Του Σωτήρη Βανδώρου
Το κοινό τον καταχειροκροτούσε. Την ίδια στιγμή, όχι εντελώς μάταια, έψαχνα πρόσωπα που να αποτυπώνουν μια έκφραση αποδοκιμασίας, έστω επιφύλαξης. Ο γνωστός καθηγητής πανεπιστημίου είχε μόλις ολοκληρώσει την ομιλία του. Και μολονότι μόνον έμμεσα σχετική με το θέμα της δημόσιας εκδήλωσης στην οποία παρουσιάστηκε, βρήκε ενθουσιώδη ανταπόκριση. Μήπως ήταν πρωτότυπη; Όχι, ήταν κοινότοπη. Μήπως ήταν χαρισματικά εκφρασμένη; Όχι, ήταν κοιμήσικη. Τότε;
Φαίνεται πως ικανοποιούσε μια βαθύτερη ψυχική επιθυμία «τακτοποίησης» του νοήματος και «απάντησης» στην απορία και στο άγχος που παράγουν η κρίση που διερχόμαστε και τα παρακολουθήματά της – κυρίως, νομίζω, αυτά της ακραίας ανασφάλειας και της απροσδιοριστίας ως προς την τελική της έκβαση. Μήπως λοιπόν γεννούσε κάποια ελπίδα, μήπως προδιέγραφε κάποια προοπτική εξόδου; Όχι, το αντίθετο. Κατέληγε με την προφητεία ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα ενός νέου «Μεσαίωνα».
Εγκλωβιζόμαστε σε ένα ανελαστικό σχήμα το οποίο μας οδηγεί εν τέλει να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Όλα είναι χαμένα πριν καν αποπειραθούμε οτιδήποτε.
Και αν αυτό το ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί, πάντως σίγουρα δεν θα προκύψει για τους λόγους που είχε κατά νου ο κύριος καθηγητής. Βλέπετε, το μοτίβο ήταν ότι η ελληνική αρχαιότητα, και βεβαίως κατεξοχήν η κλασική περίοδος, συνιστά ένα άφθαστο πρότυπο, το οποίο ωστόσο η Ευρώπη κι ο κόσμος ολόκληρος ποτέ δεν υιοθέτησαν στ’ αλήθεια, ακόμη κι όταν το εξύμνησαν. Αναπόφευκτα, ακόμη κι όταν το επικαλούνται το προδίδουν, ακόμη κι όταν εφαρμόζουν τα διδάγματά του, το κάνουν με στρεβλό τρόπο. Και συνεχίστηκε προβλέψιμα με το σχετικό αυτομαστίγωμα: Και καλά οι άλλοι, οι ξένοι, αλλά εμείς οι ίδιοι να μην μπορούμε να φανούμε στο ελάχιστο αντάξιοι των προγόνων μας;
Εδώ είμαστε αντιμέτωποι πρωτίστως με ένα μπλοκάρισμα της σκέψης. Εγκλωβιζόμαστε σε ένα ανελαστικό σχήμα το οποίο μας οδηγεί εν τέλει να σηκώνουμε τα χέρια ψηλά. Όλα είναι χαμένα πριν καν αποπειραθούμε οτιδήποτε. Κάθε σύγκριση με το ένδοξο παρελθόν φαντάζει συντριπτική. Ως αντιστάθμισμα σε αυτό που αλλιώς θα βιωνόταν ως κάτι ανυπόφορο βρίσκουμε παρηγοριά στα περασμένα μεγαλεία μας, όπως οι γέροντες στις φωτογραφίες της νιότης τους: αν η σύγκριση διαρκώς μας πληγώνει, τότε ακόμη περισσότερο εξυψώνουμε το πρότυπο μας, καθιστώντας το απλησίαστο. Αλλά και θεωρούμε πως πάντα και μόνον οι άλλοι φταίνε για την κατάντια μας. Εμείς είμαστε τα ανεύθυνα θύματα. Και κάπως έτσι, σε μια κατάσταση κρίσης ξεχειλίζουμε από οργή και μνησικακία, χωρίς δυνατότητα αυτοκριτικής κι εποικοδομητικής στάσης. Δεν θέλω να υπονοήσω ότι όλα μας τα προβλήματα εξηγούνται ή ανάγονται στη διχασμένη, ανασφαλή και προγονόπληκτη εθνική μας ταυτότητα. Ισχυρίζομαι, ωστόσο, ότι οποιαδήποτε ερμηνεία της πολιτικής κρίσης δεν την λαμβάνει σοβαρά υπόψιν, είναι λειψή.
Θα μπορούσα να συνεχίσω αναλόγως, κάπως δασκαλίστικα και δογματικά, σχετικά με το τι θα σήμαινε μια δημιουργική σχέση με τους αρχαίους Έλληνες ως στοιχείο της συλλογικής μας ταυτότητας. Αλλά, πώς θα μπορούσα να τα πω καλύτερα από τη Ζακλίν ντε Ρομιγύ; Η Ρομιγύ (1913-2010) δεν χρειάζεται βέβαια ιδιαίτερες συστάσεις. Κορυφαία ελληνίστρια με πλουσιότατο έργο, μεγάλο μέρος του οποίου έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, το 1995 έλαβε, τιμητικά, την ελληνική υπηκοότητα. Το σύντομο βιβλίο της το οποίο θα επικαλεστώ εδώ είναι ξεχωριστό. Δεν πρόκειται για επιστημονική μελέτη, αλλά για μια ιδιόμορφη, κοσμική «ομολογία πίστης». Σε αυτό το κείμενο, που γράφτηκε το 1974, αλλά πρωτοεκδόθηκε στη Γαλλία το 2012, εκθέτει ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες κι αξίες από τις οποίες εμπνέεται και –ας ακουστεί κλισέ– μια γενικότερη στάση ζωής. Στο Τι πιστεύω το θέμα της λοιπόν δεν είναι η ελληνική αρχαιότητα, αλλά αναπόφευκτα για μια διανοούμενη που αφιέρωσε το βίο της στη μελέτη της, υπάρχει πλήθος αναφορών σε αυτήν: «οι ήρωες και οι στίχοι [στους οποίους παραπέμπει] αποτελούν μέρος της ζωής μου. Είναι οι σύντροφοι μου και η θεία κοινωνία μου» (σ. 21). Κι αν κάτι ίσως ξεχωρίζει –τουλάχιστον αυτό προτάσσει– είναι πως ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός, αυτός που γέννησε την τραγωδία, είναι εκείνος που εξυμνεί το φως, ως μεταφορά της ζωής, των απολαύσεών της και της επιδίωξης της ευτυχίας, όσο σπάνια ή φευγαλέα κι αν είναι η κατάκτηση της τελευταίας. Είναι κάτι που εξακολουθεί να την εντυπωσιάζει: πως πολλοί άνθρωποι δεν επιδιώκουν τα αγαθά της ζωής και την ομορφιά της. Κι αυτό το γράφει μια Εβραία στην οποία δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και το Ολοκαύτωμα επέφεραν ουκ ολίγα δεινά. Κατά δεύτερο, έλκεται από την περιέργεια, τη φιλομάθεια, την επιμονή των Ελλήνων να μάθουν και να κατανοήσουν. «Ο Θουκυδίδης, ο αγαπημένος μου Θουκυδίδης, στον οποίο αφιέρωσα μέρες, μήνες και χρόνια, δεν έκανε τίποτ’ άλλο από το να προσπαθεί να καταλάβει» (σ. 32). Όμως, αυτή η «αγάπη για τη νόηση» δεν συνιστά μια ακαδημαϊκή δραστηριότητα. Τη συγκινεί επειδή «συνεπάγεται επίμονη προσπάθεια για υπευθυνότητα και ελευθερία» (σ. 42).
Το πλεονέκτημα των Ελλήνων είναι ότι βρίσκονταν στην αυγή του πολιτισμού...
Στην ελληνική αρχαιότητα εντοπίζει ερωτήματα και διαπραγμάτευση ζητημάτων που αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση. Το πλεονέκτημα των Ελλήνων είναι ότι βρίσκονταν στην αυγή του πολιτισμού, ο κόσμος τους ήταν λιγότερο περίπλοκος, η γνώση δεν ήταν κατακερματισμένη κι εν πολλοίς τεχνική και κατά προέκταση μπορούσαν να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα κατευθείαν στο ψαχνό και αναζητώντας γενικές αρχές και τη συνολική λογική που τα διέπει. Και τα κατάφεραν εξαιρετικά.
Η Ρομιγύ εμφανίζει κάποια σημεία επιφανειακής σύγκλισης με τον καθηγητή μας, και θα ήταν αρκετά εύκολο, ιδίως στον απόηχο των γεγονότων του Μάη του ’68, να της προσάψει κανείς συντηρητικά αντανακλαστικά, όταν π.χ. επισημαίνει με δυσφορία ότι η (γαλλική) εκπαίδευση εμφανίζει στοιχεία ισοπεδωτικά ή όταν περιγράφει με απειλητικούς τόνους την αλλοτριωτική κατεύθυνση που έχουν πάρει οι δυτικές κοινωνίες.
Ωστόσο, μια κρίσιμη διαφορά είναι ότι εκείνη δεν νοσταλγεί το παρελθόν, του οποίου τα όρια αναγνωρίζει: Η ελληνική πόλη-κράτος «της είναι τόσο αγαπητή», αλλά δεν μπορεί να επιθυμεί την αναβίωση της. Πολύ απλά, αμέσως-αμέσως η ίδια λόγω φύλου και φυλής θα ήταν αποκλεισμένη. Και βέβαια, ούτε δούλα θα ήθελε να είναι. Η Ρομιγύ σκέφτεται με ιστορικούς όρους, όχι ουσιοκρατικά. Δεν υπάρχει αδιαμεσολάβητη πρόσβαση σε κάποια άχρονη κι αξεπέραστη σοφία. Και πάλι, με τα δικά της λόγια: «...δεν μπορούμε να επικαλεστούμε τη δική τους σοφία. Η σοφία των Ελλήνων αντιστοιχούσε στα μέτρα των Ελλήνων» (σ. 180). Ούτε φερ’ ειπείν δυσκολεύεται να πει –αυτό, φοβάμαι, θα συνιστούσε σκάνδαλο για αρκετούς ακόμη καθηγητές– ότι η λογική των Ελλήνων έχει τη δική της αξία, δεν συγκρίνεται, ωστόσο, με το συστηματικό ορθολογισμό του Διαφωτισμού (σ. 38).
Η Ρομιγύ υπήρξε Ελληνίδα επειδή προσπάθησε να καταλάβει τους Έλληνες.
Τότε, τέλος πάντων, γιατί αυτή επιστροφή στην αρχαιότητα για κάποιαν που ενδιαφέρεται, όπως λέει, κατεξοχήν για το παρόν και το μέλλον; «Η χαρά του να βλέπεις το φως δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε χαρίζεται. Απαιτεί απόσταση. Απαιτεί ένα είδος επιστροφής στην αθωότητα που δεν κατακτάται χωρίς κόπο σ’ έναν πολιτισμό όπως ο δικός μας» (σ. 55). Να το πούμε αλλιώς: Το να αναγνωρίσουμε τη μεγαλοφυΐα του Πλάτωνα, το να μας συναρπάζει, να μας διδάσκει και να μας κάνει να σκεφτόμαστε, δεν μας εμποδίζει ταυτόχρονα να απορρίπτουμε την ιδέα ότι ολόκληρη η δυτική φιλοσοφία δεν συνιστά παρά υποσημειώσεις στο έργο του.
Η Ρομιγύ υπήρξε Ελληνίδα επειδή προσπάθησε να καταλάβει τους Έλληνες, έμαθε τη γλώσσα τους, τους μελέτησε, αναγνώρισε ένα κομμάτι του εαυτού της σε εκείνους. Αλλά δεν τους εξιδανίκευσε, ούτε προσκολλήθηκε φαντασιακά στον κόσμο τους. Εμπλούτισαν τη ζωή της, δεν την έκαναν να την περιφρονεί. Είναι αυτή η ευεργετική (νοητική) απόσταση που εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο και για μας.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Jacqueline de Romilly
Μτφρ: Σώτη Τριανταφύλλου
Εκδόσεις Πατάκη 2013
Τιμή € 9,50, σελ. 182
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ TΗΣ JACQUELINE DE ROMILLY