικανών μελών που μπορούν να ανταποκριθούν στις υψηλότερες διεθνείς απαιτήσεις επιστημονικότητας και να φέρουν εις πέρας ένα τέτοιο έργο (ιδίως εάν αναλογιστούμε τον αποφασιστικό ρόλο του Αριστοτέλη στην εξέλιξη της Φιλοσοφίας εν γένει). Εάν είμαστε αυστηροί, όπως ο Μπασάκος (βλ. παραπάνω, το παρατεθέν απόσπασμα), θα λέγαμε ότι κατά την παραγωγή των απάντων η εγχώρια φιλοσοφική κοινότητα βρίσκεται ακόμη υπό συγκρότηση – κατασκευάζει και θέτει σε χρήση την ορολογία της, δηλαδή τα ίδια της τα εργαλεία. Είναι με την ευδόκιμη περάτωση του έργου που μαζί του θα εκδοθεί, αναδρομικά έστω, και η ληξιαρχική πράξη γέννησής της.
Αλλά ας προχωρήσουμε στον δεύτερο, φαινομενικά παράδοξο ισχυρισμό μας, ότι η Ρητορική είναι ένα σύγχρονο έργο. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι μέσα από ενίοτε περίπλοκες διανοητικές διαδρομές, συνέχειες και ασυνέχειες το έργο αυτό του Αριστοτέλη μόλις τις τελευταίες δεκαετίες εισβάλει εκ νέου στο φιλοσοφικό στοχασμό και την Πολιτική Επιστήμη υπό νέο πρίσμα που συντονίζεται με τις σημερινές τάσεις της επιστημονικής έρευνας για τη ρητορική, την πειθώ και την επιχειρηματολογία. Αφενός, επί μακρόν είχε επισκιαστεί από άλλες θεωρήσεις περί ρητορικής. Αφετέρου, η ανατίμησή του από τον 19o αιώνα κι έπειτα, οπότε εγκαθιδρύεται ως η κατεξοχήν πηγή της ρητορικής παράδοσης, συνδυάστηκε αρχικά με την περιθωριοποίηση της Ρητορικής ως αντικειμένου – της συρρίκνωσης του πεδίου και της εμβέλειάς της. Η αντίληψη περί λόγου και λογικότητας της επιφυλάσσει δυσμενή μεταχείριση: τη μεταθέτει στο επίπεδο της τεχνικής ή, ακόμη χειρότερα, της προσδίδει μειωτικές συνδηλώσεις που παραπέμπουν στην παραπλάνηση και την εξαπάτηση. Αυτό όμως σημαίνει, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Παντελής Μπασάκος στον πρόλογο της υπό παρουσίαση έκδοσης, ότι την ίδια στιγμή που καθιερώνεται η αριστοτελική Ρητορική ως το ιδρυτικό κείμενο και η απόλυτη αναφορά στη Ρητορική συνολικά, «τη στιγμή της δόξας της δοξάζεται για κάτι που δεν είναι». Εάν εδώ έχουμε τρόπον τινά μια παρανόηση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον εφόσον ταιριάζει με τη σημερινή, κοινότοπη αντίληψη περί ρητορικής ως κάτι το εξωτερικό προς το λόγο, δευτερεύον από άποψη ουσίας και εργαλειακό, συχνά δε θεωρούμενο ως έκφραση δημαγωγίας ή στρεψοδικίας.
H ρητορική δεν ορίζεται πλέον με αναφορά στο σκοπό της ο οποίος είναι η πειθώ, αλλά σύμφωνα με το έργο της το οποίο περιγράφεται ως η εξασφάλιση ότι προτού σχηματιστεί ο λόγος μας (ο λόγος του ρήτορα) έχουμε λάβει υπόψιν και αξιολογήσει όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες πειθούς.
Ποιο είναι λοιπόν το νόημα του έργου; Πρώτα απ’ όλα, αποτελεί ένα εγχειρίδιο που απευθύνεται στους μαθητές του Αριστοτέλη, ένας οδηγός για τον υπό διαμόρφωση ρήτορα. Αλλά δεν είναι αυτό που το κάνει ξεχωριστό (ήδη στην εποχή του κυκλοφορούσαν τέτοια εγχειρίδια ρητοροδιδασκάλων). Είναι το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης αναβιβάζει σε τέχνη (επιστήμη θα μπορούσαμε να πούμε σήμερα) το αντικείμενό του, σε πλήρη αντίθεση π.χ. προς τον Πλάτωνα. Αυτό έχει καθοριστική σημασία, διότι αλλάζει τελείως την προοπτική. Χαρακτηριστικά, η ρητορική δεν ορίζεται πλέον με αναφορά στο σκοπό της ο οποίος είναι η πειθώ, αλλά σύμφωνα με το έργο της το οποίο περιγράφεται ως η εξασφάλιση ότι προτού σχηματιστεί ο λόγος μας (ο λόγος του ρήτορα) έχουμε λάβει υπόψιν και αξιολογήσει όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες πειθούς. Μόνον εκείνος ο οποίος διέλθει επιτυχημένα από μια τέτοια συστηματική κι εξαντλητική διερεύνηση, που δεν έχει παραβλέψει κανένα από τα διαθέσιμα μέσα πειθούς κι έχει πετύχει συνολική εποπτεία του αντικειμένου του, κατέχει πραγματικά τη «μέθοδο» της ρητορικής (με την έννοια της ικανότητας επιχειρηματολογίας, λαμβάνοντας υπόψιν τους κοινούς –ή ειδικούς– τόπους).
Ο Μπασάκος στο υποδειγματικό και οικονομημένο εισαγωγικό του κείμενο για τη Ρητορική τονίζει τη σημασία που έχει αυτή η αλλαγή προοπτικής μεταξύ άλλων διότι αυτή η μετατόπιση συναρθρώνεται ουσιωδώς με το μετασχηματισμό από τον Αριστοτέλη της ρητορικής από θεωρία της υπακοής, όπως την ήθελε η παραδοσιακή κατανόηση και χρήση της, σε θεωρία της κρίσης (βλ. ιδίως σελ. 16-17, 39, 59-62). Τοποθετώντας στο επίκεντρό της τον ακροατή που τον αναβιβάζει σε κριτή (αντί να σκοπεύει στην εκμετάλλευση των αδυναμιών του προκειμένου να του επιβληθεί), η αριστοτελική ρητορική μεταταθέτει το ενδιαφέρον της στο κατεξοχήν έντεχνο τμήμα της, αναζητώντας το προτιμότερο έλλογο επιχείρημα που θα του παρουσιάσει προκειμένου να τον πείσει. Και για να το κάνει αυτό, οφείλει να αποκτήσει –ας το επαναλάβουμε– συνολική εποπτεία των εναλλακτικών επιχειρημάτων. Είναι σε αυτό το κρίσιμο σημείο που η ρητορική του Αριστοτέλη συνάπτεται με θετικό τρόπο με τη δημοκρατία και τη διαβουλευτική-διαλογική παράδοσή της, αντί να παραγνωρίζεται ως υπηρέτρια των δημαγωγών και των δικολάβων. Οι πολίτες, εναλλασσόμενοι στη θέση του αγορητή και του ακροατή, καλούνται να συνδιαμορφώσουν τις αποφάσεις του κυρίαρχου δήμου με την κρίση τους η οποία, εφόσον εφαρμόζει τη μέθοδο της ρητορικής, συνιστά κι ένα είδος γνώσης (αφού προϋπόθεσή της είναι η συνεξέταση όλων των εναλλακτικών).
Διαθέτουμε πλέον μια κριτική έκδοση αναφοράς αντάξια της εμβέλειας του έργου η οποία θα μας συνοδεύει για καιρό στις περιπέτειες που θα βιώσουμε ως πολίτες.
Είναι αυτή η ανασημασιοδοτημένη ρητορική που έρχεται σήμερα, τον 21ο αιώνα, να συσχετιστεί με την Πολιτική Θεωρία –κατεξοχήν με τη θεωρία αλλά και την πρακτική της δημοκρατίας (βλ. κατεξοχήν την τεράστια διεθνή βιβλιογραφία περί τη διαβουλευτική δημοκρατία)– και η οποία είναι βέβαιο ότι τις επόμενες δεκαετίες θα γονιμοποιεί όλο και περισσότερο το σχετικό προβληματισμό, αλλά και τις δημοκρατικές πρακτικές. Και είμαστε τυχεροί γιατί διαθέτουμε πλέον μια κριτική έκδοση αναφοράς αντάξια της εμβέλειας του έργου η οποία θα μας συνοδεύει για καιρό στις περιπέτειες που θα βιώσουμε ως πολίτες, ακροατές και ρήτορες σε μια εποχή που η δημοκρατία κλυδωνίζεται και ταυτόχρονα επινοεί διαρκώς τα μέσα επιβίωσης κι ανανέωσής της.
* «Η ιστορία του μεταφραστή», Σύγχρονα Θέματα, τχ. 134-135, http://www.synchronathemata.gr/metafrastika-kinimata/
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Έπειτα, μας χρειάζεται και το να μπορούμε να πείθουμε για πράγματα που είναι μεταξύ τους αντίθετα, όπως γίνεται όταν επιχειρηματολογούμε, και τούτο όχι για να κάνουμε και τα δύο (αφού δεν πρέπει να πείθουμε για πράγματα κακά), αλλά για να μην αγνοούμε πώς γίνεται το να πείθεις και για το ένα και για το άλλο· έτσι, θα είμαστε σε θέση να αναιρέσουμε τα επιχειρήματα του άλλου, αν αυτός χρησιμοποιεί τον λόγο με τρόπο αθέμιτο. Από όλες τις άλλες τέχνες καμία δεν χρησιμοποιεί επιχειρήματα για να υποστηρίξει και τις δύο πλευρές μιας αντίθεσης, αυτό το κάνουν μόνο η διαλεκτική και η ρητορική, που είναι και οι δυο τους, με όμοιο τρόπο, τέχνες των αντιθέτων. Βέβαια αυτό δεν ισχύει και για τα ίδια τα πράγματα για τα οποία μιλάμε: το αληθές και το καλύτερο, από τη φύση τους, είναι πιο εύκολο να τα υποστηρίξει κανείς από τα αντίθετά τους, είναι δηλαδή πιο πειστικά» (σ. 77-79 [1355a29-1355b1]).
Τέχνη ρητορική
Αριστοτέλης
Μτφρ. – Εισ. – Επιμ. Παντελής Μπασάκος
Εκδόσεις νήσος & Εταιρεία Μελέτης των Επιστημών του Ανθρώπου 2016
Σελ. 526, τιμή εκδότη € 28,00